Έκθεσης Αχαρνών, στην πλατεία Αριστοτέλους στους Θρακομακεδόνες, η κα Νικολέτα Δαρσακλή παρουσίασε λαογραφικά στοιχεία από το έθιμο της κουράς προβάτων και αμέσως μετά μίλησε για τον κύκλο του μαλλιού, με την κα Μαρία Παπαδημητρίου (κτηνοτρόφος από τον Αυλώνα), να μας θυμίζει την τέχνη της μετατροπής της τρίχας από τα πρόβατα σε κλωστή, για να γίνει ρούχο, ή σκέπασμα, ή άλλη χρήσιμη μορφή.
Η
κα Ν. Δασρακλη (πρώην λυκειάρχης, κτηνοτρόφος) ανέφερε:
Άλλοτε οι κάτοικοι
χρησιμοποιούσαν το μαλλί, που ήταν πολύτιμη πρώτη ύλη, για να φτιάξουν υφάσματα
στη ρόκα και στον αργαλειό. Σήμερα ,δυστυχώς, το μαλλί δεν έχει ζήτηση παρότι
εκτός από την κλωστουφαντουργία, χρησιμεύει στην κατασκευή υλικών μόνωσης, ως
λίπασμα, στη χημεία , στην κατασκευή χαρτιού κ.α. και ανάλογα από το ζώο από το
οποίο προέρχεται έχει διαφορετικό όνομα. Πουλιέται "μπιρ παρά" σε
λιγοστούς εμπόρους, μιας και η εριουργία είναι πλέον ανύπαρκτη στην Ελλάδα και
έτσι το μαλλί εξάγεται στην Ινδία και στην Τουρκία.
(Ας αναφέρω εδώ ότι το
2015 η Ένωση Μετακινούμενων Κτηνοτρόφων Ηπείρου στον Ελαφότοπο Ζαγορίου
διοργάνωσε συνάντηση με θέμα τη διερεύνηση δυνατοτήτων αξιοποίησης του
μαλλιού). Η μεταποίηση του μαλλιού προσφέρει ένα πρόσθετο κέρδος στον
κτηνοτρόφο και ήταν επικερδής εμπορική δραστηριότητα. Όμως φαίνεται ότι δύσκολα
ο τομέας αυτός θα ανακάμψει, για να μην πούμε πως θα πρέπει να νεκραναστηθεί.
Το μαλλί αποτελεί
εξαιρετικό υλικό για γνέσιμο και παραγωγή νήματος. Η ιδιαιτερότητά του να
αποτελείται από ίνες κοντές σε μήκος και λεπτές σε πάχος, που έχουν τη φυσική τάση να "γαντζώνονται" η μία με την άλλη,
το καθιστούν πρώτη ύλη, ιδανικά αξιοποιήσιμη.
Οι πτυχώσεις των μάλλινων
ινών παγιδεύουν τον αέρα ανάμεσά τους, με συνέπεια το μαλλί να αποκτά πλούσιο
όγκο, γεγονός που του αποδίδει θερμομονωτικές ιδιότητες. Ο παγιδευμένος αέρας
"μονώνει" και ως προς το ψύχος και ως προς την ζέστη, γι’ αυτό τα
μάλλινα μπορούν να φορεθούν όλες τις εποχές του έτους. Η τέχνη της υφαντικής
αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της οικιακής οικονομίας, της αυτονομίας της και
της βιωσιμότητας της.
Αν οι άντρες ήταν επιφορτισμένοι
με την κουρά των προβάτων, η επεξεργασία του μαλλιού ήταν αποκλειστικά
γυναικεία απασχόληση. Το προνόμιο αυτής της τέχνης δεν ήταν λίγες οι φορές που
κράτησε ζωντανές και έθρεψε οικογένειες.
Όταν οι νοικοκυρές
σχεδίαζαν να στήσουν φασίδι-να υφάνουν δηλαδή, η πρώτη τους δουλειά ήταν το
ξεδιάγκρισμα. Άνοιγαν κάθε μποκάρι κι
άρχιζαν να τραβούν τα μαλλιά για να τα αραιώσουν κάπως για να φύγουν τα μεγάλα
σκουπίδια που είχαν μπλεχτεί ανάμεσά τους, αγκάθια, ξυλάκια, τριβόλοι,
ξεραμένες κοπριές και άλλα.
Στη συνέχεια ακολουθούσε
η μπελαλίδικη δουλειά του πλυσίματος του μαλλιού. Τα εργαλεία που χρειάζονταν
ήταν ένα μεγάλο καζάνι , κόπανος και άφθονο νερό. Σε ένα τσικάλι (είδος
καζανιού) έβραζαν νερό, βουτούσαν μέσα τα μαλλιά στο καυτό νερό για να ασπρίσουν
και να απαλλαγούν και από τη σαριά (ή πίνος /φυσικό λίπος της προβιάς) τις
κολλιτσίδες, τα νεκρά κύτταρα, τα χώματα, τις ακαθαρισίες που είχαν. Κατόπιν τα
ανάσερναν και τα έβαζαν σε ένα κοφίνι. Τις περισσότερες φορές η εργασία αυτή
γινόταν δίπλα στο ποτάμι ή στη πηγή ή στη βρύση του χωριού για να ακολουθήσει
αμέσως στον ίδιο χώρο το πλύσιμο με κρύο νερό.(Στη βιομηχανική επεξεργασία του
μαλλιού σ αυτή τη φάση διαχωρίζουν και τη λανολίνη που περιέχει το νερό από το
πλύσιμο του μαλλιού.)
Με μπόλικο κρύο τρεχούμενο
νερό του χωριού ξέπλεναν σχολαστικά τα μαλλιά, καθαρίζοντάς τα και από τα
μικροσκουπιδάκια που δεν είχαν φύγει κατά το ξεδιάγκρισμα. Με τον κόπανο
χτυπούσαν το μαλλί και μετά το ξέπλεναν και αυτό γινόταν μέχρι να καθαρίσει και
να ασπρίσει .
Για να στεγνώσουν τα
μαλλιά τα άπλωναν στα κλαριά, στους θάμνους, στους τρόχαλους, στους
μαντρότοιχους ,στα δέντρα που βρίσκονταν κοντά για να τα στεγνώσει ο ήλιος.
Ξάσιμο ή γράνσιμο. Τα
πλοκάμια των μαλλιών αραίωναν εντελώς, τα άνοιγαν σχεδόν τρίχα-τρίχα, για να
είναι πιο εύκολο το χτένισμά του, το λανάρισμα. Αυτό γινόταν με τα λαναράκια
(ξύλινα εργαλεία που είχαν συρμάτινα δόντια ή χοντρά σιδερένια καρφιά). Όλη η
δουλειά γινόταν με τα χέρια. Το ένα χέρι της νοικοκυράς, ακουμπισμένο στην
ποδιά, κρατούσε κι έσφιγγε μια ποσότητα άξαστο μαλλί. Το άλλο χέρι τραβούσε
συνεχώς πιάνοντας λίγες- λίγες τις τρίχες. Όταν έξενε μια ποσότητα, την τύλιγε
κάπως σε σχήμα κυλινδρικό και σχημάτιζε μια τουλούπα.
Όταν είχε να υφάνει
πολλές πήχες για να φτιάξει προικιά, πατανίες, χ(ι)ράμια και τα μαλλιά ήταν
πολλά και η δουλειά πολλή, οργάνωνε ομαδικό ξαστό. Ετοίμαζε καλούδια και
κεράσματα και καλούσε γειτόνισσες, συγγένισσες, φιλενάδες για βοήθεια.
Μαζεύονταν λοιπόν κάμποσες γυναίκες, και ξένανε μέχρι αργά τη νύχτα με το φως
του λυχναριού ή της λάμπας πετρελαίου. Δίπλα στο παραγώνι δουλεύοντας το μαλλί
ξεδιπλώνανε σιγά σιγά και τις ζωές τους. Σ αυτές τις γυναικείες συντροφικότητες
αναδύονταν στο αέρα οι προβληματισμοί, οι αγωνίες, οι πιο κρυφές σκέψεις τους.
Και πάντα υπήρχε η μεγαλύτερη- η ωριμότερη για τη σωστή συμβουλή. Δεν έλειπε
όμως και κάποια χωρατατζού που άλλαζε το κλίμα και με ιστορίες, κουτσομπολιά,
παραμύθια, αινίγματα, γλωσσοδέτες κι αστεία περνούσε ευχάριστα η ώρα.
Γνέσιμο-Κλώσιμο. Το μαλλί
γίνεται νήμα. Στο ένα χέρι κρατούσαν το ακατέργαστο μαλλί(τουλούπα) και με το
άλλο τραβούσαν μια μικρή ποσότητα την οποία επιμήκυναν με τη βοήθεια της ρόκας.
Μετά από αυτό το νήμα τοποθετείται στο αδράχτι και επιμηκύνεται περισσότερο. Το
πιο καλά στριμμένο και λεπτότερο είναι κατάλληλο για ανθεκτικά υφάσματα και
λέγεται στημόνι.Το πιο αραιό στρίψιμο δίδει πιο ντελικάτο και αέρινο νήμα που
λέγεται υφάδι, κατάλληλο για πλέξιμο. Και με αφορμή το κλώσιμο... το μυαλό
ξεστρατίζει και σκέφτομαι πως οι αρχαίοι Έλληνες, οι πρόγονοί μας, με το όνομα
Κλωθώ ονομάτιζαν τη σπουδαιότερη από τις τρεις Μοίρες που κλώθει το νήμα της
ζωής κάθε ανθρώπου, δείχνοντας πόσο λεπτή κι αδύναμη μπορεί να είναι αυτή η
ζωή. Η Κλωθώ γνέθει το νήμα της ζωής, η Λάχεσις καθορίζει τι θα"
λάχει" στον καθένα και η τρίτη η Άτροπος, η πιο σκληρή, κόβει χωρίς
δισταγμό τη κλωστή της ζωής...
«Το κέντημα ‘ναι
γλέντισμα κι η ρόκα ‘ναι σεργιάνι, μα ο παντέρμος αργαλειός είναι σκλαβιά
μεγάλη». Έτσι λέγανε τότε οι γυναίκες. Και πραγματικά. Πολλές κρατούσαν τη ρόκα
κι έκλωθαν περπατώντας. Πήγαιναν για βεγγέρα στη γειτονιά με τη ρόκα και το
αρδάχτι (αδράχτι) τους, κουβέντιαζαν, άκουγαν, και δούλευαν ταυτόχρονα.
Στο τυλιγάδι. Όταν το
αδράχτι γέμιζε και βάραινε, το νήμα έπρεπε να περάσει στο τυλιγάδι. Εκεί
μαζευόταν το γνέμα και ακολουθούσε η βαφή.
Βαφή: Τα υφάδια-άσπρα
νήματα έπρεπε πρώτα να βαφτούν στα χρώματα που προτιμούσε η νοικοκυρά. Πριν τη
βαφή ή πρόστυψη χρησιμοποιείται στάχτη, στύψη ή και αλάτι.Μετά το στράγγισμα το
μαλλί εμβαπτίζεται σε άλλο λουτρό που περιέχει τη βαφή. Πριν εμφανιστούν οι
ειδικές χημικές μπογές στο εμπόριο, χρησιμοποιούσαν υλικά που έπαιρναν από τη
φύση. Με τα λουλούδια της ξυνίδας, ενός χόρτου, έβαφαν τα φάδια κίτρινα. Το
ίδιο και με το φυτό του άγριου κρόκου. Με τη φλούδα από την κουρουπλιά
πετύχαιναν το καφέ και με φύλλα καρυδιάς και τσόφλια από καρύδια το σκούρο καφέ
προς μαύρο. Βαθύ κόκκινο από ριζάρι- θάμνος που χρησιμοποιούσαν για το
κόκκινο/πορφυρό (χωριό Ριζάρι της Θεσσαλίας), κυανό από λουλάκι.(Στο ριζάρι
βασίστηκε και η οικονομία του συνεταιρισμού των Αμπελακίων Θεσσαλίας
προεπαναστατικά με τη βαφή σε χρώμα πορφυρό υφασμάτων που πωλούνταν στην
Ευρώπη). Για να επιτύχουν το σωστό ή επιθυμητό χρωματικό τόνο επαναλάμβαναν το
λουτρό της βαφής και για να σταθεροποιήσουν το χρώμα ολοκλήρωναν με ένα τελικό
στυπτικό λουτρό και ξέβγαλμα με κρύο νερό.
Από την ανέμη στα
μασούρια. Το βαμμένο νήμα πάνω στο τυλιγάδι το έβγαζαν και το τοποθετούσαν στην
ανέμη. Έβαζαν το θρομίλι στο πεζούλι. Έπαιρναν τον άρδαχτο, του έβαζαν το
μασούρι , στερέωναν σ’ αυτό την άκρη της κλωστής, τοποθετούσαν την άκρη του
άρδαχτου στην τρύπα του θρομιλιού, κι άρχιζε το γύρισμα. Γύριζε ο άρδαχτος,
γύριζε και η ανέμη, ξετυλιγόταν η κλωστή και τυλιγόταν στο μασούρι.
Διάσιμο, τύλιγμα,
μιτοχτένιασμα. Τούτες τις τρεις φάσεις ήταν ιδιαιτέρως δύσκολες και δε
μπορούσαν όλες οι νοικοκυρές να τις κάνουν. Οι λεγόμενες "διάστρες"
πολλές φορές πήγαιναν από χωριό σε χωριό δουλεύοντας για τα προικιά και το
ρουχισμό της οικογένειας που τις καλούσε.
Ο αργαλειός επιτέλους
ήταν έτοιμος. Έμπαινε η κοπελιά μέσα και ύφαινε. Ένα από τα προσόντα της κόρης
του σπιτιού, όταν επρόκειτο να παντρευτεί, ήταν και η επιδεξιότητά της να
υφαίνει. Κι οι ερωτοχτυπημένοι νεαροί ξενυχτούσαν στα παραθύρια της αγαπημένης
τους κοπελιάς τραγουδώντας της και περιμένοντας να σταματήσει τον αργαλειό και
να τους ρίξει μια κλεφτή ματιά.
Με τα νήματα που
έφτιαχναν ύφαιναν ύφασμα για ολόμαλλες κάπες, ρασόβρακες, παντελόνια (είδος
ανδρικού πανταλονιού) και γρίτζους (ένα είδος κοντού σακακιού, κάτι σαν τα
σημερινά μπουφάν), σεντόνια μάλλινα μέχρι και σακιά αποθήκευσης καρπών
και αλευριού.
Έφτιαχναν τους
κουσκουσέδες, τα σχέδια στις πατανίες, τα δέματα (κρόσσια) σε όλα τα μάλλινα
σκεπάσματα, πλέκανε μποξάδες (είδος μπέρτας που σταύρωνε μπροστά και γυρίζοντας
πίσω έδενε κόμπο στην πλάτη) για τις γυναίκες, τσουράπια, γάντια και άλλα.
Ύφαιναν χράμια ,κιλίμια , μπατανίες ,φλοκάτες κ.α.
Σήμερα το μαλλί από
υπεραξία που θα έπρεπε να είναι για να αποδίδει ένα επιπλέον εισόδημα στον
κτηνοτρόφο και γιατί τα μάλλινα ρούχα είναι καλύτερα και πιο ποιοτικά, δυστυχώς
είναι άνευ αξίας.
Εμείς οι σύγχρονες
γυναίκες δεν έχουμε την τύχη να γνωρίζουμε τίποτε από αυτή την τέχνη, αλλά και
από πολλές άλλες πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η οικογενειακή αυτάρκεια και η
κλειστή οικιακή οικονομία. Εθισμένοι οι άνθρωποι της εποχής μας στις
δυνατότητες του κινητού μας, που ελέγχει από μακριά τα πάντα, πόσο επι-βιώσιμοι
είμαστε άραγε;
Η
κα Νικολέτα Δαρσακλή, σύζυγος Σπύρου Σταθάκου, μας γέμισε ωραίες αναμνήσεις,
όταν υπήρχε ακόμα αυτάρκεια, και βιωσιμότητα, και μερική αυτονομία. ΟΙ
κτηνοτρόφοι συνεχίζουν, ως ένα μεγάλοποσοστό, τον ίδιο τρόπο ζωής, αν και βίαια
και αυταρχικά οι νεοαστοί προσπαθούν να τους επιβάλουν διαφορετικούς ρυθμούς
και να τους αλλάξουν τον τρόπο ζωής. Ακόμα και στον ίδιο τον τόπο που ζούσαν
επί εκατοντάδες χρόνια.
Η
κα Μάγδα Κοντογιάννη (Γραμματέας του Κτηνοτροφικού Συλλόγου Αττικής) λέει: Με
ιδιαίτερη δυσαρέσκεια οι σημερινοί κτηνοτρόφοι, ιδιαίτερα της Αττικής, όπου
συγκεντρώθηκε όλη η «αφρόκρεμα» της κερδοσκοπίας του real estate της γης, βλέπουν καθημερινά να
εκδιώκονται από τις πατρογονικές τους εστίες, από τους παραδοσιακούς
βοσκοτόπους, από τους πατρογονικούς στάβλους. Αυτό που εξοργίζει και φουσκώνει
την αγανάκτηση και τον θυμό των νεωτέρων κτηνοτρόφων, είναι ότι αφού οι
νεοαστοί κατέλαβαν αυθαιρετούντες γη αγροτικής χρήσης, και έφτασαν μέχρι έξω
από τους στάβλους των κτηνοτρόφων της Αττικής, εν γνώσει τους, αφού οι στάβλοι
ήταν εκεί πολλά χρόνια πριν, και τους βρήκαν εκεί, ακολούθως «εξαγόρασαν» ή
απλά πίεσαν πολιτικά με τις ψήφους τους και άλλαξαν το περιβάλλον της Αττικής.
Σήμερα
την ανικανότητα του Δημοσίου (υπαλλήλων και πολιτικών προϊσταμένων) να
τακτοποιήσει και να νομοθετήσει έγκαιρα, την πληρώνουν μόνο οι κτηνοτρόφοι,
ιδιαιτέρως της Αττικής, εκεί που οι αξίες γης είναι πολύ ελκυστικές, όπου η εκ
των υστέρων νομοθέτηση «τακτοποιεί» επιλεκτικά μόνο τους αστούς και αφήνει τους
κτηνοτρόφους χωρίς καμιάς μορφής τακτοποίηση.
Και
ο κ Κώστας Μαντζουράνης τονίζει: Ακόμα και η μετά από πολλά χρόνια έκδοση επί
τέλους του νόμου 4056/18-3-2012 για τις κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις παραμένει
ανεφάρμοστος ο νόμος, αδικαιολόγητα … Η πρόσθετη νομοθετική ρύθμιση του
4351/4-12-2015 δεν μπόρεσε ακόμα να δώσει κάποιες ικανοποιητικές λύσεις, και 19
μήνες μετά (μετά τον Δεκ 2015) δεν έχουν εκδοθεί ακόμα οι ερμηνευτικές ΚΥΑ για
την εφαρμογή του, αφήνοντας εκτεθειμένους τους κτηνοτρόφους-μέλη μας σε κάθε
μορφής ιδιοτροπία και «αυστηρή τήρηση της νομοθεσίας (!...).
Μοιάζει
σαν οι δημοσιοϋπαλληλικές συντεχνίες των αστών γραφειοκρατών να ΜΙΣΟΥΝ κάθε
μορφή παραγωγής, και ιδιαίτερα όσους παράγουν πραγματικές αξίες, πραγματικό
πλούτο. Υπάρχουν βέβαια και όσοι παράγουν και προσθέτουν υπεραξίες, αλλά αυτοί
δεν παράγουν ΑΞΙΕΣ, παρά μόνο σε ήδη υπάρχουσες Αξίες δημιουργούν υπεραξίες,
και μπράβο τους.
Ο
Κτηνοτροφικός Σύλλογος Αττικής προσπαθεί να δημιουργήσει ένα πλαίσιο συμβίωσης
όλων, τουλάχιστον όσων βρέθηκαν να ζουν στο ίδιο σημείο, ή στην ίδια γειτονιά,
το 2012, όποτε νομοθετήθηκε ένα κάποιο νομοθέτημα από την Ελληνική Βουλή. Με
σεβασμό στο κοινό μας περιβάλλον (φυσικό, κοινωνικό, οικονομικό, πολιτιστικό
κλπ) μπορούμε να συμβιώσουμε όλοι οι άνθρωποι, λέει ο πρόεδρος του
Κτηνοτροφικού Συλλόγου Αττικής κ Γιάννης Κοντογιάννης.