να στρέψουμε την προσοχή μας σε ένα από τα αποσπάσματα του βιβλίου του Αντώνη Μπούμπουρα «MNHMEΣ: Στιγμές μιας εποχής, στιγμές ανθρωπιάς» (Κατερίνη 2014), όπου περιέχονται αφηγήσεις για το πώς υποδέχθηκαν οι Μεθωνιώτες τις ειδήσεις από το μέτωπο, αλλά και όσα επακολούθησαν.
Το παρακάτω
απόσπασμα είναι από συνάντηση του Αντώνη Μπούμπουρα με τον Στέργιο Τσελεπή και
την σύζυγό του Ανθούλα:
·
Θυμάμαι εκείνο το
απόγευμα του πρώτου δεκαημέρου του Νοέμβρη του 1940. Όλοι μας γνωρίζουμε πως
την 28η Οκτωβρίου του '40, ο Ιταλός πρεσβευτής πήγε στον τότε πρωθυπουργό Ι.
Μεταξά ένα μήνυμα του Μουσολίνι, που έλεγε πως ήθελε κάποιες στρατηγικές θέσεις
στην Μακεδονία μας. Ο Έλληνας πρωθυπουργός απάντησε μ' εκείνο το δυνατό “ΟΧΙ”,
το οποίο έγινε αργότερα μέγιστο από τους Έλληνες. Ήταν λοιπόν, όπως είπα,
απόγευμα, ακούμε την καμπάνα μας να χτυπά ασταμάτητα. Πεταχτήκαμε, συνεχίζει ο
Τσελεπής, μικροί και μεγάλοι, άλλοι στα παράθυρα και άλλοι στο δρόμο. Σε λίγο
είδα έξω από το κτίριο του Μπαρμπαντώνη κόσμο. Κόσμος πολύς μαζεύτηκε και
ακούμε χαρούμενες φωνές. Πήραμε την Κορυτσά, μπήκαμε στην Κορυτσά. Μια ξέφρενη,
ανέλπιστη, χαρούμενη ατμόσφαιρα δημιουργήθηκε γρήγορα. Ο παππούς σου, λέει ο
Στέργιος, είχε βγάλει έξω το μεγάλο ραδιόφωνο για να ακούσουν όλοι οι χωριανοί
τη φωνή της νίκης. Ο τότε ραδιοφωνικός σταθμός της Ευρώπης με έδρα τη
Θεσσαλονίκη, του Τσιλιγγερίδη, μετέδιδε στη διαπασών: «Εδώ ραδιοφωνικός σταθμός
Τσιλιγγερίδη Θεσσαλονίκης. Έλληνες – Ελληνίδες ο ηρωικός στρατός μας μπήκε
θριαμβευτικά στην Κορυτσά» ενώ συμπλήρωνε με στρατιωτικά εμβατήρια. Το νέο αυτό
έκανε τις καρδιές των ανθρώπων να μεθύσουν από χαρά. Όλο το χωριό μία ανθρώπινη
αλάνα έξω από το πέτρινο, ζητωκραυγάζαμε σαν θεότρελοι, τραγουδούσαμε, χορεύαμε
και πέφταμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. «Θα τους δείξουμε τι πάει να πει
Ελλάδα». Χτυπούσε με δύναμη τα δυο του χέρια στο τραπέζι ο αείμνηστος και για
πολλά χρόνια γραμματέας του χωριού μας ο καλόκαρδος και αγαπητός από όλους
Γενάδιος Παπαδόπουλος. «Μακάρι να ήμουν λίγο πιο νέος, να πήγαινα και εγώ να
πολεμήσω» πρόσθεσε κάποιος άλλος. «Αχ, φίλοι μου, ο πόλεμος είναι φοβερός» είπε
ο Μπαρμπαντώνης, που σίγουρα θα είχαν δει πολλά τα μάτια του και ακόμη ήξερε
πολλά από πολιτικά, ίσως πιο πολλά από τον καθένα. Έβλεπες, λοιπόν, αυθόρμητα,
πλατιά χαμόγελα για τη νίκη μας στην Κορυτσά.
Τον διέκοψα
λέγοντας:
·
Αλήθεια, Στέργιο, πόσο πίστη είχαν εκείνα τα
παλικάρια, εκεί ψηλά, για την πατρίδα, την ελευθερία, ώστε να τους έδωσε τη
μεγάλη δύναμη να νικήσουν; Και το λέω αυτό γιατί όλοι γνωρίζουμε πόσο ανέτοιμοι
ήμασταν σαν χώρα. Χωρίς τον απαραίτητο εξοπλισμό, τανκς, αεροπλάνα και άλλα,
κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν τις μεγάλες φοβερές επιθέσεις του εχθρού και ακόμα
να τους καθηλώσει και στη συνέχεια να τους πάει πίσω στα βάθη της Αλβανίας.
·
Ναι, Αντώνη, μου είπε ο Στέργιος. Όλοι τους
ήτανε αληθινοί ήρωες και αυτό το έδειξαν και με τους Γερμανούς. Εκείνους τους
ήρωες και τον μεγάλο ηρωισμό τους γιορτάζαμε εμείς τότε και ο καθένας τους με
όποιο τρόπο ένιωθε μέσα του και με όποιον τρόπο μπορούσε εκείνη τη συγκεκριμένη
στιγμή. Θυμάμαι, μάλιστα, συνέχισε ο Στέργιος, ότι στη συνέχεια πιαστήκαμε και
χορέψαμε όλοι μαζί χασαποσέρβικο, το κοροΐδο Μουσολίνι. Αφού σταματήσαμε το
χορό, πως σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά, βλέπω την Κυραννιώ στην παντζουρόπορτα και
αρχίζει να ξεφωνίζει δυνατά: «Αντώννν... Αντώννν... δεν ακούς μπρε;» Πετάχτηκε
ο παππούς σου και της λέει: «Τι ‘ναι βρε Αννιώ;» «Κέρνα τον κόσμο μπρε, τι
κάθεσαι;» «Κατέβα μωρέ Αννιώ να βοηθήσεις και εσύ κομμάτ’» είπε ο καημένος ο
παππούς σου. Φυσικά και δεν κατέβηκε η Κυραννιώ. Κάποια στιγμή μας κέρασε
εκείνος εκείνα τα αξέχαστα μεγάλα λουκούμια. Λίγες φορές τον βοήθαγε. Όλα τα
έφερνε βόλτα ο παππούς σου. Ειλικρινά δεν έχω δει έως τώρα στη ζωή μου άλλον
άνθρωπο με τόσα πολλά χαρίσματα. Λυπάμαι πραγματικά διότι ήταν και εκείνος από
τους άτυχους ανθρώπους της εποχής εκείνης.
Έπιασε το φλιτζάνι
του καφέ του και ήπιε και την τελευταία γουλιά. Πέταξε το βλέμμα του απέναντι
στη θάλασσα που ήταν μία όμορφη, ήσυχη και γαλήνια μπουνάτσα. Πήρε μιά βαθιά
ανάσα και συνέχισε να αφηγείται. Δεν ήθελα να τον διακόψω για τίποτα.
·
Στη μεγάλη αποτυχία των Ιταλών, αποφάσισαν οι
Γερμανοί να βοηθήσουν με επιχειρήσεις στα Βαλκάνια. Και στις 9 Απριλίου
του ’41 οι Γερμανοί εισέβαλαν από τα
Γιουγκοσλαβικά και Βουλγαρικά σύνορα με γρήγορες επιθέσεις. Πράγμα που ο
ηρωικός μας στρατός δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει. Όλη η Ελλάδα και εμείς οι
Βορειοελλαδίτες παρακολουθούσαμε με αγωνία τις εξελίξεις. Όπως σου είπα, 9 με
10 Απριλίου οι Γερμανοί μπήκαν και στη Θεσσαλονίκη με όλη την αλαζονεία του
κατακτητή. Εκείνη την εποχή ούτε μία μέρα δεν πέρναγε χωρίς να συζητήσουμε τα
τελευταία νέα των κατακτητών. Το ραδιόφωνο του Μπαρμπαντώνη ήταν καθημερινά
ένας καλός ενημερωτικός φίλος που γρήγορα μαθαίναμε τα κατορθώματα και όλες τις
πράξεις των Γερμανών. Μαθαίναμε πότε φανερά και πότε κρυφά τις κατασχέσεις
επιχειρήσεων, τα λουκέτα με το έτσι θέλω, το μέγεθος των εγκλημάτων τους που
ήταν τόσο μεγάλος. Τι να πρωτοπώ; Το τρομερό ήταν τα στρατόπεδα συγκεντρώσεων
ενάντια στους Θεσσαλονικείς Εβραίους. Έμπαιναν οι καημένοι εκεί μέσα αμίλητοι και πειθαρχημένοι. Πού να
φαντάζονταν τι τους περίμενε. Μάζεψαν κάποιες χιλιάδες λεηλατώντας τις
περιουσίες τους, που εδώ και αιώνες ζούσαν και αγωνιζόντουσαν. Ήταν τόπος τους
και αυτοί Έλληνες θα έλεγα. Τους κουβάλησαν τους ανθρώπους με τα τρένα σαν τα
ζώα και τους έριξαν σε θαλάμους, δηλητηριάζοντάς τους με αέριο και φυσικά τους
έκαψαν.
Δάκρυα γρήγορα
ύγραναν τα μάτια του φίλου μου Στέργιου, όπως και τα δικά μου περισσότερο. Με
κοίταξε κατάματα και μου λέει:
·
Αναρωτιέμαι Αντώνη, πολλές φορές πόσο
ανθέλληνες μπορεί να είναι οι σημερινοί μας πολιτικοί; Εκτός, βέβαια, από πολύ
μικρές εξαιρέσεις. Πώς υποκύπτουν με τόσο άνεση στην κάθε διαταγή των πρώην
καταχτητών μας; Πώς ξεχνούν τα τόσα πολλά που είχαν διαπράξει στη χώρα μας; Θα
μου πεις, όταν οι φουσκωμένες οικονομίες τους είναι εντός και εκτός τραπεζικών
βιβλιαρίων, τι να σκεφτούν; Παρελθόν, γεγονότα, ανθρώπους πατρίδα;
·
Από τις πρώτες
μέρες η Χιτλερική Γερμανία άρχισε να κατεβαίνει προς όλη την Ελλάδα και γρήγορα
φάνηκαν επάνω από τη Μεθώνη τα πρώτα σύννεφα της καταιγίδας που σχεδόν αμέσως
με κάθε τρόπο προσπάθησαν να επιβάλουν τον φασισμό. Αφού οι κατακτητές
εμφανίστηκαν στο χωριό μας, το πρώτο σπίτι που επιτάξανε ήταν του Αντώνη του
Βούβουρα. Και δεύτερο της Σουσάνας Καρπώνη. Στου Μπαρμπαντώνη, στον επάνω όροφο
και στην τεράστια σάλα, εγκαταστήσανε την προσωρινή τους διοίκηση. Στης
Καρπώνης, πενήντα μέτρα δυτικότερα, που ήταν ένα μικρό χαμηλό σπιτάκι, εκεί
είχανε κάποιες άλλες εγκαταστάσεις. Στην μεγάλη αυλή και σταυροδρόμι με αρκετή
περασιά αλλά και κοντά στην προσωρινή διοίκηση. Θυμάμαι ακόμα, είπε ο Στέργιος,
πως εκεί στην αυλή είχαν ένα μεγάλο, κάτι σαν καζάνι, που έβραζαν τσάι και
εμείς τότε παιδιά πηγαίναμε και τους βλέπαμε. Εκείνοι κάποιες φορές μας έδιναν
να πιούμε από το τσάι τους. Είχα ακούσει πως δεν έπιναν δικό μας νερό, δεν
γνώριζα τους λόγους. Φυσικά και θα είχαν λόγους, γι’ αυτό και μέρα νύχτα εκείνο
σιγόκαιγε. Αναστέναξε μακρόσυρτα. Με κοίταξε και μου είπε: γεγονός είναι πως
μπαίνοντας οι Γερμανοί η ζωή μας έγινε άνω κάτω.
·
Ναι, έτσι είναι Στέργιο, του είπα, και αυτό
γιατί ο φασισμός χρησιμοποίησε μέτρα βάναυσα και απάνθρωπα και εμείς με έναν
βαρύ αγώνα, πολύ δύσκολο με πολλά – πολλά θύματα και χίλιες καταστροφές, πείνα
και δυστυχία.
·
Και αυτό Αντώνη, σε όλη την περίοδο της
κατοχής, μέχρι που έφυγαν από την Ελλάδα, απάντησε ο Στέργιος. Ήπιε λίγο νερό
από το ποτήρι και συνέχισε. Δεν μπορώ να σκεφτώ πόσος καιρός είχε περάσει.
Θυμάμαι, όμως, πως κάποια μέρα πέρασα από εδώ, είδα τον παππού σου να φορά μια
άσπρη μπλούζα καρό κοντομάνικη, ζωνάρι στη μέση και τα μπατζάκια μαζεμένα. Τον
χαιρέτισα και εκείνος μου είπε χαμογελώντας «Γεια σου γειτονάκι μου». Ο Αντώνης
ο Μπούμπουρας ήταν ο πρωτεργάτης στον όρμο της Μεθώνης.
Με αυτά τα
συγκινητικά τελευταία λόγια του φίλου μου Στέργιου Θ. Τσελεπή, ήρθε το τέλος
μιας απρογραμμάτιστης αληθινής, συγκινητικής, μεγάλης αφήγησης. Τον ευχαρίστησα
από καρδιάς και έφυγα.