Επαναφορά του αφορολόγητου σημαίνει επαναφορά της αξιοπρέπειας σε εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενους ελεύθερους επαγγελματίες και
μικροεπιχειρηματίες. Και αυτό θα πρέπει να είναι το βασικό αίτημα των επαγγελματικών φορέων τους.
Η πρακτική της ευνοϊκότερης μεταχείρισης των εισοδημάτων που προέρχονται από μισθούς και συντάξεις στην Ελλάδα, είναι σχεδόν τόσο παλαιά, όσο είναι και η φορολογία εισοδήματος. Η πρακτική αυτή, κατά κύριο λόγο, βασίζονταν στη γενικότερη παραδοχή ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες είχαν τη δυνατότητα φοροδιαφυγής, κάτι που σε μεγάλο βαθμό άλλωστε αντιπροσώπευε και την πραγματικότητα.
Όμως, η δυνατότητα αυτή, εάν και στον βαθμό που υπήρχε, αφορούσε στις παλαιότερες δεκαετίες. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι γι’ αυτό ευθύνονταν η χαμηλή φορολογική συνείδηση του πληθυσμού, γενικότερα. Όμως, ευθύνονταν και η κακή οργάνωση του Κράτους, οι εγγενείς αδυναμίες από την έλλειψη μηχανογραφικών μέσων και –σοβαρότατος παράγοντας- η έλλειψη πολιτικής βούλησης ή καλύτερα, η συνενοχή του πολιτικού συστήματος. Όλα αυτά, όντως οδηγούσαν σε φοροδιαφυγή, η οποία -σε πολλές κατηγορίες ελευθέρων επαγγελματιών- συχνά έφθανε σε προκλητικά επίπεδα.
Σήμερα, πολλοί από τους παραπάνω παράγοντες εξακολουθούν να υφίστανται, όμως, αυτό συμβαίνει σε μειωμένο βαθμό. Κατά τις προηγούμενες δεκαετίες η μηχανογράφηση και οι νέες τεχνικές ελέγχου έχουν αλλάξει πολλά στην οργάνωση και τη λειτουργία του Κράτους. Μέσα από τη μηχανογράφηση είναι περισσότερο εύκολη και πλήρης η δυνατότητα παρακολούθησης της δραστηριότητας, των εισοδημάτων και της περιουσίας των φορολογουμένων. Βέβαια, λόγω της μεταβολής των αναγκών της χώρας, έχει αλλάξει –αναγκαστικά πλέον- και η πολιτική βούληση, παρά το ότι το πολιτικό σύστημα δείχνει απρόθυμο να αποβάλει τις πρακτικές που χαρακτήριζαν τη συμπεριφορά του επεί δεκαετίες.
Σε κάθε περίπτωση, εάν κάποιος μπορούσε να δικαιολογήσει την ύπαρξη μίας διαφορετικής μεταχείρισης μίας κατηγορίας φορολογουμένων στο παρελθόν, σήμερα αυτό δύσκολα θα μπορούσε να γίνει.
Όμως, ακόμη και εάν υπάρχουν σήμερα πολλοί συμπολίτες μας οι οποίοι συνεχίζουν να αποκρύβουν εισοδήματα, αυτό δε σημαίνει ότι το Κράτος δικαιολογείται να εφαρμόζει “οριζόντια μέτρα” που πλήττουν τους πάντες! Είναι βασική ευθύνη του Κράτους να αποδείξει ότι κάποιοι φοροδιαφεύγουν, να συλλάβει τη φοροδιαφεύγουσα ύλη και να τιμωρήσει τους παραβάτες.
Θεωρούμε αδιανόητο να ακούσουμε και σήμερα το επιχείρημα ότι το υπουργείο οκονομικών εξακολουθεί να μη μπορεί να συλλάβει τη φοροδιαφυγή. Στην ουσία δε θέλει. Και υπάρχουν άπειρα παραδείγματα που το αποδεικνύουν.
Παραδοσιακά, η διαφοροποίηση στην φορολογική επιβάρυνση μεταξύ μισθωτών, συνταξιούχων και ελευθέρων επαγγελματιών, γινόταν μέσα από το μηχανισμό του “αφορολόγητου” ποσού που δικαιούνταν ο κάθε φορολογούμενος. Σχεδόν πάντα, η κατηγορία των μισθωτών-συνταξιούχων απολάμβανε ένα υψηλότερο όριο αφορολογήτου, σε σχέση με τους ελεύθερους επαγγελματίες. Επί 60 περίπου χρόνια, η διαφορά στον τελικό φόρο που πλήρωνε η κάθε κατηγορία φορολογουμένων, ήταν μικρή και -θα λέγαμε- ανεκτή από την κοινωνία. Σήμερα όμως, η διαφορά αυτή είναι κολοσσιαία! Όπως αποδείξαμε σε μελέτη που δημοσιεύσαμε πριν καιρό (δείτε τη μελέτη), φέτος, για το ίδιο εισόδημα (αφορά στο “μέσο εισόδημα” όπως αυτό προσδιορίζεται από τη Eurostat) που απέκτησε ένας μισθωτός εντός του 2013, ο ελεύθερος επαγγελματίας πληρώνει κατά 169,3% περισσότερο φόρο!
Αυτό είναι πλέον έξω από κάθε λογική, υπερβαίνει την όποια ανοχή και θα πρέπει να σταματήσει. Θα πρέπει επιτέλους να εφαρμοστούν οι νόμοι και το Σύνταγμα!
Επιστημονική επιτροπή Βουλής των Ελλήνων: Η κατάργηση του αφορολόγητου είναι αντισυνταγματική!
Το αφορολόγητο όριο δεν είναι απλά ένας ακόμα συντελεστής στη πολύπλοκη φορολογική εξίσωση του φορολογουμένου. Είναι θεσμός δεδομένος σε όλη την Ευρώπη και μάλιστα με πολύ μεγάλη αξία για το κράτος δικαίου και τον σεβασμό της αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Αυτό το ποσό που είναι απαραίτητο για να εξασφαλίσει στον φορολογούμενο την ελάχιστη διαβίωση δεν πρέπει να φορολογείται γιατί αλλιώς προσβάλλεται η αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Πράγματι αν το κράτος ζητά από έναν φορολογούμενο να στερηθεί τροφή , ένδυση, ηλεκτρικό ρεύμα ή ύδρευση, προκειμένου να πληρώσει τον φόρο που του ζητάει τότε έχουμε παραβίαση μιας πολύ σημαντικής, ίσως της σημαντικότερης όλων των υποχρεώσεων που έχει το κράτος απέναντι στους πολίτες τους: Να σέβεται την αξιοπρέπειά τους.
Αυτά δεν είναι φλυαρίες κάποιων αντιμνημονιακών ζηλωτών. Είναι η άποψη αφενός της επιστημονικής επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων και αφετέρου του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου. Αφήνουμε τον αναγνώστη μας να διαβάσει το σχετικό απόσπασμα από την έκθεση της επιστημονικής επιτροπής της Βουλής. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα μείνει με το ερώτημα, γιατί δεν θέλουν οι πολιτικοί μας “να γίνουμε Ευρώπη” σε αυτό το ζήτημα;
“Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις δεν περιλαμβάνουν αφορολόγητο κλιμάκιο εισοδήματος για καμία κατηγορία εισοδήματος, ενώ ειδικώς για εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες μέχρι 42.000 ευρώ, αντί της θέσπισης αφορολόγητου ποσού εισοδήματος, προβλέπεται μείωσή του βάσει της προτεινόμενης κλίμακας αναλογούντος φόρου, αντιστρόφως ανάλογη του ύψους του εισοδήματος αυτού (άρθρο 16 του Νσχ). Όπως έχει επισημανθεί και στις εκθέσεις της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής επί των ν. 4110/2013 και 4024/2011, η κατάργηση του αφορολόγητου ποσού εισοδήματος ή η θέσπιση αφορολόγητου ποσού εισοδήματος το οποίο είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης του φορολογουμένου, ενδεχομένως, δεν είναι συμβατή με την αρχή της φορολόγησης βάσει της φοροδοτικής ικανότητας, τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και της παιδικής ηλικίας. Συναφώς επισημαίνεται πάγια νομολογία του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (βλ. BVerfGE 82, 60· 87, 153 [169-171]· 99, 216· 120, 125 [155] και 99, 246 [261]) η οποία έχει ως εξής: Ο συνταγματικώς κατοχυρωμένος σεβασμός της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 1 παρ. 1 GG), σε συνδυασμό με την επίσης συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή του κοινωνικού κράτους (άρθρο 20 παρ. 1 GG), αλλά και με την υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και των δικαιωμάτων του παιδιού (άρθρο 6 GG), δεσμεύουν τον κοινό νομοθέτη, ως προς τον σεβασμό του ελάχιστου ορίου διαβίωσης (existenzminimum) (βλ. και Tipke/Lang, Steuerrecht,20η εκδ., 2010, σελ.260-262, όπου και περαιτέρω βιβλιογραφία). Εν προκειμένω, εφόσον ο νομοθέτης, στο πλαίσιο του δικαίου της κοινωνικής πρόνοιας, καθόρισε ελάχιστο όριο διαβίωσης, το οποίο το κράτος υποχρεούται να εξασφαλίζει δια της καταβολής παροχών κοινωνικής πρόνοιας στους πολίτες που δεν διαθέτουν ίδια μέσα, είναι αυτονόητο ότι το ποσό αυτό δεν μπορεί να υπολείπεται του ελάχιστου ορίου διαβίωσης, το οποίο απαλλάσσεται του φόρου εισοδήματος. Συνεπώς, το αναγνωρισμένο στο δίκαιο της κοινωνικής πρόνοιας ελάχιστο όριο διαβίωσης συνιστά το ελάχιστο ποσό εισοδήματος που πρέπει να είναι αφορολόγητο (BVerfGE 87, 153 [169-171]. Συναφώς προς τα ανωτέρω σημειώνεται ότι, κατά τα πλέον πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (Ιούλιος 2013, με έτος αναφοράς το έτος 2011) για τις συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα (βλ. http://www.statistics.gr/portal/page/portal/ESYE/PAGE-livingcond/content/LivingConditionsInGreece_0713.pdf ), το κατώφλι κινδύνου φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 6.591 ευρώ ετησίως ανά άτομο, ενώ για τη χορήγηση του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (άρθρο 20 του ν.2434/1996) τα κριτήρια ατομικού και οικογενειακού εισοδήματος για το έτος 2013 έχουν προσδιορισθεί σε 9.884,11 ευρώ και 15.380,90 ευρώ, αντιστοίχως (ΚΥΑ 135688/0092/4.10.2011).”
Η αδικία σε βάρος των ελευθέρων επαγγελματιών και των μικρομεσαίων επιχειρηματιών
Ο νόμος 4172/2013 βάσει του οποίου φορολογούμαστε όχι μόνο δεν έχει πρόβλεψη για αφορολόγητο, αλλά κάνει μια αδικαιολόγητη διάκριση σε βάρος των ελευθέρων επαγγελματιών και μικροεπιχειρηματιών σε σχέση με τους μισθωτούς. Ειδικότερα, ο νόμος αυτός έχει προβλέψει στο άρθρο 16 μια μείωση φόρου ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος των μισθωτών:
1. Ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή του άρθρου μειώνεται κατά το ποσό των δύο χιλιάδων εκατό (2.100) ευρώ, όταν το φορολογητέο εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των είκοσι ενός χιλιάδων (21.000) ευρώ. Εάν το ποσό του φόρου είναι μικρότερο των δύο χιλιάδων εκατό (2.100) ευρώ, το ποσό της μείωσης περιορίζεται στο ποσό του αναλογούντος φόρου.
2. Για φορολογητέο εισόδημα το οποίο υπερβαίνει το ποσό των είκοσι ενός χιλιάδων (21.000) ευρώ, το ποσό της μείωσης μειώνεται κατά εκατό (100) ευρώ ανά χίλια (1.000) ευρώ του φορολογητέου εισοδήματος.
3. Όταν το φορολογητέο εισόδημα υπερβαίνει το ποσό των σαράντα δύο χιλιάδων (42.000) ευρώ δεν χορηγείται μείωση φόρου.
Με την διάταξη αυτή έμμεσα ο νομοθέτης επαναφέρει το αφορολόγητο αλλά μόνο στους μισθωτούς. Συγκεκριμένα όσοι μισθωτοί έχουν εισόδημα μέχρι 9.545,45 ευρώ θα φορολογηθούν μεν με 22% από το πρώτο ευρώ και ο φόρος θα είναι 2.100,00 ευρώ αλλά παράλληλα θα είναι δικαιούχοι της μείωσης φόρου ίσης με 2.100,00 ευρώ, οπότε δεν θα κληθούν να πληρώσουν φόρο. Αντίθετα όσοι ελεύθεροι επαγγελματίες και μικροεπιχειρηματίες έχουν το ίδιο εισόδημα θα κληθούν να πληρώσουν αυτό το ποσό. Εδώ ακριβώς ξεκινά και ο ακτιβισμός που προτείνουμε στα μέλη του κόμματός μας και στους πολίτες.
Η αρχή της ισότητας
Όσο και αν είναι δύσκολο να το πιστέψουμε, στο Σύνταγμα εξακολουθεί να ισχύει (τουλάχιστον θεωρητικά) η διάταξη που λέει ότι “Oι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους”. Πάνω σε αυτή την διάταξη θεωρούμε ότι πρέπει οι ελεύθεροι επαγγελματίες και μικροεπιχειρηματίες να ζητήσουν να εφαρμοστεί αναλογικά και σε αυτούς το άρθρο 16 του νόμου 4172. Δεν είναι λογικό ο μισθωτός με εισόδημα 9.500 ευρώ να μην φορολογείται και ο ελεύθερος επαγγελματίας ή μικροεπιχειρηματίας με ανάλογο εισόδημα να καλείται να πληρώσει φόρο 2.100 ευρώ. Η αρχή της ισότητας επιβάλλει να επεκταθεί η εφαρμογή του άρθρου 16 σε όλους τους πολίτες. Άλλωστε το προστατευτικό δίχτυ ενός αφορολόγητου ορίου είναι υποχρέωση του κράτους όπως άλλωστε δέχονται και τα δικαστήρια στο εξωτερικό.
Φυσικά υπάρχει το επιχείρημα που σίγουρα θα ακουστεί από τις εκάστοτε φιλοκυβερνητικές πηγές, ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι μικροεπιχειρηματίες φοροδιαφεύγουν και για αυτό είναι λογικό να γίνεται αυτή η διάκριση. Αυτό όμως είναι λάθος για τρεις λόγους: Πρώτον, όπως αναφέραμε και παραπάνω, η φοροδιαφυγή είναι αποτέλεσμα του ξεχαρβαλωμένου φοροελεγκτικού μηχανισμού και δεν μπορούν να τιμωρηθούν όλοι οι έλληνες ελεύθεροι επαγγελματίες μόνο και μόνο επειδή κάποιοι φοροδιαφεύγουν. Ας κάνει σωστά την δουλεία του ο ελεγκτικός μηχανισμός. Δεύτερον υπάρχουν ορισμένες κατηγορίες ελεύθερων επαγγελματιών όπως οι συμβολαιογράφοι ή οι ασφαλιστές οι οποίοι δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν γιατί είναι έτσι διαμορφωμένος ο τρόπος που λαμβάνουν τις αμοιβές τους ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα να αποκρύψουν εισοδήματα. Τρίτον, αν αποκαλείς συλλήβδην μια ολόκληρη κοινωνική τάξη “φοροφυγάδες” και τους μεταχειρίζεσαι έτσι, ακόμη και αν δεν είναι, τότε αυτοί οι φορολογούμενοι αποκτούν σοβαρό κίνητρο να γίνουν “φοροφυγάδες” , αφού όσο φορολογικά συνεπείς και αν είναι, για την εφορία θα είναι πάντα “απατεώνες”. Ποιο το όφελος από την έντιμότητά τους; Με άλλα λόγια δεν συμφέρει κανένα να είναι έντιμος όταν εκ των προτέρων έχει χαρακτηριστεί ως φοροφυγάς.
Εξάλλου τίθεται και ένα θέμα ηθικό σε περιπτώσεις “φοροδιαφυγής”, δηλαδή μη έκδοσης απόδειξης, σε πολύ μικρά εισοδήματα: Αυτός που “κλέβει” φόρους μόνο και μόνο για να επιβιώσει αυτός ή η οικογένειά του είναι άξιος τιμωρίας; Σε τι διαφέρει από αυτόν που κλέβει ψωμί για να το καταναλώσει, ο οποίος θα παραμείνει ατιμώρητος από το ποινικό δίκαιο; Τα ζητήματα που εγείρονται δεν μπορούν πια να αγνοούνται ή να θεωρούνται περιθωριακές εικασίες. Η κρίση που ζούμε όλοι το αποδεικνύει.
Η ενδικοφανής προσφυγή για ελεύθερους επαγγελματίες και για όσους έχουν απολέσει το “αφορολόγητο”
Με το υπόδειγμα προσφυγής που παρουσιάζει σήμερα η Ένωση Φορολογουμένων Ελλάδας έχουμε σαν σκοπό να ζητήσουμε από τα διοικητικά δικαστήρια που θα επιληφθούν του θέματος να αναγνωρίσουν ότι οι φορολογούμενοι που είναι ελεύθεροι επαγγελματίες και μικροεπιχειρηματίες δικαιούνται της μείωσης φόρου που δικαιούνται και οι μισθωτοί. Αυτή η κεκαλυμμένη επαναφορά του αφορολόγητου ορίου για τους μισθωτούς μέσω του άρθρου 16 του νόμου 4172 θα πρέπει να ισχύει για όλους. Δεν έχει λιγότερες ανάγκες ένας ελεύθερος επαγγελματίας με εισόδημα 9.500 από έναν μισθωτό με το ίδιο εισόδημα. Για τον λόγο αυτό όλοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες, και ειδικά αυτοί που έχουν εισόδημα κάτω από 21.000 ευρώ θα πρέπει να προσφύγουν δικαστικά διεκδικώντας την φορολογική εξομοίωσή τους με τους μισθωτούς με την εφαρμογή του άρθρου 16 και σε αυτούς. Υπενθυμίζουμε ότι όσοι δεν μπορούν να καλύψουν έξοδα δικηγόρων και παραβόλων θα πρέπει να απευθύνονται στις διοικήσεις των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων ώστε να τους χορηγείται το ευεργέτημα της πενίας.
ΠΡΟΣΟΧΗ! Η προθεσμία για την κατάθεση ενδικοφανούς προσφυγής λήγει 30 μέρες από την ημερομηνία υποβολής της φορολογικής σας δήλωσης! Μετά την ημερομηνία αυτή, ουδεμία ενέργεια μπορείτε να κάνετε!