Από τους
σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για την υγεία του μυοσκελετικού συστήματος
αποδεικνύεται η χρήση προϊόντων καπνού,
δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια
ολοένα και πληθαίνουν τα στοιχεία σχετικά με τις επιβλαβείς επιπτώσεις τους. Πέραν δηλαδή των
γνωστών, γενικών καρδιοπνευμονικών επιπλοκών που έχουν να αντιμετωπίσουν οι
καπνιστές σε περίπτωση που χρειαστεί να χειρουργηθούν, αντιμετωπίζουν και
ειδικές δυσκολίες επούλωσης των τραυμάτων τους είτε υποβληθούν σε χειρουργική
επέμβαση είτε όχι.
«Όπως ο διαβήτης και η παχυσαρκία έτσι και το κάπνισμα
έχει τεκμηριωθεί, από πολυάριθμες μελέτες, ότι αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα
γρήγορης ίασης. Οι καπνιστές, μεταξύ
άλλων, αναρρώνουν αργότερα από τους μη καπνιστές, έχουν αυξημένες πιθανότητες
καταγμάτων, πονούν περισσότερο, έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο επιπλοκών που αφορούν
το ίδιο το τραύμα σε ενδεχόμενη χειρουργική επέμβαση, έχουν συχνότερη ανάγκη
εισαγωγής σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Στους δε καπνιστές - διαβητικούς
ή/και παχύσαρκους ασθενείς ο κίνδυνος υπερπολλαπλασιάζεται», επισημαίνει ο
ορθοπαιδικός χειρουργός άνω άκρου Δρ. Παναγιώτης
Γιαννακόπουλος.
Για τους λόγους αυτούς οι επιστημονικές
ορθοπαιδικές εταιρείες διεθνώς έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους με τις κατεξοχήν
πολέμιες του καπνίσματος οργανώσεις και εταιρείες άλλων ιατρικών ειδικοτήτων, με
σκοπό την προώθηση της παύσης ή αποφυγής χρήσης όλων των προϊόντων καπνού.
Ειδικότερα, οι συστηματικοί καπνιστές
αλλά και όσοι εκτίθενται σε παθητικό κάπνισμα έχουν αυξημένη απώλεια οστικής
μάζας και επομένως χαμηλότερη οστική πυκνότητα συγκριτικά με τους μη ή πρώην
καπνιστές. Η οστεοπόρωση, στην οποία οδηγεί η χαμηλή οστική πυκνότητα, αυξάνει
των κίνδυνο καταγμάτων, τα οποία καθυστερούν να πωρωθούν, ιδιαίτερα όσα
προκύπτουν στο βραχιόνιο, στο μηριαίο οστό και στην κνήμη. Δηλαδή, οι
τραυματίες καπνιστές έχουν περισσότερες πιθανότητες αργής ανασύστασης οστών, τα τραύματά τους καθυστερούν να επουλωθούν όπως και η θεραπεία
για όσα δεν πωρώνονται, λόγω της κακής οξυγόνωσης των τραυματισμένων ιστών.
Ευρήματα μελετών έχουν δείξει ότι οι καπνιστές έχουν 3
έως 4 φορές μεγαλύτερη αδυναμία ή καθυστέρηση ανάπλασης των οστών
μετά από την οστική ένωση, λόγω
καθυστερημένης επαναγγείωσης του μοσχεύματος και προδιάθεσης για νέκρωσή του.
Άλλες αποκάλυψαν ότι υπάρχει 50% καθυστέρηση στην επούλωση ανοικτών ή κλειστών
καταγμάτων της κνήμης ανθρώπων που κάπνιζαν.
«Πειραματικές μελέτες
έχουν αποδείξει ότι η διαδικασία πώρωσης ενός οστού διαφέρει στους
καπνιστές με πρακτικό αποτέλεσμα τη μείωση της μηχανικής αντοχής κατά τη
διάρκεια των πρώτων μηνών, που τελικά μπορεί να οδηγήσει σε επανακάταγμα», τονίζει
ο Δρ. Γιαννακόπουλος.
Οι αρνητικές επιπτώσεις όμως δεν σταματούν στα οστά,
διότι μελέτες έχουν δείξει ότι η νικοτίνη ευθύνεται για την καθυστερημένη ένωση τένοντα-οστού.
Επίσης, ότι οι άνθρωποι που καπνίζουν έχουν χειρότερο λειτουργικό αποτέλεσμα
μετά την αρχική ανακατασκευή του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου. Μετά την επέμβαση
οι καπνιστές πονούν περισσότερο και συχνότερα, κινούνται λιγότερο, έχουν
αστάθεια, ενώ παρουσιάζουν και αυξημένη συχνότητα κλειδώματος της άρθρωσης του γόνατος. Έχουν δε αυξημένη
συχνότητα ρήξης του στροφικού τενόντιου πέταλου και δυσλειτουργία των ώμων,
καθυστερημένη επούλωση και λιγότερο ικανοποιητικά αποτελέσματα από την
αποκατάστασή του.
Το συστηματικό κάπνισμα έχει επίσης αρνητικές επιπτώσεις
στον αυχένα και τη μέση, δεδομένου ότι έχει διαπιστωθεί ότι προκαλεί χρόνιο
μυοσκελετικό πόνο στα σημεία αυτά, ενώ ευθύνεται και για εμφάνιση φλεγμονωδών
και αυτοάνοσων ασθενειών.
Όσον αφορά στα περιεγχειρητικά και μετεγχειρητικά
προβλήματα το κάπνισμα μπορεί να ευθύνεται για τη δυσκολία ανάνηψης του
ασθενούς, για αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα έως και ένα μήνα μετά την
επέμβαση εξαιτίας αναπνευστικών προβλημάτων, εμφράγματος του μυοκαρδίου,
καρδιακής ανακοπής, εγκεφαλικού επεισοδίου και λοίμωξης.
Ειδικά μετά από επεμβάσεις ολικής αντικατάστασης ισχίου
και γόνατος, οι ασθενείς έχουν μειωμένη επούλωση των χειρουργικών τραυμάτων και
κίνδυνο βακτηριακών λοιμώξεων και πνευμονίας. Από μια πρόσφατη μελέτη σε 15.264
ασθενείς διαπιστώθηκε ότι οι νυν καπνιστές όχι μόνο έχουν σημαντικά αυξημένο
κίνδυνο επανεπέμβασης λόγω λοίμωξης εντός 90 ημερών από τη χειρουργική επέμβαση
σε σύγκριση με τους μη καπνιστές, αλλά και ότι η συνολική ποσότητα των πακέτων που
έχει καπνίσει ο ασθενής ανά δεκαετία, ανεξάρτητα από το πόσο καπνίζει ο ασθενής
κατά την προεγχειρητική περίοδο, συμβάλλει σημαντικά στον αυξημένο κίνδυνο
επανεισαγωγής. Σε άλλη μελέτη καταδείχθηκε ότι οι καπνιστές διατρέχουν αυξημένο
κίνδυνο πρόωρης αναθεώρησης της ολικής αρθροπλαστικής ισχίου σε σύγκριση με
τους μη καπνιστές και τους πρώην καπνιστές.
Όσοι υποβάλλονται δε σε χειρουργική επέμβαση στη
σπονδυλική στήλη αντιμετωπίζουν κίνδυνο αυξημένης απώλειας αίματος και ανάγκης
για μετάγγιση, και μετεγχειρητικά κίνδυνο για εμφάνιση κήλης και ανάγκη για
υποβολή σε νέα επέμβαση.
«Μεγάλο ποσοστό
επιπλοκών θα μπορούσε να αποφευχθεί εάν οι καπνιστές διέκοπταν τη συνήθεια
μήνες πριν την υποβολή τους σε χειρουργική επέμβαση, όταν αυτή είναι
προγραμματισμένη. Ωστόσο, ο ακριβής χρόνος διακοπής ώστε να απολαμβάνουν οι ασθενείς τα βέλτιστα
αποτελέσματα δεν έχει προσδιοριστεί. Είναι ευνόητη, λοιπόν, η ανάγκη ενημέρωσης
των ασθενών για τις επιπτώσεις του καπνίσματος στη θεραπεία κάθε μυοσκελετικής
βλάβης και η παρότρυνσή τους να σταματήσουν το κάπνισμα πριν από οποιαδήποτε
ορθοπαιδική επέμβαση», καταλήγει ο Δρ. Γιαννακόπουλος.