ορισμένους καρκίνους της παιδικής ηλικίας.
Την σχετική έρευνα, που έγινε γνωστή
πριν από λίγες εβδομάδες,
πραγματοποίησαν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Μπεν Γκουριόν στο
Ισραήλ, οι οποίοι παρακολουθούν έως την ενηλικίωση όλα τα βρέφη που γεννιούνται
μετά το 1991 σε ένα συγκεκριμένο ιατρικό κέντρο.
Λίγο καιρό αργότερα όμως, δημοσιεύθηκε
μία άλλη έρευνα, αυτή τη φορά στη Νορβηγία, που εξέτασε συνδυαστικά τα ευρήματα
23 παλαιότερων μελετών και κατέληξε σε «καθησυχαστικά συμπεράσματα», όπως
γράφουν οι ερευνητές, για τη σύνδεση της εξωσωματικής με τον καρκίνο στα παιδιά.
Ποια από τις δύο έρευνες πρέπει να
πιστέψουν οι μέλλοντες γονείς; Να ανησυχούν ή όχι για την υγεία των παιδιών που
θα αποκτήσουν; «Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 έως σήμερα η χρήση των
μεθόδων υποβοηθούμενης αναπαραγωγής έχει αυξηθεί σημαντικά σε όλο τον κόσμο,
αλλά τα πρώτα παιδιά που γεννήθηκαν με αυτές τις τεχνικές είναι μόλις
30άρηδες», απαντά ο μαιευτήρας-χειρουργός Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc,
ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή
και ιδρυτικό μέλος του Institute of
Life-ΙΑΣΩ. «Για την ιατρική έρευνα, τα 30 ή 40 χρόνια είναι πολύ μικρό χρονικό
διάστημα για να μπορεί κάποιος να κάνει με απόλυτη βεβαιότητα δηλώσεις υπέρ
οποιουδήποτε ευρήματος, οποιασδήποτε έρευνας, ό,τι κι αν αφορά αυτή. Ωστόσο στη
συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει καμία έρευνα που να δείχνει ότι οι τεχνικές
της εξωσωματικής είναι αιτία οποιουδήποτε καρκίνου της παιδικής ηλικίας. Αυτό
που υπάρχει είναι μερικές έρευνες που δείχνουν ότι ίσως υπάρχει κάποια
συσχέτιση, καθώς και πάρα πολλές άλλες που δείχνουν ότι δεν υπάρχει καμία
σχέση. Και αυτό ακριβώς αντανακλούν τα νέα δεδομένα».
Η πρώτη από τις νέες έρευνες
δημοσιεύθηκε στο τεύχος Μαρτίου του ιατρικού περιοδικού «American Journal of
Obstetrics & Gynecology» και βασίστηκε στο ιατρικό ιστορικό των 242.187
βρεφών που γεννήθηκαν στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Soroka από το 1991
και μετά.
Από τα βρέφη αυτά, το 98,3% γεννήθηκαν
έπειτα από φυσική σύλληψη, το 1,1% (δηλαδή τα 2.603) μετά από εξωσωματική
γονιμοποίηση και το 0,7% (1.721 μωρά) μετά από θεραπείες πρόκλησης ωορρηξίας.
Μέχρι τα παιδιά να φτάσουν στα 10,5 τους
χρόνια, το 0,6% (τα 1.498) είχαν διαγνωστεί με διάφορες μορφές παιδιατρικών
καρκίνων, με τη συχνότητα εκδήλωσης να είναι:
* 0,59 κρούσματα ανά 1.000 παιδιά σε όσα
είχαν γεννηθεί μετά από φυσική σύλληψη
* 1 κρούσμα ανά 1.000 παιδιά για τις
θεραπείες πρόκλησης ωορρηξίας
* 1,5 κρούσμα ανά 1.000 παιδιά για την
εξωσωματική.
«Τα ευρήματα αυτά δείχνουν ότι υπάρχει
κάποια συσχέτιση ανάμεσα στις τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και τους
καρκίνους της παιδικής ηλικίας», δήλωσε ο κύριος ερευνητής Dr. Eyal Sheiner,
M.D., Ph.D., καθηγητής στο Τμήμα Μαιευτικής-Γυναικολογίας του Soroka.
Έσπευσε
όμως να διευκρινίσει ότι στα στοιχεία που αναλύθηκαν δεν εξετάστηκαν οι αιτίες
της υπογονιμότητας των γονέων, μερικές από τις οποίες θα μπορούσαν να αυξάνουν
την πιθανότητα καρκίνου, αλλά ούτε και η πιθανή έκθεση των παιδιών σε
περιβαλλοντικούς παράγοντες που επίσης θα μπορούσαν να αυξήσουν την πιθανότητα
καρκίνου. Και κατέληξε ότι «επειδή αυξάνονται αδιάκοπα οι εγκυμοσύνες μετά από
θεραπείες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, είναι σημαντικό να συνεχίσουμε να
παρακολουθούμε τα παιδιά που γεννιούνται
έπειτα από αυτές».
Η δεύτερη έρευνα δημοσιεύθηκε στις αρχές
Απριλίου στο περιοδικό Acta Paediatrica, πραγματοποιήθηκε από ερευνητές του
Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Rikshospitalet στο Όσλο και εξέτασε τα ευρήματα 23
παλαιότερων ερευνών.
Οι περισσότερες από τις έρευνες έδειξαν
ότι η εξωσωματική δεν αυξάνει την πιθανότητα καρκίνου στα παιδιά που θα
γεννηθούν, γεγονός που ώθησε τους ερευνητές να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι
«τα ευρήματα για τους καρκίνους της παιδικής ηλικίας και τις θεραπείες
γονιμότητας είναι καθησυχαστικά» για τους γονείς. Ωστόσο πρόσθεσαν ότι
διατηρούν κάποια επιφύλαξη σε ό,τι αφορά τους αιματολογικούς καρκίνους, γιατί
κάποιες έρευνες έδειχναν ότι ίσως υπάρχει σχέση και άλλες ότι δεν υπάρχει.
Και αυτή η ερευνητική ομάδα εξάλλου
τόνισε στο άρθρο της ότι πρέπει να συνεχιστούν οι έρευνες και η παρακολούθηση
των παιδιών της εξωσωματικής έως ότου ξεκαθαριστεί το θέμα.
«Δεδομένου ότι οι καρκίνοι της παιδικής
ηλικίας είναι σπάνιοι, κάθε χρόνος που περνάει και κάθε μελέτη που δημοσιεύεται
για την εξωσωματική και τους καρκίνους αυτούς είναι πολύτιμη όσον αφορά τις
γνώσεις μας για το όλο θέμα», τονίζει ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Οι γονείς από την
πλευρά τους είναι λογικό να ανησυχούν για το ενδεχόμενο να επηρεαστεί η υγεία
του παιδιού τους. Οι φόβοι αυτοί φαίνεται πως είναι αβάσιμοι, αλλά παρόλα αυτά
πρέπει να συνεχίσουμε την παρακολούθηση των παιδιών για να διαλύσουμε και την
παραμικρή αμφιβολία».