Γράφει
η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη
«Άλλην
ἀδελφήν δέν εἴχομεν παρά μόνον τήν Ἀννιώ.
Ἦτον ἡ χαϊδεμμένη τῆς μικρᾶς ἡμῶν οἰκογενείας καί τήν ἠγαπῶμεν ὅλοι. Ἀλλ' ἀπ' ὅλους περισσότερον τήν ἠγάπα ἡ μήτηρ μας. Εἰς τήν τράπεζαν τήν ἐκάθιζε πάντοτε πλησίον της καί ἀπό ὅ,τι εἴχομεν ἔδιδε τό καλύτερον εἰς ἐκείνην. Καί ἐνῷ ἡμᾶς μᾶς ἐνέδυε χρησιμοποιοῦσα τά φορέματα τοῦ μακαρίτου πατρός μας, διά τήν Ἀννιώ ἠγόραζε συνήθως νέα.
Ὥς καί εἰς τά γράμματα δέν τήν ἐβίαζεν. Ἄν ἤθελεν, ἐπήγαινεν εἰς τό σχολεῖον, ἄν δέν ἤθελεν, ἔμενεν εἰς τήν οἰκίαν. Πρᾶγμα τό ὁποῖον εἰς ἡμᾶς διά κανένα λόγον δέν θά ἐπετρέπετο.»
Το αμάρτημα
της μητρός μου πρωτοδημοσιεύτηκε το 1883 μεταφρασμένο στα γαλλικά στη Nouvelle Revue
(Νέα Επιθεώρηση) και ακολούθησε στο περιοδικό Εστία σε δύο
συνέχειες (10 και 17 Απριλίου 1883). Η ιστορία, στο μεγαλύτερο μέρος της διαδραματίζεται στη Βιζύη και βασίζεται σε ένα αληθινό γεγονός της ζωής του
συγγραφέα. Ο Γιώργος Βιζυηνός εξιστορεί το
οικογενειακό δράμα με κεντρικό πρόσωπο τη μητέρα του αφηγητή.
Ο Θανάσης Μαργαρίτης ως αφηγητής μα και ως Γιωργής εμφανίζεται σε ένα επιβλητικό μα και λιτό σκηνικό όπως άρμοζε στην εποχή. Την υπογραφή της σκηνικής επιμέλειας τη βάζει η Ειρήνη Τζέκου, όπως σε όλες τις τελευταίες παραστάσεις του θεάτρου. Οι εκκλησιαστικές εικόνες στους τοίχους, το ξύλινο γραφείο με το μελανοδοχείο και τη πένα, τα μανουάλια, τα κεριά και άλλες πολλές λεπτομέρειες τοποθετούν το θεατή άμεσα στο έργο και συμμετέχει σε όλο το δράμα. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι του Βιζυηνού και γίνεται πιο ζωντανό στα αυτιά του νιώθοντας τη γλώσσα και τις λέξεις δουλεμένες. Πόσα χρόνια έχουμε να διαβάσουμε βιβλία των κλασσικών Ελλήνων λογοτεχνών? Πολλά. Δεν ξέρω πώς και γιατί ο Θανάσης Μαργαρίτης οδηγήθηκε να «ανεβάσει» αυτή τη παράσταση μα δεν είχε άδικο. Ίσως η παράσταση θα είναι μια αφορμή να ανατρέξουμε ξανά στα διαμάντια της Ελληνικής μας λογοτεχνίας. Επιστροφή σε μια γλώσσα πλούσια μα αδικημένη.
Ο Θανάσης Μαργαρίτης ως αφηγητής μα και ως Γιωργής εμφανίζεται σε ένα επιβλητικό μα και λιτό σκηνικό όπως άρμοζε στην εποχή. Την υπογραφή της σκηνικής επιμέλειας τη βάζει η Ειρήνη Τζέκου, όπως σε όλες τις τελευταίες παραστάσεις του θεάτρου. Οι εκκλησιαστικές εικόνες στους τοίχους, το ξύλινο γραφείο με το μελανοδοχείο και τη πένα, τα μανουάλια, τα κεριά και άλλες πολλές λεπτομέρειες τοποθετούν το θεατή άμεσα στο έργο και συμμετέχει σε όλο το δράμα. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι του Βιζυηνού και γίνεται πιο ζωντανό στα αυτιά του νιώθοντας τη γλώσσα και τις λέξεις δουλεμένες. Πόσα χρόνια έχουμε να διαβάσουμε βιβλία των κλασσικών Ελλήνων λογοτεχνών? Πολλά. Δεν ξέρω πώς και γιατί ο Θανάσης Μαργαρίτης οδηγήθηκε να «ανεβάσει» αυτή τη παράσταση μα δεν είχε άδικο. Ίσως η παράσταση θα είναι μια αφορμή να ανατρέξουμε ξανά στα διαμάντια της Ελληνικής μας λογοτεχνίας. Επιστροφή σε μια γλώσσα πλούσια μα αδικημένη.
Ο
μικρός Θωμάς Θεοχάρης, μόλις οκτώ ετών ,
το μικρό αστέρι της παράστασης ήταν η έκπληξη της παράστασης. Ο μικρός ταλαντούχος
κέρδισε την αγάπη του κοινού και
το άφησε άφωνο. Υποδύθηκε τον Γιωργή στα
παιδικά του χρόνια που σημαδεύονται από
την αρρώστια της αδελφής του Αννιώς και τον απελπισμένο αλλά μάταιο αγώνα της
μητέρας τους να την κρατήσει στη ζωή. Δύσκολος ρόλος για την ηλικία του μα με
το θάρρος του, την άνεση πάνω στη σκηνή κατάφερε να μας καθηλώσει.
Ο
Τόλης Πιπερίδης ο οποίος απέδωσε πολύ
όμορφα τη θεατρική προσαρμογή του έργου, έπαιξε συγκλονιστικά την ώριμη ηλικία του αφηγητή όπου γίνεται αποδέκτης της εξομολόγησης της
μητέρας του. Δυνατή σκηνή που έδειξε την υποκριτική του ικανότητα ήταν όταν γύρισε από τα ξένα και έριξε δριμύ κατηγορώ στη μητέρα για την
υιοθέτηση ακόμη ενός κοριτσιού ως ψυχοπαίδι μόνο και μόνο για να τη συγχωρέσει
ο Θεός για το μεγάλο της αμάρτημα.
Ο
ώριμος πλέον Γιωργής που απέδωσε ο Θανάσης Μαργαρίτης ήταν ο
αποδέκτης της αποκάλυψης του μυστικού της μητέρας και
στο πρόσωπο του
αποκρυπτογραφήθηκε όλη η πίκρα
στην λύση- αίνιγμα του διηγήματος. Ο Θανάσης Μαργαρίτης απέδωσε ψυχολογικά το ρόλο του στο καλύτερο δυνατό
βαθμό δείχνοντας την υπερβολική ευαισθησία του προσπαθώντας και πετυχαίνοντας
να συντηρήσει τη γλώσσα και το παρελθόν
αναζητώντας τον εαυτό του. Έδωσε τη πραγματική διάσταση και τον ρεαλισμό στην
αφήγηση του. Όσοι έχουν παρακολουθήσει παραγωγές του έχουν διαπιστώσει ότι τα
καταφέρνει και κερδίζει ισάξια το θεατρόφιλο κοινό σε κωμωδίες και δράματα. Κι αυτό γιατί είναι
απαιτητικός στη δουλειά του και θέλει με ότι καταπιάνεται να είναι τέλειο όχι
μόνο για τον ίδιο μα και για τους συνεργάτες του.
Φυσά
βοριάς, φυσά θρακιάς, γεννιέται μπόρα φοβερή!
με παίρνουν, μάνα, σαν φτερό, σαν πεταλούδα
τρυφερή,
και δεν μπορώ να κρατηθώ·
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.
Η Χαριτίνη Βασιλειάδου, αν και ήταν μικρός ο ρόλος της ως μοιρολογίστρα έδωσε με το ταλέντο της φωνής της την μυσταγωγία του έργου όπου ο θάνατος που είναι ο βασικός άξονας του έργου ήταν παρών παντού.
με παίρνουν, μάνα, σαν φτερό, σαν πεταλούδα
τρυφερή,
και δεν μπορώ να κρατηθώ·
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.
Η Χαριτίνη Βασιλειάδου, αν και ήταν μικρός ο ρόλος της ως μοιρολογίστρα έδωσε με το ταλέντο της φωνής της την μυσταγωγία του έργου όπου ο θάνατος που είναι ο βασικός άξονας του έργου ήταν παρών παντού.
Για
το τέλος άφησα την Μαρία Καραγεώργου, που ως μητέρα όλων απέδωσε στο έργο τη
κορύφωση των συναισθημάτων στο θεατρόφιλο κοινό με την υποκριτική της
ικανότητα. Η ασθένεια της Αννιώς, οι προσπάθειες της να τη σώσει για να
εξιλεωθεί από μια κρυφή αμαρτία, το συναίσθημα ενοχής της μητέρας, η επίδραση
της στη ψυχολογία του Γιωργή φανερώθηκαν με απόλυτη φυσικότητα στους μορφασμούς
του προσώπου και του σώματος της. Σύμφωνα με την κλασική αφηγηματική πλοκή, ο
μύθος ακολουθεί τρία στάδια: τη δέση,
την κορύφωση και τη λύση. Η Μαρία
Καραγεώργου πιστεύω ότι απέδωσε στο
μέγιστο και τα τρία στάδια συμπυκνωμένα στην εκ βαθέων εξομολόγηση της.
Μπορείτε
να δείτε κι εσείς την παράσταση στις 28, 29 Γενάρη, στις 4, 5, 11 και 12
Φλεβάρη. Πιστεύω ότι θα σας αποζημιώσει .