- Η δημοσιονομική λιτότητα δεν έχει μόνο προκαλέσει οικονομική καταστροφή σε κλίμακα αντίστοιχη ενός πολέμου αλλά έχει ταυτόχρονα αποτύχει στους ίδιους τους δεδηλωμένους στόχους της: την σταθεροποίηση του δημόσιου χρέους και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των διεθνών αγορών στην ελληνική οικονομία.
- Η υπέρβαση της ευρωπαϊκής κρίσης και η διάσωση του κοινού νομίσματος προϋποθέτει ισότιμη συνεργασία, δημοκρατία και κατ’ αρχάς πολιτική και ιδεολογική ήττα της εμμονής στο δόγμα της λιτότητας.
- Ειδικότερα στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου που αντιμετωπίζουν κοινές και μεγάλες δυσκολίες, ο ειλικρινής διάλογος των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων και η πλατύτερη δυνατή συμμαχία των λαών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για το άνοιγμα και τη διεύρυνση ρηγμάτων στις πολιτικές λιτότητας, την ανάσχεση της ύφεσης, και την προώθηση των μεταρρυθμίσεων που θα θεμελιώνουν τη δημοκρατία και την ισότιμη συνεργασία στην Ευρώπη.
************
Τον μήνα αυτό συμπληρώνονται στην Ελλάδα τρία χρόνια συνεχούς εφαρμογής μέτρων αυστηρής δημοσιονομικής λιτότητας. Στα τρία αυτά χρόνια, το εθνικό εισόδημα της χώρας μειώθηκε κατά 20%, μείωση χωρίς προυγούμενο στην οικονομική ιστορία της νεώτερης Ελλάδας με εξαίρεση τον δευτέρο παγκόσμιο πόλεμο, ενώ και οι πιό αισιόδοξες εκτιμήσεις προβλέπουν τη συνέχιση της βαθιάς ύφεσης για αρκετό καιρό ακόμα. Η ανεργία έχει ξεπεράσει το 27% του εργατικού δυναμικού. Δύο στους τρείς νέους αναζητούν εργασία χωρίς επιτυχία και δύο στους τρείς ανέργους είναι μακροχρόνια άνεργοι. Τα σημάδια που αφήνει η μεγάλη ελληνική ύφεση πάνω στο κοινωνικό σώμα δεν θα επουλωθούν εύκολα. Ακόμα κι αν η κρίση τελείωνε σήμερα ως εκ θαύματος, η ελληνική οικονομία θα χρειαστεί καιρό για να αναπληρώσει τις απώλειες που η ύφεση έχει ήδη προκαλέσει στον παραγωγικό ιστό της χώρας, στο επίπεδο και την ποιότητα των δημόσιων αγαθών της παιδείας, της υγείας και της πρόνοιας, και, κυρίως, στο πιο σημαντικό περιουσιακό στοιχείο της χώρας: τις γνώσεις και το ταλέντο της νέας γενιάς που μεταναστεύει.
Η δημοσιονομική λιτότητα δεν έχει μόνο προκαλέσει οικονομική καταστροφή σε κλίμακα αντίστοιχη ενός πολέμου αλλά έχει ταυτόχρονα αποτύχει στους ίδιους τους δεδηλωμένους στόχους της: την σταθεροποίηση του δημόσιου χρέους και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των διεθνών αγορών στην ελληνική οικονομία. Το χρέος ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προιόντος αυξήθηκε τα τελευταία τρία χρόνια απο το 130% στο 175% και παραμένει μη βιώσιμο, ενώ το κόστος του βραχυχρόνιου δημοσίου δανεισμού, αλλά και του δανεισμού των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, είναι πολλαπλάσιο αυτού των χωρών του Ευρωπαικού βορρά. Η πλήρης αποτυχία των ακολουθούμενων πολιτικών λιτότητας, ακόμα και ως προς τους δεδηλωμένους στόχους της, δεν εκπλήσσει όσους έχουν γνώση της ιστορικής εμπειρίας. Οπως έχει δείξει η μεγάλη ύφεση των χρόνων του μεσοπολέμου, η επιθετική περιοριστική μακροοικονομική πολιτική σε ένα διεθνές περιβάλλον οικονομικής επιβράδυνσης είναι ένα καταστροφικό δόγμα: ενεργοποιεί το σπιράλ ύφεσης, επιδεινώνει το πρόβλημα του δημόσιου χρέους, και δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους αποσταθεροποίησης του κοινού νομίσματος, της δημοκρατίας, της Ευρώπης.
Παρά τις ιδιομορφίες της, η ελληνική εμπειρία αποτελεί παράδειγμα ενός ευρύτερου προβλήματος: της προσπάθειας που καταβάλει μια δογματική πολιτική και οικονομική ελίτ ώστε να ξεπεράστουν ενδογενείς θεσμικές και οικονομικές ανισορροπίες της ευρωπαικής νομισματικής ένωσης με τη μονομερή συμπίεση των αμοιβών και του επιπέδου διαβίωσης των χωρών του ευρωπαικού νότου. Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία και Ιταλία γνωρίζουν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, αντίστοιχες πολιτικές λιτότητας με αυτές της Ελλάδας, με ανάλογα καταστροφικά αποτελέσματα, όπως μπορούν να βεβαιώσουν τα έξι εκατομύρια των Ισπανών ανέργων αλλά και οι 350.000 ισπανικές οικογένειες που έχουν χάσει τα σπίτια τους. Καμία όμως επιτυχής νομισματική ένωση στη σύγχρονη οικονομική ιστορία δεν έχει επιχειρήσει, και δε μπορεί, να διορθώσει ενδογενείς μακροοικονομικές ανισορροπίες μέσω της επιβολής μίας ασύμμετρης και καταστροφικής λιτότητας σε βάρος των ελλειματικών χωρών-μελών της. Η υπέρβαση της ευρωπαϊκής κρίσης και η διάσωση του κοινού νομίσματος προϋποθέτει ισότιμη συνεργασία, δημοκρατία και κατ’ αρχάς πολιτική και ιδεολογική ήττα της εμμονής στο δόγμα της λιτότητας.
Η θεωρητική και ιδεολογική νομιμοποίηση των πολιτικών λιτότητας τα τελευταία τρία χρόνια εδράζεται σε σαθρές βάσεις χωρίς σοβαρή επιστημονική θεμελίωση ή εμπειρική τεκμηρίωση. Η πρόσφατη παραδοχή απο τον επικεφαλής οικονομολόγο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου πως οι οικονομικές συνέπειες της λιτότητας υποτιμήθηκαν σημαντικά απο το διεθνή αυτό οργανισμό, καθώς και η αποκάλυψη πως βασικές μελέτες στο οπλοστάσιο των υποστηρικτών της λιτότητας ήταν λανθασμένες, αναμφισβήτητα κλονίζουν την αξιοπιστία του δόγματος1. Αλλά η λιτότητα είναι μια θεμελιώδης πολιτική επιλογή και η ανατροπή της προυποθέτει την ήττα της στο πεδίο της πολιτικής.
Στρατηγικός στόχος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς, της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην Ελλάδα, είναι να συμβάλει στην ανάπτυξη ενός ειλικρινούς και ουσιαστικού διαλόγου με όλες τις αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης ώστε να διαμορφώσει απο κοινού μια αποτελεσματική γραμμή αντίστασης στη νεοφιλελεύθερη ελίτ και μία θετική πρόταση διεξόδου γύρω απο την οποία θα είναι δυνατή η ευρύτερη δυνατή συσπείρωση των λαικών δυνάμεων. Ειδικότερα στις χώρες του Ευρωπαικού νότου που αντιμετωπίζουν κοινές και μεγάλες δυσκολίες, ο ειλικρινής διάλογος των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων και η πλατύτερη δυνατή συμμαχία των λαών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για το άνοιγμα και τη διεύρυνση ρηγμάτων στις πολιτικές λιτότητας, την ανάσχεση της ύφεσης, και την προώθηση των μεταρρυθμίσεων που θα θεμελιώνουν τη δημοκρατία και την ισότιμη συνεργασία στην Ευρώπη.
1 Δες το άρθρο του νομπελίστα οικονομολόγου PaulKrugman στο τεύχος Ιουνίου 2013 του New York Review of Books καθώς και το ενδιαφέρον βιβλίο του Mark Blyth “Austerity: the History of a Dangerous Idea”, Oxford University Press, 2013.