Τις τελευταίες μέρες στη διεθνή ειδησεογραφία κυριαρχεί το
αποτέλεσμα των βρετανικών εκλογών. Η αδυναμία του κόμματος των Συντηρητικών να
συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών του Κοινοβουλίου του Ηνωμένου
Βασιλείου έχει επαναφέρει έπειτα από δεκαετίες το κλίμα της αστάθειας στη
βρετανική πολιτική σκηνή. Γι’ αυτό και η προ διμήνου απόφαση της πρωθυπουργού
και αρχηγού των Συντηρητικών, Τερέζας Μέι, να προκηρύξει πρόωρες εκλογές για
την παγίωση της κυριαρχίας της στον αγγλικό πολιτικό βίο, χαρακτηρίζεται πλήρως
παρορμητική και, αν μη τι άλλο, λανθασμένη.
Οι λόγοι που εξώθησαν τη Βρετανίδα πρωθυπουργό να διαλύσει
πρόωρα το Κοινοβούλιο και να οδηγήσει τον λαό στις κάλπες ήταν καθαρά
δημοσκοπικοί. Η υπεροχή των Συντηρητικών κατά 20%, ακόμα και 25%, έναντι του
κόμματος των Εργατικών που καταδεικνυόταν στις μετρήσεις της αγγλικής κοινής
γνώμης κατά το πρώτο μισό της περασμένης άνοιξης, αποτέλεσε τον κυριότερο
παράγοντα για την πρόκληση των πρόωρων εκλογών. Ωστόσο, η διάψευση αυτής της
υπεροχής την προηγούμενη Πέμπτη αφ’ ενός αποτέλεσε ένα ισχυρό ράπισμα απέναντι
στην υπεροψία της κ. Μέι, σωρεύοντας την εναντίον της αμφισβήτηση στους κύκλους
του κόμματός της, αφ’ ετέρου επέτεινε την αβεβαιότητα στο ήδη πληττόμενο από τις
συνέπειες του Brexit αγγλικό
κράτος. Αντίστοιχες, ενδεχομένως, θα ήταν οι συνέπειες και μιας πρόωρης
εκλογικής αναμέτρησης στην Ελλάδα, όπου μεταξύ των χαμένων, πέραν του
πρωθυπουργού, θα συγκαταλεγόταν τόσο ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης,
κυρίως όμως η χώρα.
Παρόλο που από τις τάξεις της σημερινής συγκυβέρνησης
αποκρούονται τα όποια σενάρια περί πρόωρων εθνικών εκλογών, το κλίμα τους
φαίνεται πως κυριαρχεί στη δημόσια ατζέντα. Σε αυτό σημαίνων είναι ο ρόλος που
διαδραματίζουν ποικίλα δημοσιογραφικά κέντρα, ιδιαίτερα όμως το κόμμα της
αξιωματικής αντιπολίτευσης. Καθόλο τον τελευταίο χρόνο, από τη στιγμή δηλαδή
που σύμβουλοι του επικεφαλής της Νέας Δημοκρατίας τον ενθάρρυναν, ατυχώς, να
υιοθετήσει το σύνθημα «φύγετε», η
εκλογολογία πρωταγωνιστεί στην εγχώρια καθημερινότητα. Μόλις πρόσφατα, άλλωστε,
ο πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν δίστασε από το βήμα της
Ολομέλειας της Βουλής να καλέσει τους κυβερνώντες να «παραδώσουν την εξουσία στον λαό», προκειμένου μέσω νέων πρόωρων
εθνικών εκλογών «να προκύψει μια
Κυβέρνηση με ορμή και αξιοπιστία για να κάνει τις μεγάλες αλλαγές που
χρειάζεται ο τόπος». Εντούτοις, είναι εξαιρετικά αμφίβολο όχι μόνο το κατά
πόσο θα ήταν εφικτό να γίνουν άμεσα όλες οι αναγκαίες για τη χώρα μεταρρυθμίσεις,
με τη ΝΔ να μην διαθέτει ακόμα ένα σαφές κυβερνητικό πρόγραμμα για κάθε τομέα
δημόσιας πολιτικής, αλλά και το εάν θα ανέκυπτε μία αντίστοιχη, ισχυρή και
αξιόπιστη Κυβέρνηση.
Είναι αδιαμφισβήτητο πως εκτός από τις συμβουλές των στενών
του συνεργατών, την εμμονή του κ. Μητσοτάκη για τη διενέργεια πρόωρων εκλογών
την έχουν επιτείνει οι δημοσκοπήσεις του τελευταίου χρονικού διαστήματος. Παρόλες
τις αμφισβητήσεις -έως και επικρίσεις- που δέχονται ειδικά τα τελευταία χρόνια
τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς οι δημοσκοπικές εταιρίες για την
αντικειμενικότητά τους και κυρίως για τη μεθοδολογία τους, η “ψαλίδα” της
διαφοράς μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ έχει καταστήσει ως αυτοσκοπό του
επικεφαλής της αντιπολίτευσης τις πρόωρες εκλογές· μολονότι στις
ίδιες μετρήσεις καθίσταται πασιφανές, για τη δεδομένη στιγμή, και το εκλογικό “ταβάνι”
της Νέας Δημοκρατίας, ένα ποσοστό, δηλαδή, της τάξεως του 30-32%, που απέχει,
ως εκ τούτου, από την πολυπόθητη αυτοδυναμία. Ωστόσο, εκείνο που δεν έχει
αναλυθεί διεξοδικά από την ηγεσία του συγκεκριμένου κόμματος, είναι το τι θα
συνέβαινε στην περίπτωση που διεξάγονταν εντός των επόμενων μηνών βουλευτικές
εκλογές και η ΝΔ συγκέντρωνε τα ως άνω ποσοστά.
Λαμβανομένων υπόψιν των ίδιων
μετρήσεων στις οποίες στηρίζεται η τακτική της ΝΔ, η επόμενη Βουλή θα ήταν
πεντακομματική, ή το πολύ εξακομματική. Μόλις θα λάμβανε την εντολή σχηματισμού
Κυβέρνησης ο πρόεδρος της ΝΔ, μη διαθέτοντας την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών
της Βουλής, θα αναγκαζόταν να αναζητήσει κυβερνητικούς εταίρους. Εάν όμως από
τη νέα Βουλή θα έλειπαν, ως φαίνεται, το Ποτάμι και η Ένωση Κεντρώων, μοναδικός
διαθέσιμος σύμμαχος θα ήταν το ΠΑΣΟΚ. Ένα κόμμα, που με τις πλήρως ιδεοληπτικές
θέσεις της παρούσας ηγεσίας και τους καιροσκοπισμούς προσωπικά της προέδρου
του, θα ήταν διατεθειμένο να συγκυβερνήσει περισσότερο με το ΣΥΡΙΖΑ παρά με τη
ΝΔ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όπως και τον Ιούνιο του 2012, λόγω αδυναμίας σχηματισμού
Κυβέρνησης, η χώρα θα σερνόταν κυριολεκτικά σε νέες εκλογές. Με τη μόνη διαφορά
όμως, ότι αυτές πια θα διεξάγονταν με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής,
δικαιώνοντας τον προ ολίγων μηνών τακτικισμό του κ. Τσίπρα.
Κοντολογίς, είναι αδιαμφισβήτητο ότι πλην ίσως του σημερινού
πρωθυπουργού, οι πρόωρες εκλογές δεν θα συνέφεραν κανέναν. Δεν θα συνέφεραν, αναμφίβολα,
τον πρόεδρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο οποίος μεταξύ άλλων, σαν άλλη
Τερέζα Μέι, θα καλείτο να αντιπαλέψει και τις εσωκομματικές γκρίνιες. Εκείνη
πάντως που σε καμία περίπτωση δεν θα συνέφερε θα ήταν η ίδια η χώρα, η οποία
για μία ακόμη φορά, εν τω μέσω αξιολογήσεων από τους πιστωτές της, θα καλείτο
να ανταπεξέλθει σε μία επικίνδυνη κατάσταση, ακουμπώντας ακόμη και τα όρια της
ακυβερνησίας. Και όλα αυτά, επειδή κάποιοι, επανειλημμένως ως αποδεικνύεται στη
σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία, βιάζονται να ανέλθουν στην εξουσία.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Συγγραφέας του βιβλίου «Πρωθυπουργοκεντρισμός
: Η δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της Κυβέρνησης στο πολιτικό μας σύστημα»
(εκδ. Μπατσιούλας, 2014).