Αμοιβαία υποκρισία…
Άρθρο 11 Συντάγματος της Ελλάδος : «Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα».
Στην συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη είναι κατοχυρωμένο ένα από τα
σημαντικότερα ατομικά δικαιώματα συλλογικής δράσης, εκείνο του συνέρχεσθαι. Εκκινώντας η διεκδίκησή
του από τη Β’ Γαλλική Επανάσταση στα μέσα του 19ου αιώνα, το
δικαίωμα του συνέρχεσθαι εισήλθε στον συνταγματικό μας χάρτη το 1911, επί
πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο δε η ελευθερία της
ειρηνικής συνάθροισης προασπίζεται από το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), στο οποίο
γίνεται λόγος και για τους περιορισμούς του εν λόγω δικαιώματος. Πράγματι, η
ελευθερία του συνέρχεσθαι στο εγχώριο, αλλά και στο ευρωπαϊκό δίκαιο δύναται να
οριοθετείται όταν συγκρούεται με
έτερα ατομικά δικαιώματα (λ.χ. εκείνο της ελεύθερης μετακίνησης), πολλώ δε
μάλλον με το δημόσιο συμφέρον. Στη χώρα μας, εντούτοις, τόσο αυτό καθεαυτό το
δικαίωμα του συνέρχεσθαι, όσο και οι περιορισμοί του πιθανότατα δεν είναι
πλήρως διασαφηνισμένοι, με συνέπεια τη συχνή παρεξήγησή τους και την πρόκληση συγχύσεων.
Μία αντίστοιχη σύγχυση έχει προκληθεί τις τελευταίες ημέρες
σχετικά με τη “νομιμότητα” της εκδήλωσης-διαδήλωσης των “Παραιτηθείτε”. Από τη μια κυβερνητικά μέλη με προεξέχοντα τον
Υπουργό Παιδείας, καθώς και βουλευτές και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αμφισβητούν τη
νομιμότητα της εν λόγω διαδήλωσης, θεωρώντας ότι κινείται στα όρια της
συνταγματικής ανοχής. Από την άλλη οι διοργανωτές της συγκεκριμένης εκδήλωσης διαμαρτυρίας
από κοινού με στελέχη της αντιπολίτευσης κατακεραυνώνουν καθημερινά την
Κυβέρνηση για τις δηλώσεις μελών της, επισημαίνοντας την επιδίωξη των
τελευταίων να θέσουν κάθε είδους φραγμούς
στο κίνημά τους. Η αλήθεια, ωστόσο, βρίσκεται κάπου στη μέση, αφού τα
επιχειρήματα και των δύο πλευρών διακρίνει μια αμοιβαία υποκρισία.
Για τη μεν κυβερνητική υποκρισία, οι ρίζες της εστιάζονται
στο πρόσφατο παρελθόν. Όταν δηλαδή από τα έδρανα της αντιπολίτευσης προ ολίγων
ετών συνεπικουρούσαν κάθε αντικυβερνητική εκδήλωση, φθάνοντας ακόμη και στην καταστρατήγηση του δικαιώματος του
συνέρχεσθαι. Ποιος λησμονά τις πλατείες του 2011, όπου εκκίνησαν πολιτικές
καριέρες; Ποιος αμφισβητεί την υποκίνηση από ακραίες πρώην συνιστώσες του
ΣΥΡΙΖΑ κάθε είδους κίνησης διαμαρτυρίας κατά των μνημονιακών πολιτικών του
παρελθόντος; Ποιος τέλος ξεχνά την παρουσία στελεχών της σημερινής κυβερνώσας
πλειοψηφίας σε κάθε ολιγάριθμη πορεία που απέκλειε συστηματικά το κέντρο της
πρωτεύουσας;
Σε κάθε περίπτωση πάντως, αμιγώς υποκριτική είναι και η στάση
των διοργανωτών της συγκεκριμένης εκδήλωσης. Τούτο διότι, είναι οι ίδιοι
άνθρωποι που στο πρόσφατο παρελθόν εξαπέλυαν επιθέσεις κατά αντίστοιχων συριζαϊκών πρακτικών που παρέλυαν την
οικονομική ζωή της χώρας. Είναι οι ίδιοι που ζητούσαν επιτακτικά από το βήμα
των ευκόλως προσβάσιμων σε αυτούς ΜΜΕ την απαγόρευση των πορειών στο κέντρο και
τους εμπορικούς δρόμους της πρωτεύουσας. Είναι επίσης οι ίδιοι που ενώ τα
προηγούμενα έτη εύλογα λοιδορούσαν
κάθε πολιτική κίνηση, κόμμα ή και “ψεκασμένο”
πολίτη που επικαλούνταν την ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος, σήμερα εύκολα
και συνάμα παντελώς ανεύθυνα την
επικαλούνται, όπως και κάποια ακροδεξιά στοιχεία.
Έντονες αμφιβολίες όμως γεννά και αυτό καθεαυτό το σύνθημα
των “Παραιτηθείτε”. Σε μια αντιπροσωπευτική-κοινοβουλευτική
δημοκρατία, όπως η ελληνική, τα ηνία της εξουσίας βρίσκονται στους νόμιμους
αντιπροσώπους του έθνους. Μπορεί όλες οι εξουσίες να πηγάζουν από τον λαό και
να ασκούνται υπέρ αυτού, εντούτοις τις αποφάσεις καλείται να λαμβάνει η εκάστοτε
κοινοβουλευτική και κυβερνώσα πλειοψηφία. Εκείνη, την οποία περιοδικά, ανά τετραετία, εκλέγει ο
κυρίαρχος λαός, εκχωρώντας της
ταυτόχρονα το δικαίωμα του αποφασίζειν. Για την συγκρότηση, άλλωστε, μιας
δημοκρατικής κοινωνίας δεν απαιτείται μοναχά ο αυτοκαθορισμός των μελών της,
αλλά και ο ετεροκαθορισμός τους
-συντονιστικός ή και συμπληρωματικός-, ο οποίος δύναται ακόμη και να αυξάνει τα
περιεχόμενα της ελευθερίας ως βασικού δικαιώματος των ανθώπων1.
Συνεπώς, είναι παντελώς αδικαιολόγητο -αν όχι και επικίνδυνο- για το πολίτευμά μας το
σύνθημα των διαδηλωτών της Τετάρτης. Ακόμα κι αν η παρούσα συγκυβέρνηση
ακολουθεί καταστροφικές για τον τόπο και κυρίως την ιδιωτική οικονομία
πολιτικές, δεν παύει να απολαμβάνει τόσο την κοινοβουλευτική εμπιστοσύνη, όσο και την λαϊκή νομιμοποίηση, απορρέουσα από το 40% των εκλογέων του περασμένου
Σεπτεμβρίου που την στήριξαν με την ψήφο τους. Μια νομιμοποίηση που της
επιτρέπει συνταγματικά να χαράσσει και να εφαρμόζει κάθε πολιτική που θεωρεί
ωφέλιμη για την χώρα, αποκρούοντας ποικίλου είδους “λαϊκά” αιτήματα και κραυγές. Κραυγές, όπως και εκείνες που
ακούγονταν πριν από ένα χρόνο, την επομένη του ομολογουμένως τραγικού
δημοψηφίσματος, πολλώ δε μάλλον τις κρίσιμες ώρες της 17ωρης σύσκεψης κορυφής.
Αλήθεια, θα επιθυμούσαν οι σημερινοί διαμαρτυρόμενοι να είχε τότε εισακουστεί
από τον πρωθυπουργό εκείνο που επιδίωκε ένα μεγάλο μέρος του 62% του “ΟΧΙ”, ο δρόμος δηλαδή της απομόνωσης και της καταστροφής; Ή μήπως και οι ίδιοι είχαν ανακουφιστεί από την
έγκαιρη επιστροφή του στο ρεαλισμό και στην ευρωπαϊκή τροχιά;
Πέραν πάντως από τους νέους “αγανακτισμένους”, πλήρως υποκριτική και αδικαιολόγητη είναι και η
στάση ενός μεγάλου μέρους της αντιπολίτευσης, πόσω μάλλον της αξιωματικής.
Έχοντας η ίδια βιώσει για τα καλά τις συριζαϊκές -και όχι μόνο- πρακτικές του
παρελθόντος, θα ανέμενε κανείς μια διαφορετική
αντιμετώπιση. Φευ! Παρόλο που ο νέος αρχηγός της, όταν διεκδικούσε την ηγεσία
του κόμματός τους δήλωνε υπεύθυνα προς πάσα κατεύθυνση πως «δεν βιάζεται να κυβερνήσει», σύντομα χτυπήθηκε
από την νόσο των επίδοξων κυβερνητικών αρχηγών, την “πρωθυπουργίτιδα”. Εκείνη
που διέκρινε ΟΛΟΥΣ τους αρχηγούς της αξιωματικής αντιπολίτευσης της τελευταίας
δεκαετίας, οι οποίοι δίχως ένα ρεαλιστικό
κυβερνητικό πρόγραμμα διεκδικούσαν και εν τέλει πετύχαιναν την εκλογική ανατροπή των αντιπάλων τους, με
συνέπεια όμως την παραμονή της χώρας σε διαρκή εκλογικό κύκλο-εκλογολογία, πόσω μάλλον στον φαύλο κύκλο των
μνημονίων, εν αντιθέσει με άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Κατά τον ίδιο τρόπο, και ο
σημερινός αρχηγός της μείζονος αντιπολίτευσης έχοντας υιοθετήσει ως κεντρικό
του πολιτικό σύνθημα το «φύγετε» και δίχως να έχει σχεδιάσει ένα σοβαρό κυβερνητικό πρόγραμμα ποτίζει με
τη σειρά του το δένδρο της πολιτικής αστάθειας
και της οικονομικής ανασφάλειας. Και
είναι κρίμα για έναν πολιτικό που αντιπροσωπεύει και επικαλείται με τη σειρά
του -θεωρητικά δικαίως- το νέο, να
επιδίδεται σε παλαιού τύπου
καιροσκοπικές πρακτικές.
Συμπερασματικά, στην αντιδικία των τελευταίων ημερών απ’
όλους τους εμπλεκόμενους φορείς -πολιτικούς και πολίτες- απαιτείται η πρόταξη
της σύνεσης και της υπευθυνότητας. Για τους μεν κυβερνώντες
σύνεση και υπευθυνότητα στο έργο τους, στον τρόπο διακυβέρνησης, στην πάταξη και όχι στην επιμονή σε
παθογένειες του παρελθόντος. Για τους δε αντιπολιτευόμενους σύνεση και
υπευθυνότητα σε αυτόν καθεαυτόν τον τρόπο αντιπολίτευσης, στην πρόταξη εναλλακτικών λύσεων και όχι στείρων
συνθημάτων. Για τους διαδηλωτές της Τετάρτης τέλος, από το «παραιτηθείτε» σίγουρα θα άρμοζε
περισσότερο το «συνεργαστείτε».
1 Δεσποτόπουλος Κ. (2005), Μηνύματα πολιτικής. Επισημάνσεις και
παραινέσεις, εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 133.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Υπ. Διδάκτορας
Πανεπιστημίου Αθηνών,
Συγγραφέας του
βιβλίου «Πρωθυπουργοκεντρισμός : Η
δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της Κυβέρνησης στο πολιτικό μας σύστημα» (εκδ.
Μπατσιούλας, 2014).