Γιατί τελικά φθάσαμε στο Υπερταμείο!
Του Δημήτρη Μάρδα
Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Β’
Θεσσαλονίκης
Η Ελληνική Εταιρία Συμμετοχών και
Περιουσίας, το γνωστό Υπερταμείο, συστάθηκε τον Φεβρουάριο 2017 με στόχο την
αξιοποίηση της περιουσίας του Δημοσίου.
Ο χρόνος της ζωής του είναι 99 χρόνια ενώ η σύσταση του είχε προβλεφθεί
με το Μνημόνιο του 2015. Το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του
Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ), η Εταιρία Ακινήτων του Δημοσίου (ΕΤΑΔ) και το Ταμείο
Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) είναι οι θυγατρικές εταιρίες του Υπερταμείου.
Ασκείται συχνά σφοδρή κριτική εκ
μέρους της αντιπολίτευσης, αναφορικά με τη δημιουργία του εν λόγω Ταμείου και
ιδίως για το χρόνο της λειτουργίας του.
Το ερώτημα που εύλογα τίθεται
είναι το ακόλουθο: Γιατί φθάσαμε στο σημείο αυτό ή πιο συγκεκριμένα, ποιες είναι
οι αιτίες που μας οδήγησαν στη εγκαθίδρυση του Υπερταμείου; Πιάνοντας το νήμα
από την αρχή και προσπαθώντας να δώσουμε κάποιες απαντήσεις, σημειώνονται τα
εξής:
Η Διεύθυνση του Μητρώου της
Κτηματικής Εταιρίας του Δημοσίου (ΚΕΔ), με τη βοήθεια νέων τεχνολογιών
(δορυφορικών συστημάτων κ.λπ) κατέγραψε με συστηματικό τρόπο την περιουσία του
Δημοσίου στις αρχές της δεκαετίας του 2010.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της
μελέτης της, καταγράφηκαν 71.000 ακίνητα του ελληνικού Δημοσίου αξίας, εκείνη
την εποχή, 272 δις ευρώ. Να σημειώσουμε ότι το χρέος του Δημοσίου το 2010
ανερχόταν σε 330,7 δις ευρώ αντιπροσωπεύοντας το 146% του ΑΕΠ της χώρας. Βέβαια,
αξίζει να τονιστεί ότι από το ανωτέρω σύνολο μόνο ένα ποσοστό 40% ήταν καθαρό,
με την έννοια έτοιμο προς αξιοποίηση-εκμετάλλευση.
Στα 272 δις ευρώ (εξαιρείται από
το ποσό αυτό η αξία της γης) πρέπει να προστεθεί και η αξία των 50-60 δις ευρώ των
ακινήτων του Υπουργείου Υγείας (2.490 ακίνητα), όπως και του Υπουργείου Εργασίας-Πρόνοιας.
Αυτά, μαζί με την αχαρτογράφητη περιουσία των Δήμων και του ΟΣΕ, ξεπερνούσαν τα
350-400 δις ευρώ κατά τους οικονομολόγους της Νέας Δημοκρατίας (Ν.Δ.).
Η Ν.Δ. υποστήριζε τότε ότι
μπορούσε να πωλήσει περιουσία 50 δις ευρώ μεσοπρόθεσμα, (Βλ. «Ζάππειο», 7
Ιουλίου 2010), θέση που έδειχνε την έξοδο από την κρίση.
Από την πλευρά του το ΠΑΣΟΚ,
κινούμενο στα ίδια ίχνη, πρότεινε παρόμοιες διεξόδους. Αναλυτικότερα, στο
Μεσοπρόθεσμο του 2012-15 (Ιούνιος 2011) σημειωνόταν ότι «Η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί
να πραγματοποιήσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων ύψους 50 δις ευρώ
κατά την περίοδο 2011-2015….» (σελ. 36).
Τι έγινε από όλα τα
προαναφερθέντα; Παλινωδίες, μεταθέσεις δράσεων –ως συνήθης τακτική– αθέτηση
στόχων, απροθυμία, φόβος απώλειας πολιτικής πελατείας λόγω ιδιωτικοποιήσεων
κ.λπ οδήγησαν σε δυο εξελίξεις. Από την μια πλευρά η περιουσία απαξιώθηκε μέσα
στο χρόνο λόγω απραξίας, ενώ από την άλλη το προϊόν των όποιων μεγαλεπίβολων
διακηρύξεων για αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας παρέμεινε θεόπτωχο.
Έτσι, όλα τα παραπάνω
δημιούργησαν ένα κλίμα αναξιοπιστίας και καχυποψίας στα μάτια των Θεσμών, ενώ
δεν ήταν λίγοι οι ψίθυροι που σύνδεαν την (ίσως εσκεμμένη) απαξίωση της
δημόσιας περιουσίας διαχρονικά με διάφορα οικονομικά οφέλη κατευθυνόμενα σε
άγνωστους πρωταγωνιστές («μεσίτες» των προς ιδιωτικοποίηση εταιριών του
Δημοσίου κ.λπ). Την απαξίωση αυτήν την είδαμε στην πώληση του 33% του ΟΠΑΠ,
στην περίπτωση πώλησης του «Ελληνικό» κ.ά.
Το 2015 ο κύβος είχε ριφθεί. Μετά
τον εμπαιγμό τεσσάρων ετών οι Θεσμοί απαίτησαν μια πιο σφικτή διαδικασία παρακολούθησης
του κυβερνητικού έργου στο πλαίσιο της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας. Το
Υπερταμείο κλήθηκε να καλύψει τη συγκεκριμένη επιλογή.
Και ερωτάται κάθε εχέφρων
άνθρωπος. Αν οι προηγούμενες κυβερνήσεις εφάρμοζαν τα όσα οι ίδιες υποστήριζαν και
λεκτικά προωθούσαν σ’ ό,τι αφορά στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, θα
υπήρχε λόγος ύπαρξης του Υπερταμείου; Λογικά όχι. Το Υπερταμείο λοιπόν,
φαίνεται είναι το αποτέλεσμα της κυβερνητικής ασυνέπειας των πρώτων ετών
της κρίσης στο θέμα της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας. Δε θα είχε
συσταθεί αν εφαρμοζόταν το μεγαλύτερο μέρος του μεσοπρόθεμου 2012-15 και των
διακηρύξεων του «Ζαππείου» του 2010.
Από την άλλη βέβαια, η έγκαιρη
αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας θα
οδηγούσε στην εισροή περισσοτέρων χρημάτων στα ταμεία του κράτους, σε
περιόδους λοιπόν όπου η απαξίωση των δημόσιας περιουσίας δεν είχε πάρει τη
μορφή χιονοστιβάδας.