ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ: 1941-1950
Πρωθυπουργία ΚΩΝ/ΝΟΥ
ΤΣΑΛΔΑΡΗ
(18
Απρ.΄46 – 23 Iαν. ΄47)
Αντώνη Ι. Ζαρκανέλα
π. Γενικού Διευθυντή Ανάπτυξης
της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης
Συνέχεια
του Προηγουμένου:
Στις 18 Απριλίου 1946 σχηματίζεται τελικά η κυβέρνηση Τσαλδάρη. Προκηρύσσεται
το δημοψήφισμα για την επιστροφή του Βασιλιά παρά τις αντιρρήσεις των Άγγλων
και των Αμερικανών αλλά και τις χλιαρές αντιδράσεις των άλλων κομμάτων. Το
δημοψήφισμα διενεργείται την 1η Σεπτεμβρίου 1946 και είναι υπέρ της
επιστροφής του Βασιλιά με ποσοστό 68.9%, κατά της επιστροφής τάσσεται το 11.3%
ενώ το 20% των εκλογέων ρίχνουν λευκό. Ο Βασιλιάς επιστρέφει στην Αθήνα στις 27
Απριλίου 1946.
Διεκδίκηση
των Εθνικών Δικαίων
Όπως
προεκλογικά είχε υποσχεθεί ο K. Τσαλδάρης, το θέμα των εθνικών διεκδικήσεων που
αποτελούσαν προαιώνιους πόθους, που είχαν στο μεταξύ αναθερμανθεί από τις
εκφράσεις ευγνωμοσύνης των συμμάχων προς την χώρα μας μετά τη γενναιότητα της
Ελλάδος στον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο, αλλά και στη συνέχεια μετά την πέραν πάσης
λογικής, για εκείνη ακριβώς την στιγμή, σθεναρή αντίσταση και άμυνα του
Ελληνικού Στρατού στα οχυρά του Ρούπελ, ήταν πολύ ψηλά στην ατζέντα του και ως
πρωθυπουργού. Αυτό ήταν φυσικό, λέει ο
ΑΒΕΡΩΦ-ΤΟΣΙΤΣΑΣ (σελ. 207), «γιατί η μεγάλη πλειοψηφία του λαού πίστευε ότι,
αφού είχε πολεμήσει μέχρις εσχάτων κατά του Άξονος όταν όλη η Ευρώπη ήταν
υποδουλωμένη, η Αγγλία γονατισμένη, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση
ουδέτερες, δεν ήταν δυνατόν παρά να ικανοποιηθούν οι διεκδικήσεις, πόσο μάλλον
που αυτές βασίζονταν στην αρχή των εθνοτήτων». Στην βάση αυτή, οι Έλληνες
θεωρούσαν ότι πέραν του ότι ήταν αυτονόητη μια τέτοια απαίτηση από την Ελλάδα, ήταν και υποχρέωση των συμμάχων μετά
τον πόλεμο να βοηθήσουν την Ελλάδα στη διεκδίκηση των Δωδεκανήσων, της Βορείου
Ηπείρου και της Κύπρου.
Ο
Πρωθυπουργός Τσαλδάρης αναχωρεί στις αρχές Ιουλίου του 1946 για το εξωτερικό
ηγούμενος μεγάλης, αλλά απαρτιζόμενης από ειδικούς, αποστολής, προκειμένου να συμμετάσχει στις εργασίες του
Συνεδρίου της Ειρήνης που επρόκειτο να αρχίσουν στις 29 του ιδίου μηνός στο
Παρίσι. Η Ελλάδα και στον Α΄ και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν με την πλευρά
των νικητών, δεν ήταν, επομένως για πρώτη φορά που έθετε τις εθνικές της
διεκδικήσεις στην κρίση μιας Συνδιάσκεψης Ειρήνης. Στην Συνδιάσκεψη του 1919 η
Ιταλία, που ήταν με την πλευρά των νικητών αντέδρασε σφοδρά και για την ένωση
της Δωδεκανήσου και για την Βόρειο Ήπειρο. Αντίθετα, στη Διάσκεψη του 1946 η
Ιταλία ως ανήκουσα στον Άξονα έχασε τα Δωδεκάνησα. Το 1946 ήταν η Σοβιετική
Ένωση, η οποία προστατεύοντας τα κράτη - δορυφόρους της στα Βαλκάνια,
εξασφάλισε ώστε να βγουν αλώβητοι οι βόρειοι γείτονες όχι μόνο σε ό,τι αφορά τη
Βόρειο Ήπειρο αλλά και όσον αφορά τις «διαρρυθμίσεις» των συνόρων με Βουλγαρία, θέμα που επιδίωκε η Ελληνική
πλευρά. Τελικά, η Ελλάδα θα
διεκδικήσει, ολομόναχη πρακτικά, αυτά που θεωρεί ότι της ανήκουν ή της
οφείλονται για λόγους ιστορικούς, δικαιοσύνης αλλά και ασφάλειας, όπως
ισχυριζόταν. Κοινή ήταν τότε η πεποίθηση πως η Ελλάδα έπρεπε να ικανοποιηθεί,
και μάλιστα με προνομιακό κάποτε τρόπο, λόγω της μεγάλης συνεισφοράς της στον
κοινό συμμαχικό αγώνα.
Όμως, κατά μίαν έννοια, η Ελλάδα του 1946 είναι κράτος «ηττημένο». Ως «ήττα» εκλαμβάνεται η
κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει μεταπολεμικά. Στο οικονομικό πεδίο
αδυνατούσε να σταθεί χωρίς εξωτερική βοήθεια. Το έμψυχο δυναμικό της είχε
υποστεί σοβαρό πλήγμα από τον πόλεμο, από την αντίσταση στους κατακτητές, από την αδελφοκτόνο διαμάχη που εκδηλώθηκε
ενόσω διαρκούσε η εχθρική κατοχή (Κατοχικός Εμφύλιος) αλλά και από τη θλιβερή
Στάση των κομμουνιστών που έδρασαν διαλυτικά και σε βάρος των εθνικών μας
συμφερόντων μέσα στις Εθνικές ένοπλες δυνάμεις και στα πλαίσια των Συμμαχικών
Δυνάμεων της Μέσης Ανατολής στην πιο κρίσιμη στιγμή του πολέμου. Κατά την εποχή
σύγκλησης της Συνδιάσκεψης, η πολιτική κατάσταση στη χώρα παρέμενε ρευστή,
καθώς η βίαιη «αναδιαπραγμάτευση» των εσωτερικών
πολιτικών συσχετισμών βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη. Κατά τις παραμονές της
Συνδιάσκεψης, η οικονομική κατάσταση της χώρας, η σύγκρουση με τους
κομμουνιστές, τα μεθοριακά επεισόδια, η έντονη πολεμική των βαλκάνιων γειτόνων
και της Σοβιετικής Ένωσης έναντι της Ελλάδας, συνιστούσαν ένα εκρηκτικό μείγμα
κάτω από το οποίο κλήθηκε να χειριστεί η κυβέρνηση Τσαλδάρη τις εθνικές
διεκδικήσεις.. Η στήριξη από τη Βρετανία δεν αρκούσε καθώς η χώρα αυτή έδινε
άνιση μάχη προκειμένου να διατηρήσει τον ρόλο της ως μεγάλη δύναμη. Την ίδια
περίοδο, ο έτερος πόλος της δυτικής συμμαχίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεν είχαν
αποσαφηνίσει τη θέση τους έναντι της Ελλάδας. Η επιτυχία της ένωσης της
Δωδεκανήσου ήταν πολύ μικρή για να «γλυκάνει» το πικρό χάπι της υποκρισίας με την οποία αντιμετώπισαν οι
δυτικοί σύμμαχοι τις διεκδικήσεις της Ελλάδας στο θέμα της Βορείου Ηπείρου αλλά
και στο ζήτημα της «διαρρύθμισης» των
Ελληνο-Βουλγαρικών συνόρων.. Για την Κύπρο δεν συμφώνησαν οι νικητές και των
δύο μεγάλων πολέμων. Εξ άλλου οι Βρετανοί που την κατείχαν ήταν με τους νικητές..Οι δυτικοί σύμμαχοι
άφησαν μόνη την Ελλάδα υπό τα καταιγιστικά πυρά των Σοβιετικών και των
δορυφόρων τους.. Αναγκάστηκε έτσι η
Ελληνική Κυβέρνηση να υπογράψει τη συνθήκη με την Ιταλία και την Βουλγαρία
δηλώνοντας όμως εμφατικά ότι το θέμα της Βορείου Ηπείρου παραμένει γι΄αυτήν «ανοικτό».. Η πικρία της
Κυβέρνησης δεδομένη, η απογοήτευση του λαού μεγάλη.
Την
περίοδο αυτή, τον Φθινόπωρο του 1946, το σύνολο σχεδόν του ελληνικού λαού, ο
αστικός πολιτικός κόσμος και ο τύπος συγκλονιζόταν και από τις αξιώσεις των
βόρειων γειτόνων. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Ουκρανίας, προφανώς με την υπόδειξη
της Σοβιετικής Ένωσης, κατέθεσε προσφυγή εναντίον της Ελλάδος την οποία
υποστήριξε με θέρμη πέραν, προφανώς, του εκπροσώπου της Ουκρανίας Ντιμίτρι
Μανουΐλσκυ και ο εκπρόσωπος της Σοβιετικής αντιπροσωπίας Αντρέϊ Γκρομύκο, ο
μετέπειτα και για πολλά χρόνια υπουργός των Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης.
Οι θέσεις και τα επιχειρήματά τους ήταν κοινά: Η Ελλάδα εξαιτίας των
σχέσεών της με την Αλβανία, τη
Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία, απειλούσε την ειρήνη στα Βαλκάνια αλλά και
γενικότερα. Η ελληνική κυβέρνηση μετατρέπονταν, κατά την άποψή τους, σε
φασιστική, ενώ οι πράξεις των ελληνικών αρχών μπορούσαν να μετατρέψουν τα «..Βαλκάνια σε θερμοκήπιο ενός νέου πολέμου», καλώντας την να «εγκαταλείψει
τις διώξεις των εν Ελλάδι μειονοτήτων..» και
τις «ενέργειες των επιθετικών μονορχοφασιστικών στοιχείων». Ταυτόχρονα, η παρουσία των βρετανικών στρατευμάτων
στην Ελλάδα ενθάρρυναν, σύμφωνα με την προσφυγή τους, «..τη
συντριβή της δημοκρατίας» στην Ελλάδα και
αποτελούσαν απειλή «για επίθεση
εναντίον των γειτονικών χωρών..». Έφθασε μάλιστα ο
Γκρομύκο μέχρι του σημείου να υποστηρίξει ότι το ενδιαφέρον της Ουκρανίας
βασίζονταν στο ότι η χώρα αυτή «..είχε κοινά σύνορα
με τα Βαλκάνια(!!)..» ενώ ο Μανουΐλσκυ
δικαιολογούσε την προσφυγή της χώρας του επειδή αυτή είχε υποστεί «..τέσσερις εισβολές εντός τριάντα ετών..» ξεχνώντας(;) ότι την εποχή εκείνη όλες οι χώρες της
βαλκανικής αλλά και της κεντροανατολικής Ευρώπης ήταν σύμμαχοι και φίλες «Σοσιαλιστικές Δημοκρατικές», ενώ
η Ελλάδα ήταν στο άλλο άκρο της Χερσονήσου του Αίμου και εκ του λόγου αυτού σε
καμία περίπτωση δεν αποτελούσε κίνδυνο για την Ουκρανία...
Η
ελληνική αντιπροσωπεία αντέδρασε, η συζήτηση συνεχίστηκε εντονότερη, με την
αμερικανική αντιπροσωπεία να ομιλεί για βουλγαρικές διεκδικήσεις επί της Θράκης
και για γιουγκοσλαβικές προσπάθειες προκειμένου να προστατεύσουν τους «δυστυχείς Μακεδόνες» ενσωματώνοντας
τη βουλγαρική και ελληνική Μακεδονία στην δική τους ομοσπονδιακή «Δημοκρατία της Μακεδονία». Την
πρόταση της αμερικανικής αντιπροσωπείας προς το Συμβούλιο Ασφαλείας για σύσταση
τριμελούς επιτροπής της επιλογής του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, που θα εξετάσει
επί τόπου την αλήθεια, κατέληξε σε μεγάλη θετική πλειοψηφία. Επτά ψήφοι υπέρ,
μία αποχή και μία αρνητική. Η αρνητική ψήφος ήταν της Σοβιετικής Ένωσης που
εξισούτο προς αμετάκλητο βέτο.
Σε
κάθε περίπτωση, η ελληνική αντιπροσωπεία υπέβαλε έξι μνημόνια στον Γενικό
Γραμματέα του ΟΗΕ για επεισόδια που έγιναν στα σύνορα της χώρας με τους
βόρειους γείτονες της, κατηγορούσε δε την Αλβανία, τη Γιουγκοσλαβία και τη
Βουλγαρία για υποστήριξη των Ελλήνων κομμουνιστών ανταρτών οι οποίοι, μάλιστα,
είχαν την επίσημη βοήθεια της Γιουγκοσλαβίας. Επρόκειτο δηλαδή για μια
κατάσταση που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια.
Για τον λόγο μάλιστα αυτό ο αναπληρωτής αρχηγός της ελληνικής αντιπροσωπείας ο
Πρέσβυς Αγνίδης, υπέβαλε αίτηση
επιτόπιας έρευνας περί των προστριβών μεταξύ της Ελλάδος και των βορείων
γειτόνων της. Το αίτημα υποστήριξε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Τσαλδάρης με την
επιπλέον ιδιότητά του και ως Υπουργού επί των εξωτερικών. Υπήρξαν έντονες
ανταλλαγές επιχειρημάτων και φραστικές επιθέσεις μεταξύ των αντιπροσώπων
ΗΠΑ-Μεγ. Βρετανίας και Σοβιετικής Ένωσης και των δορυφόρων της. Τελικά
αποφασίστηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ η σύσταση επιτροπής από τον ΟΗΕ
για να εξετάσει τις καταγγελίες της Ελληνικής κυβέρνησης με επιτόπια έρευνα επί
του εδάφους όλων των εμπλεκόμενων χωρών και μάλιστα με την ψήφο της Σοβιετικής
Ένωσης. Για λεπτομερή παρουσίαση της διπλωματικής αυτής μάχης στον ΟΗΕ ο αναγνώστης
θα βρει περισσότερα στο βιβλίο με τίτλο: «Φωτιά
και Τσεκούρι» του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, ο οποίος χρημάτισε Υπουργός των Εξωτερικών την περίοδο
1956-1963. Ο οποίος μάλιστα θέτει και το ερώτημα: «Πώς
η Σοβιετική Ένωση δέχθηκε την επιτροπή, πώς δέχθηκε αυτή τη διεθνή έρευνα – τη
μοναδική μέχρι σήμερα – επί εδαφών που ανήκαν σε τρία μέλη του συγκροτήματός
της; Γιατί; Ο λόγος δεν θα μαθευτεί ποτέ.» (ΑΒΕΡΩΦ-ΤΟΣΙΤΣΑΣ,
2009(1974), σελ. 220. Για τα αποτελέσματα της Επιτροπής του ΟΗΕ θα ασχοληθούμε
αργότερα.
Μέσα
στο πλαίσιο αυτό των εξωτερικών διεργασιών αλλά και λόγω της «αφύπνισης» και
δραστηριοποίησης των ενόπλων ανταρτών στην Ελλάδα, όλο αυτό το σκηνικό έκανε
τους αστούς πολιτικούς να ανησυχήσουν. Μάλιστα ο Σοφούλης, αρχηγός του Κόμματος
των Φιλελευθέρων, μπροστά στην κατάσταση αυτή, σε μυστικές επαφές με τον
Βρετανό πρεσβευτή Νόρτον, εμφανίστηκε κατά τον
Sfika «..διατεθειμένος να στηρίξει εν ανάγκη, ακόμη και μια βασιλική
δικτατορία, αρκεί οι Δυτικοί να παρείχαν εγγυήσεις για την εδαφική
ακεραιότητα, τον διεθνή προσανατολισμό και το κοινωνικό καθεστώς της Ελλάδας
έναντι των γειτονικών βαλκανικών κρατών και των κομμουνιστών» (ΧΟΥΡΧΟΥΛΗΣ,
2014,σελ. 292).
Συνεχίζεται