1. Ολόκληρη η προεκλογική διαδικασία στις ΗΠΑ, δηλαδή α) η σύγκρουση μεταξύ του Τραμπ και των υπόλοιπων υποψηφίων των Ρεπουμπλικανών για το χρίσμα, β) πολύ
περισσότερο η μαζική υποστήριξη του Σάντερς απέναντι στην Κλίντον μέσα στους Δημοκρατικούς (παρ’ όλη την τελική επικράτηση της δεύτερης, μετά από μια λυσσασμένη εκστρατεία όλων των επίσημων μηχανισμών, με χτυπήματα «κάτω απ’ το τραπέζι», ίσως ακόμα και νοθεία), και βέβαια γ) το ίδιο το εκλογικό αποτέλεσμα, καταδεικνύουν ένα γεγονός τεράστιας, ιστορικής σημασίας: την πλατιά απόρριψη και καταδίκη από τις μάζες του νεοφιλελευθερισμού, με μια ταυτόχρονη αγωνιώδη αναζήτηση διεξόδου από αυτή την αφόρητη κατάσταση. Και μάλιστα, όχι σε οποιαδήποτε χώρα, αλλά στην ίδια την καρδιά του παγκόσμιου καπιταλιστικού/ιμπεριαλιστικού συστήματος. Αυτή η απόρριψη από μεγαλο μέρος των μαζών του νεοφιλελευθερισμού εκφράζει, αναδεικνύει αλλά και ενισχύει: τη βαθιά κρίση των δύο κομμάτων (που πιθανόν να πάρει και οργανωτική μορφή), τη βαθιά κρίση του δικομματισμού, τη βαθιά κρίση εκπροσώπησης και ενσωμάτωσης των μαζών, την κρίση εξουσίας, τη βαθιά πολιτική κρίση της ηγετικής δύναμης του παγκόσμιου καπιταλιστικού/ιμπεριαλιστικού συστήματος – που συνακόλουθα θα έχει επιπτώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και στην ίδια την διαχείριση/αντιμετώπιση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, μια που την ανατροφοδοτεί και τη γιγαντώνει.
2. Αυτή τη βαθιά πολιτική κρίση εκμεταλλεύτηκε και ο Τραμπ, «διαστρεβλώνοντας» ταυτόχρονα τη μαζική απόρριψη και καταδίκη του νεοφιλελευθερισμού, καθώς πρόκειται για έναν μεγαλοεπιχειρηματία που παραμέρισε την παραδοσιακή ελίτ για να έρθει άμεσα ο ίδιος στο πολιτικό προσκήνιο (θυμίζοντας τα πρότυπα του μπερλουσκονισμού). Ο Τραμπ συνιστά έναν κίνδυνο για το αμερικάνικο εργατικό κίνημα (και όχι μόνο). Όχι γιατί είναι χειρότερος από την Κλίντον, αλλά γιατί η βαθιά οικονομική και πολιτική κρίση και παρακμή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού απαιτεί μια μεγαλύτερη επίθεση στο εργατικό κίνημα. Την απόρριψη και καταδίκη του νεοφιλελευθερισμού, αλλά και την αναζήτηση λύσεων από τις μάζες, είχε εκφράσει εν μέρει και ο Σάντερς (πριν τελικά στοιχηθεί πίσω από την Κλίντον) και κυρίως το μαζικό κίνημα υποστηρικτών του.
3. Οι βασικές αιτίες για την καθολική και ηχηρή απόρριψη του νεοφιλελευθερισμού, της παγκοσμιοποίησης, του πολέμου και της Νέας Τάξης Πραγμάτων, είναι:
α) Η πικρή διάψευση των ελπίδων των εργαζομένων από την πολιτική Ομπάμα την οκταετία της διακυβέρνησής του, όπου εφάρμοσε τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που υποσχέθηκε προεκλογικά.
β) Η αποτυχία της διακυβέρνησης Ομπάμα και συνολικότερα των επιλογών του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού (κυρίως με το γιγάντιο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης») για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε το 2007–2008. Πέρα από τις συνεχιζόμενες αναταράξεις διεθνώς (που δείχνουν ότι επίκειται υποτροπή της κρίσης και ότι κανένα ουσιαστικό πρόβλημα δεν έχει λυθεί, το αντίθετο), στις ίδιες τις ΗΠΑ η ανάκαμψη υπήρξε εντελώς αναιμική, η οικονομία «σέρνεται» χωρίς να δείχνει οποιονδήποτε δυναμισμό, ενώ πιέζεται όλο και περισσότερο από τον ανταγωνισμό της Κίνας.
γ) Επί διακυβέρνησης Ομπάμα συνεχίστηκε και εντάθηκε μια εξαιρετικά σκληρή νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική, ωθώντας σε νέα ύψη τον ακραίο πλουτισμό του κεφαλαίου, του χρηματοπιστωτικού τομέα, των χρηματιστηρίων, μιας υπερπλούσιας ελίτ (το λεγόμενο 1%), ειδικά με το τάισμά τους με τα τρις δολαρίων της «ποσοτικής χαλάρωσης». Την ίδια στιγμή, η παραγωγική βάση της οικονομίας συνέχισε να αδυνατίζει και –κυρίως– το βιοτικό επίπεδο πλατιών μαζών δέχτηκε σκληρά πλήγματα, βυθίζοντας δεκάδες εκατομμυρίων στη φτώχεια και την εξαθλίωση (παραγκουπόλεις, περιοχές χωρίς νερό, χρεοκοπημένες πολιτείες και δήμοι, τεράστια προβλήματα και ρήμαγμα σε σχολεία, υποδομές κ.λπ.). Το περίφημο Obamacare (που επιχειρείται να παρουσιαστεί σαν δείγμα «προοδευτικότητας») βασιζόταν σε μια μεγάλη αύξηση εισφορών των ήδη εργαζόμενων και ήταν στην πραγματικότητα μια επιδότηση του ιδιωτικού κεφαλαίου στον τομέα της υγείας–ασφάλισης. Η ταξικότητα και αντιδραστικότητα της πολιτικής Ομπάμα φαίνεται από την τεράστια αύξηση τα τελευταία χρόνια των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων ανάμεσα στις λαϊκές μάζες και την ελίτ, που έχει πάρει φαραωνικές διαστάσεις. Απέναντι στα δεκάδες εκατομμύρια ανέργων και φτωχών, στην ανασφάλεια για το μέλλον, στην αίσθηση ότι έχουν εγκαταληφθεί στη μοίρα τους από το «κατεστημένο», η εμφάνιση της Κλίντον ως εκπροσώπου της «Αμερικής που κερδίζει» δεν είχε στην πραγματικότητα τίποτα να πει.
δ) Η αποστροφή, η αηδία και το μίσος των εργαζόμενων και λαϊκών μαζών για το «κατεστημένο», του οποίου η Κλίντον εμφανίστηκε ως εκλεκτή και με την αυταρέσκεια του ακλόνητου φαβορί. Αυτό το «κατεστημένο» έχει αποκοπεί εντελώς από τα προβλήματα και τις αγωνίες των εργαζόμενων και φτωχών λαϊκών μαζών, ζει το δικό του «αμερικάνικο όνειρο» κλεισμένο σε γυάλινους πύργους ασύλληπτης χλιδής – και (όπως αναγκάστηκαν να παραδεχτούν κορυφαίοι εκπρόσωποί του, κατόπιν εορτής βέβαια) έχει φτάσει να μην αναγνωρίζει την ίδια τη χώρα όπου διοικεί και ηγείται. Αυτό το χάσμα είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό της πολιτικής κρίσης στις μέρες μας – και, ακόμα περισσότερο, έχει φτάσει σε πρωτοφανή ιστορικά επίπεδα, παρέχοντας μια ασφαλή ένδειξη της παρακμής και σήψης των διευθυντικών αστικών/ιμπεριαλιστικών επιτελείων.
ε) Η απίστευτη διαφθορά και διαπλοκή, όπως εμφανίστηκαν να προσωποποιούνται ιδανικά στην Κλίντον. Δεν πρόκειται πλέον για δευτερεύον σύμπτωμα, που εκ γενετής ακολουθεί το καπιταλιστικό σύστημα. Αλλά για συστατικό μέρος του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, του δόγματος «απαγορεύεται το απαγορεύεται για το κεφάλαιο», της αλαζονείας νεοαριστοκρατικού τύπου που τον συνοδεύει. Με λίγα λόγια, του τρόπου που ασκείται σήμερα η αστική εξουσία, μετά από σχεδόν 40 χρόνια κυριαρχίας των πάσης φύσεως νεοφιλελεύθερων μισάνθρωπων δογμάτων. Όταν η Κλίντον λοιδωρούσε τους ψηφοφόρους του Τραμπ ως έναν «κουβά αξιοθρήνητων», αυτό ακριβώς εξέφραζε – και γι’ αυτό όλοι οι υποστηρικτές της, στις ΗΠΑ και διεθνώς, εμφανίζονταν αποσβολωμένοι μετά τη νίκη Τραμπ.
στ) Μια αυξανόμενη ευαισθητοποίηση, προβληματισμός, ίσως και συνειδητοποίηση για τους κινδύνους από την εξάπλωση του πολέμου. Ο «φιλειρηνικός» Ομπάμα, που μάλιστα τιμήθηκε με το… Νόμπελ Ειρήνης(!), έχει στο ενεργητικό του: 3 πολέμους, τη διάλυση της Λιβύης, το μέτωπο με τη Ρωσία στην Ουκρανία, το βύθισμα της Συρίας στον αιματόβουρκο και της Μέσης Ανατολής και ευρύτερης περιοχής στο χάος. Ακόμα, το άνοιγμα του τρομακτικά επικίνδυνου μετώπου σε Ασία/Ειρηνικό απέναντι στην Κίνα. Στο τέλος της διακυβέρνησής του, ο Ομπάμα κληροδοτεί έναν κόσμο που κάθεται πάνω σε βόμβες γιγατόνων, έτοιμες να εκραγούν ανά πάσα στιγμή. Η Κλίντον όχι μόνο είναι ένα πολεμοχαρές «γεράκι», με χέρια βαμμένα στο αίμα από την προώθηση αυτής της πολιτικής (πρώην υπουργός εξωτερικών), αλλά εμφανίστηκε και ως κήρυκας μιας ολέθριας κλιμάκωσής της. Με την υποστήριξη και πολλών υπεραντιδραστικών «νεοσυντηρητικών», που συγκεντρώθηκαν γύρω της προερχόμενοι από το παλιό επιτελείο του Μπους (Γούλφοβιτς κ.ά.), ωθούσε αδίστακτα στην προσφυγή και στα πιο ακραία μέσα (π.χ. ζώνη απαγόρευσης πτήσεων στη Συρία, πυρηνικά όπλα) για να τσακιστεί η Ρωσία, θέτοντας επί τάπητος την κλιμάκωση και γενίκευση του πολέμου, με ανυπολόγιστες, καταστροφικές συνέπειες. Από την άποψη της άμεσης τακτικής και του προσανατολισμού του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, αυτή η ολομέτωπη αντιπαράθεση με τη Ρωσία γέννησε προβληματισμούς και κάποια αποστασιοποίηση σε κομμάτια της ίδιας της αμερικάνικης ελίτ, που βλέπουν αδύνατο ή εξαιρετικά ριψοκίνδυνο να κυριαρχήσουν σ’ αυτή την αντιπαράθεση και σκέφτονται ότι μπορεί ίσως να δοκιμαστεί μια άλλη πολιτική.
ζ) Η άνοδος των αγώνων μέσα στις ΗΠΑ αλλά και διεθνώς. Στις ίδιες τις ΗΠΑ έχουμε μια αναγέννηση των εργατικών και κοινωνικών αγώνων τα τελευταία χρόνια: κίνημα για αύξηση του κατώτατου ωρορομισθίου (15 dollars movement) και για υπογραφή συλλογικών συμβάσεων, το Occupy movement, το κίνημα ενάντια στις δολοφονίες και τον ρατσισμό της αστυνομίας (Black lives matters κ.ά.), εργατικοί αγώνες στα μέσα μεταφοράς, στη χημική βιομηχανία, στην εκπαίδευση, στις τηλεπικοινωνίες και την πληροφορική κ.λπ.
4. Η ηχηρή απόρριψη της Κλίντον και όσων εκπροσωπούσε, μπορεί να θλίβει μόνο το γνωστό σάπιο νεοφιλελεύθερο προσωπικό, τους καλοχορτασμένους θιασώτες και παπαγάλους του νεοφιλελευθερισμού και της «παγκοσμιοποίησης», των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και πολέμων, όλων των πολιτικών που πάνω από 25 χρόνια τώρα έχουν συσσωρεύσει αμέτρητα δεινά πάνω στους εργαζόμενους, τους λαούς, την ανθρωπότητα. Ακόμα πιο αξιοθρήνητη και εγκληματική είναι η στάση όσων πανικόβλητων «αριστερών» και «προοδευτικών» ανά τον κόσμο τάχθηκαν με την Κλίντον, στο όνομα του «μικρότερου κακού» ή και πολύ πιο ενθουσιωδώς! Δεν είναι λίγοι και στην Ελλάδα (με πρωταγωνιστές τον άθλιο τσιπρικό ΣΥΡΙΖΑ, τα ΜΜΕξαπάτησης και όλες τις αστικές/μνημονιακές δυνάμεις). Τα φληναφήματα αυτού του συρφετού περί «ανοιχτής κοινωνίας», η δόλια φρασεολογία του περί «ανεκτικότητας», «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», «πολυπολιτισμικότητας», «πράσινης οικονομίας» κ.λπ. (όλα αυτά που οι ίδιοι ποδοπατούν καθημερινά), δεν μπορούν να κρύψουν ούτε την αντιδραστική λύσσα τους, ούτε το μίσος τους γι’ αυτή την αναμφισβήτητη πολιτική απόρριψη του νεοφιλελευθερισμού, της παγκοσμιοποίησης, της Νέας Τάξης Πραγμάτων, των «μονοδρόμων» και της «ενιαίας σκέψης». Οι ρατσιστικές δολοφονίες αφροαμερικανών στις ΗΠΑ ήταν ένα καρφί στο φέρετρο της Κλίντον και του ιλουστρασιόν «αντιρατσισμού» των Δημοκρατικών – και αυτό δεν κρύβεται από την χτυπητή ανάδειξη από τη μεριά τους του ρατσισμού του Τραμπ. Αυτή η μέχρι πρότινος κυρίαρχη μορφή της αστικής ιδεολογίας, συνοπτικά η «ανοιχτή κοινωνία» (ως συμπλήρωμα της παγκοσμιοποίησης κ.λπ.), που υποτίθεται ενσάρκωνε και την ανωτερότητα των «δυτικών αξιών», βρίσκεται σήμερα σε παρακμή, οι δυνάμεις που την εξέφραζαν/εκπροσωπούσαν αποκαθηλώνονται με ραγδαίους ρυθμούς, αφήνοντας πίσω τους ένα τεράστιο κενό.
5. Η αντιδραστικότητα του προσώπου του Τραμπ είναι αυτονόητη. Όχι βέβαια επειδή (ανεξάρτητα από το πραγματικό ποιον του) ξεσάλωσε εναντίον του η γνωστή φάμπρικα περί φοροδιαφυγής, σεξισμού, ρατσισμού κ.λπ. των δήθεν «προοδευτικών» και των μηχανισμών τους, που μόνο αναμάρτητοι δεν είναι για τα ίδια που κατηγορούν τον Τραμπ. Αλλά γιατί κανένας τέτοιος μεγιστάνας, μέσα από τα σπλάχνα του αμερικάνικου κεφαλαίου και ιμπεριαλισμού, δεν θα μπορούσε να φέρει κάτι πραγματικά θετικό για τις εργαζόμενες και λαϊκές μάζες. Πολύ περισσότερο με τις θέσεις του (ανεξάρτητα αν θα τις κάνει πράξη τελικά) π.χ. ενάντια στους μουσουλμάνους, αντιμεταναστευτικές, περί τείχους στα σύνορα με το Μεξικό, περί ανυπαρξίας της κλιματικής αλλαγής (την έχει χαρακτηρίσει «κινέζικη απάτη») ή –το πιο τρομακτικό– πυρηνικού εξοπλισμού της Ν. Κορέας και Ιαπωνίας.
Αυτά ισχύουν ανεξάρτητα από το αν η κρίση του συστήματος έθεσε τον Τραμπ σε θέση παρία για μεγάλα τμήματα της ίδιας της αμερικανικής ελίτ, τα οποία είχαν ταχθεί αναφανδόν υπέρ της «σοβαρής» και «αξιόπιστης» Κλίντον. Ή από το γεγονός ότι ο Τραμπ βρέθηκε στην ιδιότυπη θέση να εκφράζει εκλογικά, κατά ένα μέρος, την αγωνία κομματιών των εργαζόμενων και λαϊκών μαζών για το μέλλον, την αναζήτηση μιας διεξόδου από την αφόρητη κατάστασή τους. Ή από το ότι αυτά τα αντιδραστικά χαρακτηριστικά δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται ως απόδειξη «προοδευτικότητας» της Κλίντον και όσων εκπροσωπούσε.
Τέλος, ειδικά στην περίπτωση των ΗΠΑ, ο κίνδυνος από τη μαζική επιρροή διαφόρων αντιδραστικών, μισαλλόδοξων ή και σκοταδιστικών ρευμάτων δεν πρέπει να υποτιμάται, λόγω και ιστορικών χαρακτηριστικών/ιδιομορφιών (π.χ. απουσία ανεξάρτητου κόμματος της εργατικής τάξης, ενδημικός ρατσισμός από συγκρότησης του αμερικάνικου κράτους, τρομακτικές δυνατότητες του αστικού κρατικού μηχανισμού κ.ά.). Που χωρίς να συνιστούν οποιαδήποτε λύση ή συνεκτική πολιτική, παίζουν το ρόλο ενός μαζικού βάρους «προς τα δεξιά» και υπέρ αντιδραστικών πολιτικών. Με αυτή την έννοια (και χωρίς αυτό να συνιστά κανένα άλλοθι για την Κλίντον και τους Δημοκρατικούς), δεν πρέπει να δει κανείς επιπόλαια τις ρατσιστικές ακρότητες του Τραμπ. Οι διάφορες κινητοποιήσεις και πορείες εναντίον του (μάλλον όχι κάποιας ιδιαίτερης μαζικότητας, τουλάχιστον αρχικά) σχετίζονται και με ένα υγιές ένστικτο κοινωνικών κομματιών, ιδιαίτερα της νεολαίας, που μπορεί να τροφοδοτήσει τη συμμετοχή τους στους αγώνες.
6. Ωστόσο, απέχουν έτη φωτός από την πραγματικότητα όσοι, εξαιτίας του Τραμπ και μόνο, ανακαλύπτουν μια «συντηρητική στροφή», ένα «αντιδραστικό και ακροδεξιό παραλήρημα» ή και μια «φασιστικοποίηση» της αμερικανικής κοινωνίας. Αυτό είναι το λάιτμοτίβ μιας κυρίαρχης ελίτ και των υπηρετών της, που νιώθουν το έδαφος να χάνεται κάτω απ’ τα πόδια τους. Η πραγματικότητα, αθέατη σε όλα τα ΜΜΕξαπάτησης, δείχνει που πραγματικά συντελούνται οι θετικές, ελπιδοφόρες διεργασίες μέσα και στις ίδιες τις ΗΠΑ: στους εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες των τελευταίων χρόνων, στην προσπάθεια πολιτικής έκφρασής τους, αν και προς το παρόν μέσα από το ακατάλληλο, αναποτελεσματικό, εντελώς αδιέξοδο (αν όχι και κάτι πολύ χειρότερο) εργαλείο του Σάντερς (είναι γνωστό ότι ένα μεγάλο μέρος των υποστηρικτών του, προδομένο και εξοργισμένο, δεν τον ακολούθησε στην υποστήριξη που αυτός τελικά έδωσε στην Κλίντον).
7. Πέρα από τον (αυτονόητο) χαρακτηρισμό των δύο «μονομάχων» (Τραμπ και Κλίντον) ως εξίσου αντιδραστικών σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι αυτό που έχει την καθοριστική σημασία. Δεν μπορούσε να περιμένει κανείς οτιδήποτε άλλο από αυτές τις εκλογές. Ομοίως, δεν ξεμπερδεύει κανείς με την πολυπλοκότητα της σημερινής κατάστασης με μονοκονδυλιές και απλουστεύσεις του τύπου ότι ο Τραμπ είναι «επιλογή του συστήματος» (π.χ. η τοποθέτηση του ΚΚΕ). Το κομβικό ζήτημα που αναδεικνύει/συμπυκνώνει η επικράτηση Τραμπ είναι η αποτυχία όλων των στρατηγικών επιλογών 20 και πάνω χρόνων (νεοφιλελευθερισμός, παγκοσμιοποίηση, Νέα Τάξη και πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία, ποσοτική χαλάρωση και στη συνέχεια αύξηση των αμερικάνικων επιτοκίων κ.λπ.) των δυτικών ιμπεριαλιστών γενικά και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού πρωτίστως.
α) Είναι εμφανής σήμερα στις ΗΠΑ μια (πολιτική) διαίρεση των ίδιων των κρατικών μηχανισμών και μάλιστα στον πυρήνα τους (δες π.χ. την εμπλοκή του FBI στο θέμα των mail της Κλίντον). Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα παράγωγο της δομικής κρίσης του συστήματος – που με τη σειρά του την ανατροφοδοτεί και μεγαλώνει. Είναι εντελώς επιφανειακή η άποψη ότι «οι μηχανισμοί» απλά θα προσαρμόσουν τον Τραμπ στην ίδια και απαράλλαχτη πολιτική. Τέτοιες καθησυχαστικές ευκολίες είχαν επιστρατευτεί και μετά το Brexit, για να φανεί γρήγορα πόσο μακριά ήταν από την πραγματικότητα. Η μεταφυσική άποψη για μια παντοδυναμία των κρατικών μηχανισμών δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε τις προηγούμενες αποτυχίες τους (π.χ. να επιβάλλουν την Κλίντον), ούτε το σημερινό σοκ του παγκόσμιου καπιταλιστικού/ιμπεριαλιστικού κόσμου, μπροστά στην αβεβαιότητα που σηματοδοτεί η νίκη Τραμπ.
β) Είναι πολύ δύσκολο να πει κανείς από τώρα και με βεβαιότητα ποιες αλλαγές ή «αλλαγές» θα φέρει η διακυβέρνηση Τραμπ. Ολοφάνερα η ψήφος υπέρ του Τραμπ (ποσοτικά και ποιοτικά) «ξέφυγε» εντελώς από τους σχεδιασμούς των ηγετικών επιτελείων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Ασφαλώς, μια τέτοια κατάσταση, πέρα από το πρώτο σοκ και αμηχανία, δεν σημαίνει και αυτόματη παράλυση αυτών των επιτελείων και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού γενικά. Το λεγόμενο «βαθύ κράτος» στον κρατικό μηχανισμό των ΗΠΑ ασφαλώς θα σπρώξει με όλη του τη δύναμη, για να ελέγξει και να καναλιζάρει τον Τραμπ προς μια κατά βάση συνέχεια στην ασκούμενη πολιτική των ΗΠΑ. Πολύ περισσότερο που αυτό ανταποκρίνεται στον ρόλο, τα συμφέροντα και καθήκοντα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ως «παγκόσμιου χωροφύλακα» (απαραίτητος για τη λειτουργία του παγκόσμιου καπιταλιστικού/ιμπεριαλιστικού συστήματος). Σ’ αυτή την προσαρμογή ενός αρχικά «απρόβλεπτου» προέδρου υπάρχουν κάποιες ομοιότητες με την περίπτωση Ρήγκαν στο παρελθόν. Είναι πολύ πιθανό ότι μια τέτοια προσαρμογή θα είναι και η κατάληξη του Τραμπ. Ωστόσο, στις σημερινές συνθήκες, αυτό μπορεί να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο – δηλαδή, να μεγαλώσει την αποδέσμευση πλατιών μαζών από την αστική πολιτική και να οξύνει την κρίση στις ίδιες τις ΗΠΑ.
γ) Όσα παρουσίασε ο Τραμπ ως «θέσεις», είτε κινηθεί προς κάποια εφαρμογή τους (ασύλληπτα δύσκολο) είτε όχι, δείχνουν ανάγλυφα την κρίση της αστικής πολιτικής, το στρατηγικό κενό στη διαχείριση της κρίσης. Από τη μια, μια «άλλη» πολιτική διαχείρισης/αντιμετώπισης της κρίσης έχει γίνει αφόρητα απαραίτητη, μέσα στην αποτυχία όλων των προηγούμενων και των πολιτικών εκπροσώπων τους. Από την άλλη, μια αντιστροφή της πορείας και όλων των πολιτικών 20 και πλέον χρόνων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, όχι μόνο είναι εξαιρετικά δύσκολη αλλά κυρίως προσκρούει πάνω στα όρια και τους μηχανισμούς αντίστασης του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες και όπως δοκιμάζονται (ή εξαρθρώνονται) από την κρίση.
Αυτό ισχύει σχεδόν σε όλα τα επίπεδα – εντελώς ενδεικτικά, για οποιαδήποτε σκέψη: ενίσχυσης της «πραγματικής οικονομίας» (ξανάνοιγμα εργοστασίων κ.λπ.) – ουσιαστικής αλλαγής των σχέσεων των ΗΠΑ με τη Ρωσία (και μαζί διαφόρων συμμάχων της τελευταίας, όπως το Ιράν) – σχετικής μείωσης της βαρύτητας των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ (ο Τραμπ ισχυρίζεται ότι θέλει σημαντική μείωση της συμμετοχής των ΗΠΑ στον προϋπολογισμό του) – αναδιάταξης στόχων και συμμαχιών των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Αυτές οι παγκόσμιες επιλογές και η δυνατότητα να τις υλοποιεί (έστω με δυσκολία, αυξανόμενη τα τελευταία χρόνια) έδωσαν μέχρι τις μέρες μας την πρωτοκαθεδρία/ηγεμονία στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό – και δεν φαίνεται εύκολα με τι συγεκριμένα μπορούν να αντικατασταθούν.
Έτσι, για παράδειγμα: 1. Μια τακτική ανακωχή με τη Ρωσία θα ήταν νοητή – αλλά σε ποια βάση θα μπορούσε ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός να την «ενσωματώσει» ή να «την ουδετεροποιήσει» πιο μακροπρόθεσμα και πολύ περισσότερο ενάντια στην Κίνα; 2. Είναι πραγματικά εφικτή μια οποιαδήποτε οικονομική «επιστροφή στα εθνικά σύνορα» για τις ΗΠΑ; Όταν μάλιστα το κέντρο βάρους της παγκόσμιας οικονομίας μεταφέρεται ριζικά στην Ασία; Η ανασυγκρότηση των υποδομών των ΗΠΑ και οι φοροαπαλλαγές τρισεκατομμυριών είναι διακηρύξεις αλληλοσυγκρουόμενες. Οι μετανάστες είναι ζωτικά απαραίτητοι για την οικονομία των ΗΠΑ, η εκδίωξή τους (όχι αν μπορούν να παρθούν ακόμα πιο σκληρά, ρατσιστικά μέτρα εναντίον τους) θα δημιουργούσε τεράστια προβλήματα. Οι δασμοί στα κινέζικα προϊόντα κ.λπ., έχουν οριακή χρησιμότητα για τις αμερικάνικες επιχειρήσεις, μια που οι κινέζοι καπιταλιστές θα μπορούσαν σαν αντίμετρα να αρχίσουν να εγκαταλείπουν τα αμερικάνικα δημόσια ομόλογα ή να προχωρούν σε ένα κύμα εξαγορών αμερικάνικων επιχειρήσεων — όπως και να ‘χει, η αρένα του ανταγωνισμού μεταξύ κινέζικων και αμερικάνικων πολυεθνικών δεν είναι η αμερικάνικη αγορά αλλά η παγκόσμια. Παραπέρα, είναι εντελώς αμφίβολο (για να μην πούμε «αδύνατο») ότι τέτοια «παραδοσιακά» μέτρα αρκούν πλέον για να αναχαιτιστεί η ισχυροποίηση της Κίνας και «να ξανανοίξουν τα εργοστάσια στις ΗΠΑ». Και ούτω καθεξής. Με άλλα λόγια: το «συμβόλαιο» του Τραμπ (με το οποίο απευθύνεται σε κομμάτια της λευκής εργατικής τάξης, των αγροτών κ.ά.), αν υποτεθεί ότι εφαρμόζεται, θα σήμαινε νέες τεράστιες επιθέσεις στην εργατική τάξη, στο όνομα της «εθνικής οικονομίας», δηλαδή υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου και των πλουσίων – και σε μια πορεία με εντελώς αμφίβολα (το λιγότερο) αποτελέσματα για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.
δ) Έτσι, ριζικές επιλογές και αναπροσανατολισμοί είναι σήμερα τόσο «αναγκαία» όσο και «αδύνατα» για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, τουλάχιστον μιλώντας με τους δεδομένους ταξικούς συσχετισμούς (όπου η πίεση του εργατικού κινήματος καθυστερεί σοβαρά σε σχέση με το μέγεθος και το βάθος της κρίσης). Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει εκείνη η ηγετική δύναμη που θα τα επιβάλλει σαν συνολικές λύσεις σε παγκόσμια κλίμακα – και αυτό είναι το καθοριστικό. Έτσι, κάθε «αμφισβήτηση» των μέχρι τώρα δεδομένων δεν παράγει κάποια λύση και ειδικά δεν φαίνεται ότι ο Τραμπ εκπροσωπεί την ηγεμονία ενός συνεκτικού εναλλακτικού προγράμματος (πέρα από την καταδίκη του «παλιού», του «κατεστημένου» κ.λπ.). Αντίθετα, τέτοιες «απόπειρες» απειλούν το παγκόσμιο καπιταλιστικό/ιμπεριαλιστικό σύστημα με άμεση εξάρθρωση. Αυτό το αδιέξοδο ή καλύτερα κενό στρατηγικής σημαίνει ότι η άμεση προοπτική δεν είναι για οποιοδήποτε νέο διεθνές σύστημα ισορροπιών, απλά χρωματισμένο και μετατοπισμένο κάπως από τη διακυβέρνηση Τραμπ – αλλά η ακόμα μεγαλύτερη αστάθεια και αβεβαιότητα, μεγάλωμα του κατακερματισμού της παγκόσμιας οικονομίας, της απειλής του πολέμου.
8. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα γίνει το πεδίο όπου αυτές οι αντιθέσεις θα ξεσπάσουν με σφοδρότητα, όντας στο επίκεντρο της οικονομικής κρίσης και έχοντας ουσιώδη μειονεκτήματα στον ανταγωνισμό με τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής μας (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία κ.ά.). Ήδη η μερική αποστασιοποίηση του Τραμπ από το ΝΑΤΟ και η απαίτησή του να πληρώνουν οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές πολύ περισσότερα οικονομικά ανταλλάγματα για την πολιτικο–στρατιωτική προστασία που τους προσφέρουν οι ΗΠΑ, έχει πανικοβάλει την ευρωπαϊκή μπουρζουαζία. Η διαλυτική κρίση και η πορεία αποσύνθεσής της ΕΕ θα ενταθούν. Μετά και το Brexit, στη μια χώρα μετά την άλλη (Ιταλία, Αυστρία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία κ.ά.) οι παραδοσιακές και φιλοΕΕ αστικές πολιτικές δυνάμεις απειλούνται άμεσα να εκδιωχθούν από την κυβέρνηση ή να χάσουν εξαιρετικά κρίσιμες εκλογικές μάχες και δημοψηφίσματα. Αυτές είναι οι αιτίες για τον πανικό των Μέρκελ, Ολάντ, Γιουνκέρ κ.λπ. από την εκλογή Τραμπ. Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν για τον ελληνικό καπιταλισμό, μαγγωμένο ανάμεσα σε μια καταρρέουσα ΕΕ και μια περιοχή (Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική κ.λπ.) που αναφλέγεται. Το σοκ των νενέκων τύπου Τσίπρα (περίμενε περιχαρής τον Ομπάμα ως προπομπό της Κλίντον!) και Μητσοτάκη, μπροστά στις ηφαιστειακές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, οι οποίες σαρώνουν τον ελληνικό καπιταλισμό και τις εξυπνάδες τους για «πόλο σταθερότητας» σαν αχυροκάλαμο, δεν κρύβεται όσο κι αν ψελλίζουν για «σταθερές διμερείς σχέσεις».
9. Από τον ένα ή τον άλλο δρόμο, η κρίση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, η συνολική δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και τα αδιέξοδά της, φέρνουν πιο κοντά μια ακόμα χειρότερη οικονομική κρίση, τεράστιες επιθέσεις στην εργατική τάξη και τους λαούς – και τον κίνδυνο του πολέμου. Από τα τεράστια ρήγματα που ανοίγει η οικονομική κρίση, η κρίση της αστικής πολιτικής και ιδεολογίας κ.λπ. ξεπροβάλλουν «τέρατα»: κόμματα και δυνάμεις, πρόσωπα και ιδεολογίες, πολιτικές και «λύσεις» που θυμίζουν αντιδραστικές εποχές όπως π.χ. του Μεσοπολέμου. Ταυτόχρονα, όμως, ανοίγονται και μεγάλα «παράθυρα στην ιστορία», ευκαιρίες για το εργατικό κίνημα, που θα πολλαπλασιαστούν τα επόμενα χρόνια, όπως προοιωνίζεται ο εκλογικός σεισμός στις ΗΠΑ. Εκεί βρίσκεται το κλειδί της κατάστασης, στο ξεπέρασμα των σημερινών αδυναμιών του εργατικού κινήματος, στην ανασυγκρότηση και ανασύνθεσή του, μέσα από τους αγώνες που σήμερα γίνονται παντού στον κόσμο και με την επέμβαση των επαναστατών μαρξιστών. Μόνο η πάλη του εργατικού κινήματος ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο, στον καπιταλισμό και την κρίση του, μόνο η οικοδόμηση ενός επαναστατικού κόμματος, στις ΗΠΑ και παντού, η πάλη για την εναλλακτική σοσιαλιστική λύση, μπορεί να δώσει διέξοδο από το χάος της «εποχής των τεράτων» και να φέρει στο προσκήνιο την πραγματική ελπίδα των εργαζομένων, των λαών, της ανθρωπότητας.
2. Αυτή τη βαθιά πολιτική κρίση εκμεταλλεύτηκε και ο Τραμπ, «διαστρεβλώνοντας» ταυτόχρονα τη μαζική απόρριψη και καταδίκη του νεοφιλελευθερισμού, καθώς πρόκειται για έναν μεγαλοεπιχειρηματία που παραμέρισε την παραδοσιακή ελίτ για να έρθει άμεσα ο ίδιος στο πολιτικό προσκήνιο (θυμίζοντας τα πρότυπα του μπερλουσκονισμού). Ο Τραμπ συνιστά έναν κίνδυνο για το αμερικάνικο εργατικό κίνημα (και όχι μόνο). Όχι γιατί είναι χειρότερος από την Κλίντον, αλλά γιατί η βαθιά οικονομική και πολιτική κρίση και παρακμή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού απαιτεί μια μεγαλύτερη επίθεση στο εργατικό κίνημα. Την απόρριψη και καταδίκη του νεοφιλελευθερισμού, αλλά και την αναζήτηση λύσεων από τις μάζες, είχε εκφράσει εν μέρει και ο Σάντερς (πριν τελικά στοιχηθεί πίσω από την Κλίντον) και κυρίως το μαζικό κίνημα υποστηρικτών του.
3. Οι βασικές αιτίες για την καθολική και ηχηρή απόρριψη του νεοφιλελευθερισμού, της παγκοσμιοποίησης, του πολέμου και της Νέας Τάξης Πραγμάτων, είναι:
α) Η πικρή διάψευση των ελπίδων των εργαζομένων από την πολιτική Ομπάμα την οκταετία της διακυβέρνησής του, όπου εφάρμοσε τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που υποσχέθηκε προεκλογικά.
β) Η αποτυχία της διακυβέρνησης Ομπάμα και συνολικότερα των επιλογών του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού (κυρίως με το γιγάντιο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης») για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε το 2007–2008. Πέρα από τις συνεχιζόμενες αναταράξεις διεθνώς (που δείχνουν ότι επίκειται υποτροπή της κρίσης και ότι κανένα ουσιαστικό πρόβλημα δεν έχει λυθεί, το αντίθετο), στις ίδιες τις ΗΠΑ η ανάκαμψη υπήρξε εντελώς αναιμική, η οικονομία «σέρνεται» χωρίς να δείχνει οποιονδήποτε δυναμισμό, ενώ πιέζεται όλο και περισσότερο από τον ανταγωνισμό της Κίνας.
γ) Επί διακυβέρνησης Ομπάμα συνεχίστηκε και εντάθηκε μια εξαιρετικά σκληρή νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική, ωθώντας σε νέα ύψη τον ακραίο πλουτισμό του κεφαλαίου, του χρηματοπιστωτικού τομέα, των χρηματιστηρίων, μιας υπερπλούσιας ελίτ (το λεγόμενο 1%), ειδικά με το τάισμά τους με τα τρις δολαρίων της «ποσοτικής χαλάρωσης». Την ίδια στιγμή, η παραγωγική βάση της οικονομίας συνέχισε να αδυνατίζει και –κυρίως– το βιοτικό επίπεδο πλατιών μαζών δέχτηκε σκληρά πλήγματα, βυθίζοντας δεκάδες εκατομμυρίων στη φτώχεια και την εξαθλίωση (παραγκουπόλεις, περιοχές χωρίς νερό, χρεοκοπημένες πολιτείες και δήμοι, τεράστια προβλήματα και ρήμαγμα σε σχολεία, υποδομές κ.λπ.). Το περίφημο Obamacare (που επιχειρείται να παρουσιαστεί σαν δείγμα «προοδευτικότητας») βασιζόταν σε μια μεγάλη αύξηση εισφορών των ήδη εργαζόμενων και ήταν στην πραγματικότητα μια επιδότηση του ιδιωτικού κεφαλαίου στον τομέα της υγείας–ασφάλισης. Η ταξικότητα και αντιδραστικότητα της πολιτικής Ομπάμα φαίνεται από την τεράστια αύξηση τα τελευταία χρόνια των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων ανάμεσα στις λαϊκές μάζες και την ελίτ, που έχει πάρει φαραωνικές διαστάσεις. Απέναντι στα δεκάδες εκατομμύρια ανέργων και φτωχών, στην ανασφάλεια για το μέλλον, στην αίσθηση ότι έχουν εγκαταληφθεί στη μοίρα τους από το «κατεστημένο», η εμφάνιση της Κλίντον ως εκπροσώπου της «Αμερικής που κερδίζει» δεν είχε στην πραγματικότητα τίποτα να πει.
δ) Η αποστροφή, η αηδία και το μίσος των εργαζόμενων και λαϊκών μαζών για το «κατεστημένο», του οποίου η Κλίντον εμφανίστηκε ως εκλεκτή και με την αυταρέσκεια του ακλόνητου φαβορί. Αυτό το «κατεστημένο» έχει αποκοπεί εντελώς από τα προβλήματα και τις αγωνίες των εργαζόμενων και φτωχών λαϊκών μαζών, ζει το δικό του «αμερικάνικο όνειρο» κλεισμένο σε γυάλινους πύργους ασύλληπτης χλιδής – και (όπως αναγκάστηκαν να παραδεχτούν κορυφαίοι εκπρόσωποί του, κατόπιν εορτής βέβαια) έχει φτάσει να μην αναγνωρίζει την ίδια τη χώρα όπου διοικεί και ηγείται. Αυτό το χάσμα είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό της πολιτικής κρίσης στις μέρες μας – και, ακόμα περισσότερο, έχει φτάσει σε πρωτοφανή ιστορικά επίπεδα, παρέχοντας μια ασφαλή ένδειξη της παρακμής και σήψης των διευθυντικών αστικών/ιμπεριαλιστικών επιτελείων.
ε) Η απίστευτη διαφθορά και διαπλοκή, όπως εμφανίστηκαν να προσωποποιούνται ιδανικά στην Κλίντον. Δεν πρόκειται πλέον για δευτερεύον σύμπτωμα, που εκ γενετής ακολουθεί το καπιταλιστικό σύστημα. Αλλά για συστατικό μέρος του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, του δόγματος «απαγορεύεται το απαγορεύεται για το κεφάλαιο», της αλαζονείας νεοαριστοκρατικού τύπου που τον συνοδεύει. Με λίγα λόγια, του τρόπου που ασκείται σήμερα η αστική εξουσία, μετά από σχεδόν 40 χρόνια κυριαρχίας των πάσης φύσεως νεοφιλελεύθερων μισάνθρωπων δογμάτων. Όταν η Κλίντον λοιδωρούσε τους ψηφοφόρους του Τραμπ ως έναν «κουβά αξιοθρήνητων», αυτό ακριβώς εξέφραζε – και γι’ αυτό όλοι οι υποστηρικτές της, στις ΗΠΑ και διεθνώς, εμφανίζονταν αποσβολωμένοι μετά τη νίκη Τραμπ.
στ) Μια αυξανόμενη ευαισθητοποίηση, προβληματισμός, ίσως και συνειδητοποίηση για τους κινδύνους από την εξάπλωση του πολέμου. Ο «φιλειρηνικός» Ομπάμα, που μάλιστα τιμήθηκε με το… Νόμπελ Ειρήνης(!), έχει στο ενεργητικό του: 3 πολέμους, τη διάλυση της Λιβύης, το μέτωπο με τη Ρωσία στην Ουκρανία, το βύθισμα της Συρίας στον αιματόβουρκο και της Μέσης Ανατολής και ευρύτερης περιοχής στο χάος. Ακόμα, το άνοιγμα του τρομακτικά επικίνδυνου μετώπου σε Ασία/Ειρηνικό απέναντι στην Κίνα. Στο τέλος της διακυβέρνησής του, ο Ομπάμα κληροδοτεί έναν κόσμο που κάθεται πάνω σε βόμβες γιγατόνων, έτοιμες να εκραγούν ανά πάσα στιγμή. Η Κλίντον όχι μόνο είναι ένα πολεμοχαρές «γεράκι», με χέρια βαμμένα στο αίμα από την προώθηση αυτής της πολιτικής (πρώην υπουργός εξωτερικών), αλλά εμφανίστηκε και ως κήρυκας μιας ολέθριας κλιμάκωσής της. Με την υποστήριξη και πολλών υπεραντιδραστικών «νεοσυντηρητικών», που συγκεντρώθηκαν γύρω της προερχόμενοι από το παλιό επιτελείο του Μπους (Γούλφοβιτς κ.ά.), ωθούσε αδίστακτα στην προσφυγή και στα πιο ακραία μέσα (π.χ. ζώνη απαγόρευσης πτήσεων στη Συρία, πυρηνικά όπλα) για να τσακιστεί η Ρωσία, θέτοντας επί τάπητος την κλιμάκωση και γενίκευση του πολέμου, με ανυπολόγιστες, καταστροφικές συνέπειες. Από την άποψη της άμεσης τακτικής και του προσανατολισμού του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, αυτή η ολομέτωπη αντιπαράθεση με τη Ρωσία γέννησε προβληματισμούς και κάποια αποστασιοποίηση σε κομμάτια της ίδιας της αμερικάνικης ελίτ, που βλέπουν αδύνατο ή εξαιρετικά ριψοκίνδυνο να κυριαρχήσουν σ’ αυτή την αντιπαράθεση και σκέφτονται ότι μπορεί ίσως να δοκιμαστεί μια άλλη πολιτική.
ζ) Η άνοδος των αγώνων μέσα στις ΗΠΑ αλλά και διεθνώς. Στις ίδιες τις ΗΠΑ έχουμε μια αναγέννηση των εργατικών και κοινωνικών αγώνων τα τελευταία χρόνια: κίνημα για αύξηση του κατώτατου ωρορομισθίου (15 dollars movement) και για υπογραφή συλλογικών συμβάσεων, το Occupy movement, το κίνημα ενάντια στις δολοφονίες και τον ρατσισμό της αστυνομίας (Black lives matters κ.ά.), εργατικοί αγώνες στα μέσα μεταφοράς, στη χημική βιομηχανία, στην εκπαίδευση, στις τηλεπικοινωνίες και την πληροφορική κ.λπ.
4. Η ηχηρή απόρριψη της Κλίντον και όσων εκπροσωπούσε, μπορεί να θλίβει μόνο το γνωστό σάπιο νεοφιλελεύθερο προσωπικό, τους καλοχορτασμένους θιασώτες και παπαγάλους του νεοφιλελευθερισμού και της «παγκοσμιοποίησης», των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και πολέμων, όλων των πολιτικών που πάνω από 25 χρόνια τώρα έχουν συσσωρεύσει αμέτρητα δεινά πάνω στους εργαζόμενους, τους λαούς, την ανθρωπότητα. Ακόμα πιο αξιοθρήνητη και εγκληματική είναι η στάση όσων πανικόβλητων «αριστερών» και «προοδευτικών» ανά τον κόσμο τάχθηκαν με την Κλίντον, στο όνομα του «μικρότερου κακού» ή και πολύ πιο ενθουσιωδώς! Δεν είναι λίγοι και στην Ελλάδα (με πρωταγωνιστές τον άθλιο τσιπρικό ΣΥΡΙΖΑ, τα ΜΜΕξαπάτησης και όλες τις αστικές/μνημονιακές δυνάμεις). Τα φληναφήματα αυτού του συρφετού περί «ανοιχτής κοινωνίας», η δόλια φρασεολογία του περί «ανεκτικότητας», «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», «πολυπολιτισμικότητας», «πράσινης οικονομίας» κ.λπ. (όλα αυτά που οι ίδιοι ποδοπατούν καθημερινά), δεν μπορούν να κρύψουν ούτε την αντιδραστική λύσσα τους, ούτε το μίσος τους γι’ αυτή την αναμφισβήτητη πολιτική απόρριψη του νεοφιλελευθερισμού, της παγκοσμιοποίησης, της Νέας Τάξης Πραγμάτων, των «μονοδρόμων» και της «ενιαίας σκέψης». Οι ρατσιστικές δολοφονίες αφροαμερικανών στις ΗΠΑ ήταν ένα καρφί στο φέρετρο της Κλίντον και του ιλουστρασιόν «αντιρατσισμού» των Δημοκρατικών – και αυτό δεν κρύβεται από την χτυπητή ανάδειξη από τη μεριά τους του ρατσισμού του Τραμπ. Αυτή η μέχρι πρότινος κυρίαρχη μορφή της αστικής ιδεολογίας, συνοπτικά η «ανοιχτή κοινωνία» (ως συμπλήρωμα της παγκοσμιοποίησης κ.λπ.), που υποτίθεται ενσάρκωνε και την ανωτερότητα των «δυτικών αξιών», βρίσκεται σήμερα σε παρακμή, οι δυνάμεις που την εξέφραζαν/εκπροσωπούσαν αποκαθηλώνονται με ραγδαίους ρυθμούς, αφήνοντας πίσω τους ένα τεράστιο κενό.
5. Η αντιδραστικότητα του προσώπου του Τραμπ είναι αυτονόητη. Όχι βέβαια επειδή (ανεξάρτητα από το πραγματικό ποιον του) ξεσάλωσε εναντίον του η γνωστή φάμπρικα περί φοροδιαφυγής, σεξισμού, ρατσισμού κ.λπ. των δήθεν «προοδευτικών» και των μηχανισμών τους, που μόνο αναμάρτητοι δεν είναι για τα ίδια που κατηγορούν τον Τραμπ. Αλλά γιατί κανένας τέτοιος μεγιστάνας, μέσα από τα σπλάχνα του αμερικάνικου κεφαλαίου και ιμπεριαλισμού, δεν θα μπορούσε να φέρει κάτι πραγματικά θετικό για τις εργαζόμενες και λαϊκές μάζες. Πολύ περισσότερο με τις θέσεις του (ανεξάρτητα αν θα τις κάνει πράξη τελικά) π.χ. ενάντια στους μουσουλμάνους, αντιμεταναστευτικές, περί τείχους στα σύνορα με το Μεξικό, περί ανυπαρξίας της κλιματικής αλλαγής (την έχει χαρακτηρίσει «κινέζικη απάτη») ή –το πιο τρομακτικό– πυρηνικού εξοπλισμού της Ν. Κορέας και Ιαπωνίας.
Αυτά ισχύουν ανεξάρτητα από το αν η κρίση του συστήματος έθεσε τον Τραμπ σε θέση παρία για μεγάλα τμήματα της ίδιας της αμερικανικής ελίτ, τα οποία είχαν ταχθεί αναφανδόν υπέρ της «σοβαρής» και «αξιόπιστης» Κλίντον. Ή από το γεγονός ότι ο Τραμπ βρέθηκε στην ιδιότυπη θέση να εκφράζει εκλογικά, κατά ένα μέρος, την αγωνία κομματιών των εργαζόμενων και λαϊκών μαζών για το μέλλον, την αναζήτηση μιας διεξόδου από την αφόρητη κατάστασή τους. Ή από το ότι αυτά τα αντιδραστικά χαρακτηριστικά δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται ως απόδειξη «προοδευτικότητας» της Κλίντον και όσων εκπροσωπούσε.
Τέλος, ειδικά στην περίπτωση των ΗΠΑ, ο κίνδυνος από τη μαζική επιρροή διαφόρων αντιδραστικών, μισαλλόδοξων ή και σκοταδιστικών ρευμάτων δεν πρέπει να υποτιμάται, λόγω και ιστορικών χαρακτηριστικών/ιδιομορφιών (π.χ. απουσία ανεξάρτητου κόμματος της εργατικής τάξης, ενδημικός ρατσισμός από συγκρότησης του αμερικάνικου κράτους, τρομακτικές δυνατότητες του αστικού κρατικού μηχανισμού κ.ά.). Που χωρίς να συνιστούν οποιαδήποτε λύση ή συνεκτική πολιτική, παίζουν το ρόλο ενός μαζικού βάρους «προς τα δεξιά» και υπέρ αντιδραστικών πολιτικών. Με αυτή την έννοια (και χωρίς αυτό να συνιστά κανένα άλλοθι για την Κλίντον και τους Δημοκρατικούς), δεν πρέπει να δει κανείς επιπόλαια τις ρατσιστικές ακρότητες του Τραμπ. Οι διάφορες κινητοποιήσεις και πορείες εναντίον του (μάλλον όχι κάποιας ιδιαίτερης μαζικότητας, τουλάχιστον αρχικά) σχετίζονται και με ένα υγιές ένστικτο κοινωνικών κομματιών, ιδιαίτερα της νεολαίας, που μπορεί να τροφοδοτήσει τη συμμετοχή τους στους αγώνες.
6. Ωστόσο, απέχουν έτη φωτός από την πραγματικότητα όσοι, εξαιτίας του Τραμπ και μόνο, ανακαλύπτουν μια «συντηρητική στροφή», ένα «αντιδραστικό και ακροδεξιό παραλήρημα» ή και μια «φασιστικοποίηση» της αμερικανικής κοινωνίας. Αυτό είναι το λάιτμοτίβ μιας κυρίαρχης ελίτ και των υπηρετών της, που νιώθουν το έδαφος να χάνεται κάτω απ’ τα πόδια τους. Η πραγματικότητα, αθέατη σε όλα τα ΜΜΕξαπάτησης, δείχνει που πραγματικά συντελούνται οι θετικές, ελπιδοφόρες διεργασίες μέσα και στις ίδιες τις ΗΠΑ: στους εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες των τελευταίων χρόνων, στην προσπάθεια πολιτικής έκφρασής τους, αν και προς το παρόν μέσα από το ακατάλληλο, αναποτελεσματικό, εντελώς αδιέξοδο (αν όχι και κάτι πολύ χειρότερο) εργαλείο του Σάντερς (είναι γνωστό ότι ένα μεγάλο μέρος των υποστηρικτών του, προδομένο και εξοργισμένο, δεν τον ακολούθησε στην υποστήριξη που αυτός τελικά έδωσε στην Κλίντον).
7. Πέρα από τον (αυτονόητο) χαρακτηρισμό των δύο «μονομάχων» (Τραμπ και Κλίντον) ως εξίσου αντιδραστικών σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι αυτό που έχει την καθοριστική σημασία. Δεν μπορούσε να περιμένει κανείς οτιδήποτε άλλο από αυτές τις εκλογές. Ομοίως, δεν ξεμπερδεύει κανείς με την πολυπλοκότητα της σημερινής κατάστασης με μονοκονδυλιές και απλουστεύσεις του τύπου ότι ο Τραμπ είναι «επιλογή του συστήματος» (π.χ. η τοποθέτηση του ΚΚΕ). Το κομβικό ζήτημα που αναδεικνύει/συμπυκνώνει η επικράτηση Τραμπ είναι η αποτυχία όλων των στρατηγικών επιλογών 20 και πάνω χρόνων (νεοφιλελευθερισμός, παγκοσμιοποίηση, Νέα Τάξη και πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία, ποσοτική χαλάρωση και στη συνέχεια αύξηση των αμερικάνικων επιτοκίων κ.λπ.) των δυτικών ιμπεριαλιστών γενικά και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού πρωτίστως.
α) Είναι εμφανής σήμερα στις ΗΠΑ μια (πολιτική) διαίρεση των ίδιων των κρατικών μηχανισμών και μάλιστα στον πυρήνα τους (δες π.χ. την εμπλοκή του FBI στο θέμα των mail της Κλίντον). Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα παράγωγο της δομικής κρίσης του συστήματος – που με τη σειρά του την ανατροφοδοτεί και μεγαλώνει. Είναι εντελώς επιφανειακή η άποψη ότι «οι μηχανισμοί» απλά θα προσαρμόσουν τον Τραμπ στην ίδια και απαράλλαχτη πολιτική. Τέτοιες καθησυχαστικές ευκολίες είχαν επιστρατευτεί και μετά το Brexit, για να φανεί γρήγορα πόσο μακριά ήταν από την πραγματικότητα. Η μεταφυσική άποψη για μια παντοδυναμία των κρατικών μηχανισμών δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε τις προηγούμενες αποτυχίες τους (π.χ. να επιβάλλουν την Κλίντον), ούτε το σημερινό σοκ του παγκόσμιου καπιταλιστικού/ιμπεριαλιστικού κόσμου, μπροστά στην αβεβαιότητα που σηματοδοτεί η νίκη Τραμπ.
β) Είναι πολύ δύσκολο να πει κανείς από τώρα και με βεβαιότητα ποιες αλλαγές ή «αλλαγές» θα φέρει η διακυβέρνηση Τραμπ. Ολοφάνερα η ψήφος υπέρ του Τραμπ (ποσοτικά και ποιοτικά) «ξέφυγε» εντελώς από τους σχεδιασμούς των ηγετικών επιτελείων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Ασφαλώς, μια τέτοια κατάσταση, πέρα από το πρώτο σοκ και αμηχανία, δεν σημαίνει και αυτόματη παράλυση αυτών των επιτελείων και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού γενικά. Το λεγόμενο «βαθύ κράτος» στον κρατικό μηχανισμό των ΗΠΑ ασφαλώς θα σπρώξει με όλη του τη δύναμη, για να ελέγξει και να καναλιζάρει τον Τραμπ προς μια κατά βάση συνέχεια στην ασκούμενη πολιτική των ΗΠΑ. Πολύ περισσότερο που αυτό ανταποκρίνεται στον ρόλο, τα συμφέροντα και καθήκοντα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ως «παγκόσμιου χωροφύλακα» (απαραίτητος για τη λειτουργία του παγκόσμιου καπιταλιστικού/ιμπεριαλιστικού συστήματος). Σ’ αυτή την προσαρμογή ενός αρχικά «απρόβλεπτου» προέδρου υπάρχουν κάποιες ομοιότητες με την περίπτωση Ρήγκαν στο παρελθόν. Είναι πολύ πιθανό ότι μια τέτοια προσαρμογή θα είναι και η κατάληξη του Τραμπ. Ωστόσο, στις σημερινές συνθήκες, αυτό μπορεί να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο – δηλαδή, να μεγαλώσει την αποδέσμευση πλατιών μαζών από την αστική πολιτική και να οξύνει την κρίση στις ίδιες τις ΗΠΑ.
γ) Όσα παρουσίασε ο Τραμπ ως «θέσεις», είτε κινηθεί προς κάποια εφαρμογή τους (ασύλληπτα δύσκολο) είτε όχι, δείχνουν ανάγλυφα την κρίση της αστικής πολιτικής, το στρατηγικό κενό στη διαχείριση της κρίσης. Από τη μια, μια «άλλη» πολιτική διαχείρισης/αντιμετώπισης της κρίσης έχει γίνει αφόρητα απαραίτητη, μέσα στην αποτυχία όλων των προηγούμενων και των πολιτικών εκπροσώπων τους. Από την άλλη, μια αντιστροφή της πορείας και όλων των πολιτικών 20 και πλέον χρόνων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, όχι μόνο είναι εξαιρετικά δύσκολη αλλά κυρίως προσκρούει πάνω στα όρια και τους μηχανισμούς αντίστασης του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες και όπως δοκιμάζονται (ή εξαρθρώνονται) από την κρίση.
Αυτό ισχύει σχεδόν σε όλα τα επίπεδα – εντελώς ενδεικτικά, για οποιαδήποτε σκέψη: ενίσχυσης της «πραγματικής οικονομίας» (ξανάνοιγμα εργοστασίων κ.λπ.) – ουσιαστικής αλλαγής των σχέσεων των ΗΠΑ με τη Ρωσία (και μαζί διαφόρων συμμάχων της τελευταίας, όπως το Ιράν) – σχετικής μείωσης της βαρύτητας των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ (ο Τραμπ ισχυρίζεται ότι θέλει σημαντική μείωση της συμμετοχής των ΗΠΑ στον προϋπολογισμό του) – αναδιάταξης στόχων και συμμαχιών των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Αυτές οι παγκόσμιες επιλογές και η δυνατότητα να τις υλοποιεί (έστω με δυσκολία, αυξανόμενη τα τελευταία χρόνια) έδωσαν μέχρι τις μέρες μας την πρωτοκαθεδρία/ηγεμονία στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό – και δεν φαίνεται εύκολα με τι συγεκριμένα μπορούν να αντικατασταθούν.
Έτσι, για παράδειγμα: 1. Μια τακτική ανακωχή με τη Ρωσία θα ήταν νοητή – αλλά σε ποια βάση θα μπορούσε ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός να την «ενσωματώσει» ή να «την ουδετεροποιήσει» πιο μακροπρόθεσμα και πολύ περισσότερο ενάντια στην Κίνα; 2. Είναι πραγματικά εφικτή μια οποιαδήποτε οικονομική «επιστροφή στα εθνικά σύνορα» για τις ΗΠΑ; Όταν μάλιστα το κέντρο βάρους της παγκόσμιας οικονομίας μεταφέρεται ριζικά στην Ασία; Η ανασυγκρότηση των υποδομών των ΗΠΑ και οι φοροαπαλλαγές τρισεκατομμυριών είναι διακηρύξεις αλληλοσυγκρουόμενες. Οι μετανάστες είναι ζωτικά απαραίτητοι για την οικονομία των ΗΠΑ, η εκδίωξή τους (όχι αν μπορούν να παρθούν ακόμα πιο σκληρά, ρατσιστικά μέτρα εναντίον τους) θα δημιουργούσε τεράστια προβλήματα. Οι δασμοί στα κινέζικα προϊόντα κ.λπ., έχουν οριακή χρησιμότητα για τις αμερικάνικες επιχειρήσεις, μια που οι κινέζοι καπιταλιστές θα μπορούσαν σαν αντίμετρα να αρχίσουν να εγκαταλείπουν τα αμερικάνικα δημόσια ομόλογα ή να προχωρούν σε ένα κύμα εξαγορών αμερικάνικων επιχειρήσεων — όπως και να ‘χει, η αρένα του ανταγωνισμού μεταξύ κινέζικων και αμερικάνικων πολυεθνικών δεν είναι η αμερικάνικη αγορά αλλά η παγκόσμια. Παραπέρα, είναι εντελώς αμφίβολο (για να μην πούμε «αδύνατο») ότι τέτοια «παραδοσιακά» μέτρα αρκούν πλέον για να αναχαιτιστεί η ισχυροποίηση της Κίνας και «να ξανανοίξουν τα εργοστάσια στις ΗΠΑ». Και ούτω καθεξής. Με άλλα λόγια: το «συμβόλαιο» του Τραμπ (με το οποίο απευθύνεται σε κομμάτια της λευκής εργατικής τάξης, των αγροτών κ.ά.), αν υποτεθεί ότι εφαρμόζεται, θα σήμαινε νέες τεράστιες επιθέσεις στην εργατική τάξη, στο όνομα της «εθνικής οικονομίας», δηλαδή υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου και των πλουσίων – και σε μια πορεία με εντελώς αμφίβολα (το λιγότερο) αποτελέσματα για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.
δ) Έτσι, ριζικές επιλογές και αναπροσανατολισμοί είναι σήμερα τόσο «αναγκαία» όσο και «αδύνατα» για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, τουλάχιστον μιλώντας με τους δεδομένους ταξικούς συσχετισμούς (όπου η πίεση του εργατικού κινήματος καθυστερεί σοβαρά σε σχέση με το μέγεθος και το βάθος της κρίσης). Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει εκείνη η ηγετική δύναμη που θα τα επιβάλλει σαν συνολικές λύσεις σε παγκόσμια κλίμακα – και αυτό είναι το καθοριστικό. Έτσι, κάθε «αμφισβήτηση» των μέχρι τώρα δεδομένων δεν παράγει κάποια λύση και ειδικά δεν φαίνεται ότι ο Τραμπ εκπροσωπεί την ηγεμονία ενός συνεκτικού εναλλακτικού προγράμματος (πέρα από την καταδίκη του «παλιού», του «κατεστημένου» κ.λπ.). Αντίθετα, τέτοιες «απόπειρες» απειλούν το παγκόσμιο καπιταλιστικό/ιμπεριαλιστικό σύστημα με άμεση εξάρθρωση. Αυτό το αδιέξοδο ή καλύτερα κενό στρατηγικής σημαίνει ότι η άμεση προοπτική δεν είναι για οποιοδήποτε νέο διεθνές σύστημα ισορροπιών, απλά χρωματισμένο και μετατοπισμένο κάπως από τη διακυβέρνηση Τραμπ – αλλά η ακόμα μεγαλύτερη αστάθεια και αβεβαιότητα, μεγάλωμα του κατακερματισμού της παγκόσμιας οικονομίας, της απειλής του πολέμου.
8. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα γίνει το πεδίο όπου αυτές οι αντιθέσεις θα ξεσπάσουν με σφοδρότητα, όντας στο επίκεντρο της οικονομικής κρίσης και έχοντας ουσιώδη μειονεκτήματα στον ανταγωνισμό με τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής μας (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία κ.ά.). Ήδη η μερική αποστασιοποίηση του Τραμπ από το ΝΑΤΟ και η απαίτησή του να πληρώνουν οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές πολύ περισσότερα οικονομικά ανταλλάγματα για την πολιτικο–στρατιωτική προστασία που τους προσφέρουν οι ΗΠΑ, έχει πανικοβάλει την ευρωπαϊκή μπουρζουαζία. Η διαλυτική κρίση και η πορεία αποσύνθεσής της ΕΕ θα ενταθούν. Μετά και το Brexit, στη μια χώρα μετά την άλλη (Ιταλία, Αυστρία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία κ.ά.) οι παραδοσιακές και φιλοΕΕ αστικές πολιτικές δυνάμεις απειλούνται άμεσα να εκδιωχθούν από την κυβέρνηση ή να χάσουν εξαιρετικά κρίσιμες εκλογικές μάχες και δημοψηφίσματα. Αυτές είναι οι αιτίες για τον πανικό των Μέρκελ, Ολάντ, Γιουνκέρ κ.λπ. από την εκλογή Τραμπ. Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν για τον ελληνικό καπιταλισμό, μαγγωμένο ανάμεσα σε μια καταρρέουσα ΕΕ και μια περιοχή (Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική κ.λπ.) που αναφλέγεται. Το σοκ των νενέκων τύπου Τσίπρα (περίμενε περιχαρής τον Ομπάμα ως προπομπό της Κλίντον!) και Μητσοτάκη, μπροστά στις ηφαιστειακές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, οι οποίες σαρώνουν τον ελληνικό καπιταλισμό και τις εξυπνάδες τους για «πόλο σταθερότητας» σαν αχυροκάλαμο, δεν κρύβεται όσο κι αν ψελλίζουν για «σταθερές διμερείς σχέσεις».
9. Από τον ένα ή τον άλλο δρόμο, η κρίση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, η συνολική δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και τα αδιέξοδά της, φέρνουν πιο κοντά μια ακόμα χειρότερη οικονομική κρίση, τεράστιες επιθέσεις στην εργατική τάξη και τους λαούς – και τον κίνδυνο του πολέμου. Από τα τεράστια ρήγματα που ανοίγει η οικονομική κρίση, η κρίση της αστικής πολιτικής και ιδεολογίας κ.λπ. ξεπροβάλλουν «τέρατα»: κόμματα και δυνάμεις, πρόσωπα και ιδεολογίες, πολιτικές και «λύσεις» που θυμίζουν αντιδραστικές εποχές όπως π.χ. του Μεσοπολέμου. Ταυτόχρονα, όμως, ανοίγονται και μεγάλα «παράθυρα στην ιστορία», ευκαιρίες για το εργατικό κίνημα, που θα πολλαπλασιαστούν τα επόμενα χρόνια, όπως προοιωνίζεται ο εκλογικός σεισμός στις ΗΠΑ. Εκεί βρίσκεται το κλειδί της κατάστασης, στο ξεπέρασμα των σημερινών αδυναμιών του εργατικού κινήματος, στην ανασυγκρότηση και ανασύνθεσή του, μέσα από τους αγώνες που σήμερα γίνονται παντού στον κόσμο και με την επέμβαση των επαναστατών μαρξιστών. Μόνο η πάλη του εργατικού κινήματος ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο, στον καπιταλισμό και την κρίση του, μόνο η οικοδόμηση ενός επαναστατικού κόμματος, στις ΗΠΑ και παντού, η πάλη για την εναλλακτική σοσιαλιστική λύση, μπορεί να δώσει διέξοδο από το χάος της «εποχής των τεράτων» και να φέρει στο προσκήνιο την πραγματική ελπίδα των εργαζομένων, των λαών, της ανθρωπότητας.