κοιλότητα και την ατμόσφαιρα.
Η ιστορία του χάνεται στα βάθη των αιώνων. Πρώτοι φαίνεται να το χρησιμοποίησαν οι Αρχαίοι Σουμέριοι για να απολαμβάνουν την μπύρα τους και να αποφεύγουν τα ανεπιθύμητα υποπροϊόντα της ζύμωσης. Ήταν κατασκευασμένο από στέλεχος άχυρου και έτσι πήραν το όνομά τους. Πολύ αργότερα, οι κάτοικοι της Αργεντινής και των γύρω περιοχών χρησιμοποιούσαν σιδερένια καλαμάκια (bombilla στα ισπανικά, bomba ή canudo στα πορτογαλικά) για να ανακατεύουν και να πίνουν το ματέ, ένα αφέψημα που μοιάζει με το τσάι.
Το πρώτο μοντέρνο καλαμάκι σχεδιάστηκε από τον αμερικανό κατασκευαστή τσιγαρόχαρτων Μάρβιν Στόουν. Στις 3 Ιανουαρίου 1888 έλαβε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για ένα χάρτινο καλαμάκι με επάληψη από κερί. Ήταν αδιάβροχο, αλλά είχε πολύ μικρό σωλήνα και χρειάζονταν δύο καλαμάκια για την ανεκτή αναρρόφηση του υγρού. Κέρδισε, όμως, αμέσως την εκτίμηση των καταναλωτών και στα τέλη του 19ου αιώνα η βιοτεχνία του Στόουν παρασκεύαζε περισσότερα καλαμάκια απ' ότι τσιγαρόχαρτα. Το 1906 αυτοματοποίησε την παραγωγή, που ως τότε γινόταν με το χέρι.
Με την ευρεία χρήση του πλαστικού τη δεκαετία του '60 άλλαξε και το υλικό κατασκευής του. Τα καλαμάκια είχαν μεγαλύτερη κοιλότητα κι έτσι ένα και μόνο ήταν αρκετό για την απόλαυση του αναψυκτικού ή του ποτού. Τότε έκαναν την εμφάνισή τους τα σπαστά και πολύχρωμα καλαμάκια.
Στην Ελλάδα το καλαμάκι γνώρισε πιένες τη δεκαετία του '70, όταν αποτέλεσε απαραίτητο αξεσουάρ του φραπέ, που εισέβαλε δυναμικά στο καυτό ελληνικό καλοκαίρι. Ταυτίστηκε τόσο πολύ με το εθνικό μας πλέον ρόφημα, που φραπεδιά χωρίς σπαστό καλαμάκι δεν νοείται στις μέρες μας.
Η τεχνολογική εξέλιξη δεν το άφησε ανέγγιχτο. Νέες τεχνικές αναπτύσσονται για να μειώσουν το κόστος παραγωγής και να βελτιώσουν την ποιότητά του. Είναι έτοιμα να λανσαριστούν στην αγορά καλαμάκια που θα αλλάζουν χρώμα ανάλογα αν το υγρό είναι θερμό ή κρύο.