Από 58% (2007) σε 86% το 2014 αυξήθηκε το ποσοστό των Ελλήνων που ανακυκλώνει τουλάχιστον μία φορά τον μήνα, σύμφωνα με νέα έρευνα της Public Issue για την
ανακύκλωση, στο πλαίσιο του προγράμματος του WWF Ελλάς, Καλύτερη Ζωή, αποκλειστικός δωρητής του οποίου είναι το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (www.SNF.org).
Οι πολίτες φαίνεται πως βελτιώνονται στο κομβικό αυτό ζήτημα αλλά απομένει ακόμη μακρύς δρόμος, καθώς το ποσοστό των συμπολιτών μας που ανακυκλώνει σχεδόν σε καθημερινή βάση δεν ξεπερνά το 58%.
Ιδιαίτερα αρνητική εντύπωση προκαλεί μάλιστα η ύπαρξη ενός διόλου ευκαταφρόνητου ποσοστού πολιτών (13%) που δεν ανακύκλωσε ούτε μια φορά το μήνα ή ακόμα χειρότερα δεν γνωρίζει τι είναι η ανακύκλωση. Τέλος, το 1% των πολιτών δήλωσε πως δεν υπάρχει κάδος ανακύκλωσης στην περιοχή τους.
Αναφορικά με τα είδη που ανακυκλώνουν συχνότερα οι Έλληνες, είναι κυρίως χαρτιά (90%) και πλαστικές συσκευασίες (64%). Πολύ μικρότερο είναι το ποσοστό για μέταλλα (49%), γυαλιά (49%) και μπαταρίες (44%), ενώ ακόμα μικρότερο είναι το ποσοστό όσων τον τελευταίο μήνα ανακύκλωσαν ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές (μόλις το 13%).
Η πλειονότητα των πολιτών που δεν ανακύκλωσαν τον τελευταίο μήνα, δήλωσε ότι αυτό συνέβη διότι «δεν έτυχε να πετάξουν κάτι» (53%), όμως υπάρχει και μία άλλη μερίδα ανθρώπων που δήλωσαν ότι δεν ανακύκλωσαν επειδή θεωρούν ότι «δεν αξίζει τον κόπο» (11%).
«Οι λανθασμένοι πολιτικοί χειρισμοί στη διαχείριση των αστικών απορριμμάτων είναι αδιαμφισβήτητα ένας από τους κύριους παράγοντες που η ανακύκλωση στην Ελλάδα δεν έχει αποδώσει. Οφείλουμε όμως κι εμείς οι πολίτες να συνειδητοποιήσουμε ότι η μείωση του όγκου των απορριμμάτων και η αύξηση των ποσοστών ανακύκλωσης δεν είναι κάτι που μας επιβάλλεται, αλλά μια προσπάθεια που οφείλουμε να δώσουμε ώστε να κερδίσει η εθνική οικονομία, το περιβάλλον, η δημόσια υγεία, αλλά και εμείς οι ίδιοι», σχολιάζει ο Αχιλλέας Πληθάρας, υπεύθυνος του προγράμματος Καλύτερη Ζωή του WWF Ελλάς.
Τα λόγια του κ. Πληθάρα αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς ότι η παραγωγή οικιακών απορριμμάτων στην Ελλάδα αυξάνεται. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2010 κάθε Έλληνας προκάλεσε κατά μέσο όρο 457 κιλά οικιακών αποβλήτων, από 416 κιλά το 2001.
Τους επόμενους μήνες, η «Καλύτερη Ζωή» θα υλοποιήσει μια σειρά από δράσεις σχετικές με τη μείωση των απορριμμάτων και την επαναχρησιμοποίηση και ανταλλαγή αντικειμένων. Οι δράσεις θα κορυφωθούν το διάστημα 24-28 Σεπτεμβρίου, οπότε και θα διοργανωθεί το φεστιβάλ «Δες το αλλιώς!» για την επαναχρησιμοποίηση και ανταλλαγή των υλικών αγαθών.
Στο φεστιβάλ θα πραγματοποιηθούν βιωματικά εργαστήρια και παιχνίδια για μικρούς και μεγάλους, με σκοπό την ευαισθητοποίηση των πολιτών για ένα θέμα που μπορεί να επηρεάσει θετικά την καθημερινότητα όλων μας.
Αξίζει να αναφερθεί ότι:
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει ως στόχο την ανακύκλωση του 50% των οικιακών κι άλλων παρόμοιων αποβλήτων έως το 2020. Ο στόχος για την Ελλάδα είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί, καθώς σήμερα ανακυκλώνεται μόλις το 20% των οικιακών απορριμμάτων.
Η Ελλάδα κατέχει μια από τις χειρότερες θέσεις στην Ευρώπη αναφορικά με την ποσότητα των οικιακών απορριμμάτων που καταλήγουν σε χώρους υγειονομικής ταφής απορριμμάτων (ΧΥΤΑ). Το 81% των οικιακών αποβλήτων της χώρας καταλήγει σε χωματερές, όταν το αντίστοιχο ποσοστό σε χώρες όπως η Σουηδία, η Γερμανία και το Βέλγιο είναι σχεδόν μηδενικό.
Το ποσοστό ανακύκλωσης των αστικών απορριμμάτων στην Ελλάδα είναι σχεδόν 20%. Σε αντιδιαστολή, στην Αυστρία το ποσοστό ανακύκλωσης ξεπερνά το 60%, ενώ κοντά στο 40% είναι το ποσοστό ανακύκλωσης των αστικών στερεών αποβλήτων σε Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία και Γαλλία.
Σύμφωνα με στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, το οργανικό κλάσμα των αστικών στερεών αποβλήτων στην Ελλάδα είναι περίπου 50-60%. Όμως μόλις το 1% αυτού κομποστοποιείται και το υπόλοιπο καταλήγει στις χωματερές.
Η «Καλύτερη Ζωή» δημοσίευσε τον Δεκέμβριο του 2013, άλλη μια έρευνα κοινής γνώμης που υλοποιήθηκε από την Public Issue. Σε αυτή, μεταξύ άλλων υπήρχε ερώτηση σχετικά με το ποσοστό των Ελλήνων που διαθέτουν κάδο κομποστοποίησης. Μόλις το 9% απάντησε θετικά, ποσοστό ιδιαίτερα χαμηλό.