Σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, η μόλυνση του πρωκτού
από τον ιό που προκαλεί τα κονδυλώματα των γεννητικών οργάνων είναι συχνή και
στους ετεροφυλόφιλους άνδρες. Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι εκδηλώσεις του ιού
στον πρωκτό ανιχνεύονται αρκετές φορές και σε εκείνους που δεν έχουν ιστορικό
πρωκτικού σεξ, και έχουν ανακαλύψει τους τρόπους με τους οποίους συμβαίνει αυτό.
«Τα πρωκτικά κονδυλώματα (οξυτενή) προκαλούνται από τον
ιό ανθρώπινου θηλώματος (HPV). Ο ιός αυτός έχει περισσότερα από 100 στελέχη,
μερικά από τα οποία προκαλούν κονδυλώματα των γεννητικών οργάνων ή του πρωκτού.
Η εξάπλωσή του γίνεται κυρίως με την άμεση σεξουαλική επαφή και ως εκ τούτου
θεωρείται ως σεξουαλικά μεταδιδόμενη νόσος, που σήμερα η συγκεκριμένη θεωρείται
η πιο συχνή. Στους περισσότερους ανθρώπους θεραπεύεται με την κατάλληλη αγωγή
αρκετά γρήγορα, υπάρχουν όμως περιπτώσεις που η λοίμωξη επιμένει. Παρότι ο HPV
είναι περισσότερο γνωστός ως η κύρια αιτία του καρκίνου του τραχήλου της
μήτρας, μπορεί να προκαλέσει κι άλλες κακοήθειες, συμπεριλαμβανομένου του
καρκίνου του πρωκτού. Αυτή η εξέλιξη είναι πιθανή από συγκεκριμένα στελέχη του HPV, όπως τα 16
και 18. Βέβαια ο συγκεκριμένος καρκίνος είναι αρκετά σπάνιος, αλλά ο αριθμός των
περιστατικών αυξάνεται συνεχώς», επισημαίνει ο γενικός χειρουργός Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος -
Διευθυντής της χειρουργικής κλινικής του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών - Ιατρικού
Περιστερίου και Πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Ορθοπρωκτικής Χειρουργικής
(www.axiarchos.gr).
Τα πρωκτικά κονδυλώματα επηρεάζουν την περιοχή γύρω και
μέσα στον πρωκτό. Εμφανίζονται πρώτα ως πολύ μικρές θηλωματώδεις βλάβες της
περιπρωκτικής περιοχής που το μέγεθός τους κυμαίνεται από κεφαλή καρφίτσας έως
και 12εκ. (γιγαντιαία οξυτενή κονδυλώματα - όγκοι Buschke- Lowenstein). Πολλοί
ασθενείς μπορεί να μην γνωρίζουν την ύπαρξή τους, δεδομένου ότι είναι συνήθως
ανώδυνα. Το κύριο σύμπτωμα είναι η ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων μαλακών ογκιδίων στο
χρώμα της σάρκας ή ανοιχτού καφέ χρώματος κοντά ή στον πρωκτό που μπορεί να
προκαλούν κνησμό, αίσθηση καύσου, αιμορραγία, βλέννη, και δυσφορία ιδιαίτερα όταν
τα κονδυλώματα είναι εκτεταμένα. Εάν μείνουν αθεράπευτα αναπτύσσονται και
πολλαπλασιάζονται, καλύπτοντας ολόκληρη την πρωκτική περιοχή. Άτομα με αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα και οι
ανοσοκατασταλμένοι ασθενείς, όπως όσοι υποβάλλονται σε μεταμόσχευση, διατρέχουν
μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν κονδυλώματα, δεδομένου ότι ο ιός μπορεί να
κρύβεται (οπότε και να μεταδίδεται) χωρίς να προκαλεί συμπτώματα και ο φορέας
να τα εκδηλώσει όταν ο οργανισμός του δεν είναι αρκετά δυνατός.
Όπως μας εξηγεί ο Δρ. Ξιάρχος, ενώ στις περισσότερες
περιπτώσεις τα πρωκτικά κονδυλώματα προκύπτουν από την παθητική πρωκτική επαφή,
για την μετάδοση του ιού δεν απαιτείται οπωσδήποτε σεξουαλική επαφή χωρίς
προφύλαξη, αλλά αυτή μπορεί να γίνει με οποιαδήποτε άμεση επαφή με την πρωκτική
περιοχή, όπως για παράδειγμα με τα δάκτυλα ή με υγρά από σύντροφο που είναι
φορέας του ιού. Τα περιπρωκτικά κονδυλώματα μπορούν να αναπτυχθούν από την
εναλλαγή επαφής μεταξύ γεννητικών οργάνων και πρωκτού χωρίς διείσδυση, κατά τη
διάρκεια της ερωτοτροπίας, ενώ στη μόλυνση του ορθού από τον HPV μέσω των
δακτύλων ο κίνδυνος είναι πιθανότερος όταν τα κονδυλώματα βρίσκονται στον
πρωκτό ή πολύ κοντά σ’ αυτόν. Η μικρή απόσταση από ένα ογκίδιο μπορεί να επιτρέψει την έκθεση του ορθού σε
μολυσμένα δερματικά κύτταρα με τη δακτυλική εισαγωγή ή μέσω δραστηριοτήτων που
σχετίζονται με την υγιεινή (σκούπισμα ή καθαρισμός). Με αυτά τα δεδομένα
γίνεται κατανοητός ο τρόπος εμφάνισης των πρωκτικών κονδυλωμάτων σε άνδρες που
έχουν σεξουαλικές επαφές μόνο με γυναίκες.
Η διάγνωση των πρωκτικών κονδυλωμάτων γίνεται με κλινική
εξέταση του δέρματος και την διενέργεια εξέτασης του πρωκτικού σωλήνα
(πρωκτοσκόπηση) για να διαπιστωθεί εάν υπάρχουν ενδοπρωκτικά κονδυλώματα. Βιοψία
είναι καλό να λαμβάνεται για την ανίχνευση του στελέχους, δεδομένου ότι οι HPV
16 και o HPV 18 υπολογίζεται ότι είναι υπεύθυνοι για το 75-80% των καρκίνων του
πρωκτού.
Για τα μικρά κονδυλώματα που είναι λίγα σε αριθμό και
εντοπίζονται μόνο στο δέρμα γύρω από τον πρωκτό, η τοπική εφαρμογή φαρμάκων
μπορεί να είναι αποτελεσματική στη θεραπεία τους. Το ίδιο αποτελεσματική είναι
και η χρήση υγρού αζώτου τοπικά (κρυοθεραπεία) και η διαθερμοπηξία, η οποία
καταστρέφει θερμικά τα κονδυλώματα με τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας. Όταν τα κονδυλώματα είναι μεγαλύτερα, πιο εκτεταμένα ή βρίσκονται μέσα στον
πρωκτό, απαιτείται χειρουργική θεραπεία. Σε μεγάλες βλάβες ο χειρουργός μπορεί
να εκτελέσει τη χειρουργική επέμβαση σταδιακά.
Σήμερα, όμως, υπάρχουν μέθοδοι
που δύνανται να απαλλάξουν τον ασθενή απ’ αυτή την ταλαιπωρία. Με το Laser διοξειδίου του άνθρακα αλλά και τη ραδιοκυτταροπλασματική χειρουργική
εξαλείφονται όλα τα υπάρχοντα κονδυλώματα ανώδυνα, αναίμακτα, αποτελεσματικά
και χωρίς παρενέργειες.
Ωστόσο, παρά την επιτυχή αφαίρεσή τους τα κονδυλώματα
μπορεί να επανεμφανιστούν. Αυτό συμβαίνει επειδή ο ιός HPV παραμένει ανενεργός για
ένα χρονικό διάστημα στους ιστούς της πληγείσας περιοχής, οπότε ο ασθενής θα
πρέπει να επαναλάβει έναν κύκλο θεραπείας. Γι’ αυτό επιβάλλεται ο επανέλεγχος
σε τακτά χρονικά διαστήματα, προκειμένου να υπάρξει η βεβαιότητα της απόλυτης
θεραπείας.
«Παρότι και οι ετεροφυλόφιλοι άνδρες μπορεί να εμφανίσουν
κονδυλώματα στην περιοχή του πρωκτού, οι ομοφυλόφιλοι άνδρες εμφανίζουν τα
υψηλότερα ποσοστά και αντιμετωπίζουν και μεγαλύτερο κίνδυνο για εμφάνιση
καρκίνου. Έρευνα έδειξε ότι περίπου το
50% των ανδρών που είναι ομοφυλόφιλοι και έχουν πρωκτικό καρκίνωμα πλακωδών
κυττάρων, τη συχνότερη κακοήθεια του πρωκτικού σωλήνα, έχουν ιστορικό οξυτενών
κονδυλωμάτων. Ωστόσο, μόνο το 20% των γυναικών με αυτή τη μορφή καρκίνου και των
ανδρών που δεν είναι ομοφυλόφιλοι έχουν τέτοιο ιστορικό. Επίσης, οι
ομοφυλόφιλοι άνδρες με HPV είναι πιθανότερο να μολυνθούν από τον ιό HIV, σύμφωνα με άλλη μελέτη, ενδεχομένως λόγω μεγαλύτερης
συγκέντρωσης ευαίσθητων ανοσοκυττάρων στην πληγείσα περιοχή και των μικρών
δερματικών αλλοιώσεις που επιτρέπουν την ευκολότερη πρόσβαση στον ιό»,
σημειώνει ο Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος και καταλήγει: «Η πρόληψη λοιπόν είναι
απαραίτητη και έγκειται στην αποφυγή της σεξουαλικής επαφής με άτομα που έχουν
πρωκτικά (ή γεννητικά) κονδυλώματα, στον περιορισμό της σεξουαλικής επαφής σε
έναν μόνο σύντροφο και στον έλεγχό του για σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα
ακόμα και όταν δεν εμφανίζει συμπτώματα, και στη χρήση προφυλακτικού, το οποίο
μειώνει μεν αλλά δεν εξαλείφει τον κίνδυνο».