στον Νίκο Κολίτση και στο Metrosport.gr
Του Νίκου Κολίτση (Metrosport.gr)
Ντράγκαν Μίτροβιτς, προπονητής Προμηθέα Στυλίδας, πρώην ποδοσφαιριστής και στατιστικά ο πρώτος σκόρερ της Γ' εθνικής στην Ελλάδα, διεθνής με τις εθνικές ομάδες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, με ελληνική υπηκοότητα πλέον, με μακρά πετυχημένη θητεία, σε ομάδες όλων των κατηγοριών στο ελληνικό ποδόσφαιρο, μεταξύ των οποίων: Πόντιοι Βέροιας, Απόλλων Κρύας Βρύσης, Πιερικός, Αετός Σκύδρας, Ιαλυσός Ρόδου.
Σε ηλικία 16,5 ετών έκανα ντεμπούτο στην Α' εθνική Γιουγκοσλαβίας και έκτοτε έχω παίξει σε όλες της εθνικές ομάδες, όντας αρχηγός της Ολυμπιακής ομάδας. Ήρθα στην Ελλάδα σε ηλικία 27 ετών από τη Γαλλία, όπου αναγκάστηκα να πάω λόγω του πολέμου, την περίοδο 1988-89, με μεταγραφή από την ομάδα μου, τη Νις.
«Η πρώτη μου ομάδα στην Ελλάδα ήταν οι Πόντιοι Βέροιας το 1992, με Νταμπίζα, Νινιάδη, Ατματζίδη». Μετά πήγα στον Ποσειδώνα Μηχανιώνας, με τον απίστευτο προπονηταρά Παπαφωτίου, Κρύα Βρύση για δύο χρονιές, μετά Ιαλυσό Ρόδου, όπου σε έξι μήνες έβαλα 14 γκολ, αλλά λόγω προβλήματος υγείας του πατέρα μου ήθελα να είμαι στη Βόρεια Ελλάδα και μετακινήθηκα για τρία χρόνια στον Αετό Σκύδρας, με προπονητή τον Χατζάρα, τρία χρόνια στον Πιερικό, με προπονητές τον Σταύρο Διαμαντόπουλο, τον Τάκη Λιάπη, όπου πέρασα πολύ ωραία και σε ηλικία 38 ετών ήρθα στη Στυλίδα. Έπαιξα δύο ακόμη χρόνια και μετά βαρέθηκα.
Είμαι καθηγητής ποδοσφαίρου, με δίπλωμα Ουέφα και προπονητής πλέον στην ακαδημία του Προμηθέα Στυλίδας, που αγωνίζεται στην Α' κατηγορία της ΕΠΣ Φθιώτιδας, εδώ και 14 χρόνια. Η κρίση μας έκανε να φύγουν πολλά παιδιά, αλλά και να τα βοηθάμε παράλληλα να βρούνε δουλειά για να μπορούν να ζήσουν και έτσι το ρόστερ μας μειώθηκε αναγκαστικά κατά 16 άτομα από την αρχή της χρονιάς. Εμείς τα ενθαρρύνουμε τα παιδιά να φεύγουν και να βρίσκουν δουλειές. Έχουμε 15 χρονών ποδοσφαιριστές που παίζουν Α' τοπικό, η διαφορά φαίνεται στα σώματά τους, αλλά είναι στο μυαλό εκπαιδευμένα.
«Η ουσία είναι το τσιπάκι να έχει ο παίκτης και το σώμα θα έρθει στην πορεία». To πιο εύκολο είναι να κάνεις έναν παίκτη να έχει φυσική κατάσταση. Δύο μήνες προετοιμασία και έγινε. Δεν μπορείς όμως να κάνεις έναν παίκτη από small, extra large. Χρειάζεται να περιμένεις για ν' αναπτυχθεί.
Το 1992 δεν υπήρχε τίποτα σε επίπεδο ακαδημιών και οργάνωσης. «Η Ελλάδα πλέον δουλεύει, παράγει ταλέντα, αλλά αυτό που δε μου αρέσει είναι ότι δύσκολα δίνουν ευκαιρίες σε νέους Έλληνες παίκτες. Εδώ δίνουμε ευκαιρίες σε κοινοτικούς, «κουτσές Μαρίες» και βάζουμε τα Ελληνόπουλα στον πάγκο να κάθονται και να μην παίζουν».
Έχω δεθεί περισσότερο με την Κρύα Βρύση, αλλά τα μέρη μου είναι όλη η περιοχή στη Βόρεια Ελλάδα, στην Πέλλα, στην Πιερία, στην Ημαθία, στη Χαλκιδική και στη Θεσσαλονίκη.
«Όταν με ρωτάνε από πού είμαι, απαντάω, χωρίς δισταγμό, από τη Μακεδονία».
Αν μου ζητήσουν από την Κρύα Βρύση αύριο ν' αναλάβω την ομάδα, η απάντηση είναι εύκολη. Τα παιδιά μου έχουν σπουδάσει στην Ελλάδα, δουλεύουν πλέον στην Αθήνα και μπορώ να πω στη γυναίκα μου «σήκω, φεύγουμε, πάμε με τα πόδια στη Βόρεια Ελλάδα». Αυτό δε σημαίνει ότι εδώ δεν έχουμε φίλους και μάλιστα φανταστικούς.
Ο Τζόρτζεβιτς ήρθε στον Πύργο σε ηλικία 19 ετών. Με τον Σαμπανάζοβιτς έχουμε παίξει μαζί σε όλες τις εθνικές ομάδες. Μίχιτς στην Πτολεμαίδα, Γιοβάνοβιτς στον Ηρακλή, Σαβέφσκι και Σλίσκοβιτς στην ΑΕΚ, είναι ορισμένοι απ' όσους έχουν προσφέρει στην Ελλάδα στην εποχή μου.
«Το σημαντικό από τους ξένους ποδοσφαιριστές στην Ελλάδα είναι πόσοι απ' αυτούς έχουν δώσει και δεν έχουν μόνο πάρει».
«Γι' αυτό και εγώ, νιώθοντας την Ελλάδα δεύτερη πατρίδα μου, από το 2002 έχω πολιτογραφηθεί Έλληνας, το ίδιο και η γυναίκα μου και τα παιδιά μου».
Η πάλαι ποτέ σχολή ποδοσφαίρου της πρώην Γιουγκοσλαβίας έχει συρρικνωθεί πλέον σε ομάδες με οικονομικές δυνατότητες.
Ορισμένα από τα παιδιά που έχω στην ομάδα, έχουν κατακτήσει την τρίτη θέση στο πανελλήνιο πρωτάθλημα Λυκείων, πριν τρία χρόνια, ανάμεσα σε 7249 Λύκεια. Όλη η ομάδα του Λυκείου έπαιζε στον Προμηθέα Στυλίδας στη Β' κατηγορία και σήμερα πολλοί σπουδάζουν στα Πανεπιστήμια. Αυτό είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμα.
Είχα πολλές ενοχλήσεις για ν' αναλάβω ομάδες και επαγγελματικών κατηγοριών, αλλά είμαι συναισθηματικά δεμένος με την ομάδα και τα παιδιά αυτά.
«Όταν παίρνεις ένα παιδί έξι χρονών και φτάνει μέχρι την ηλικία των δεκαοκτώ χρονών, γίνεται ποδοσφαιριστής και πάνω απ΄ όλα σωστός άνθρωπος, δεν μπορείς να είσαι στυγνός επαγγελματίας». Σ' αυτό το κομμάτι δεν είμαι. Όσο ήμουν ποδοσφαιριστής το έκανα, ως προπονητής όχι.
«Η χειρότερη στιγμή στη ζωή μου ήταν ο βομβαρδισμός στη Σερβία». Μας είχαν στιγματίσει ως εγκληματίες. Από σπόντα ήρθα στην Ελλάδα. Υπέγραψα στις 12 το βράδυ, τελευταία ημέρα των μεταγραφών το καλοκαίρι, απογοητευμένος από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στην Ευρώπη, για τα ψέματα που έλεγαν σε βάρος της Σερβίας. Ήθελα να σταματήσω το ποδόσφαιρο σε ηλικία 27 χρονών.
Όταν πήγα να συναντήσω τον παππού μου και του ανακοίνωσα την απόφαση μου να σταματήσω και την πρόταση που είχα από την Ελλάδα, μου είπε: «Έχεις ακόμα 15 χρόνια μπάλα. Να πας στην Ελλάδα. Εκεί περπατούσε ο πατέρας μου, πέρασε με τα πόδια την Αλβανία στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Εκεί είναι η Ορθοδοξία, εκεί είναι οι φίλοι μας. Σου είχα πει να μην πας στη Γαλλία, τώρα σου λέω να πας στην Ελλάδα». Αυτό το γεγονός έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην απόφασή μου και ευτυχώς πρόλαβα και ήρθα.
Ένα μόνο μπορώ να πω: «Ελλάς, Σερβία, Συμμαχία».
Η καλύτερη στιγμή μου είναι η τρίτη θέση στην Ευρώπη με την Εθνική Νέων Γιουγκοσλαβίας, η συμμετοχή μου σε κύπελλα Ουέφα με τη Νις, η πρώτη θέση του σκόρερ όλων των εποχών στατιστικά στη Γ' εθνική κατηγορία και πάνω απ' όλα οι καθημερινές επιτυχίες με τους νεαρούς ποδοσφαιριστές μου.
Ο προπονητής της Εθνικής Ελλάδας πρέπει να γνωρίζει και να μαθαίνει την ελληνική νοοτροπία και να έχει, όσο το δυνατόν, τα χαρακτηριστικά του Ρεχάνγκελ, που ήταν γάτος, καθώς πολύ γρήγορα κατάλαβε πού βρίσκεται, αντιλήφθηκε ποια είναι τα όπλα των Ελλήνων, προσάρμοσε τις τακτικές στις δυνατότητες των ποδοσφαιριστών του και τους έκανε «Λεωνίδες», γιατί αυτό που έκανε η Ελλάδα στο ποδόσφαιρο είναι αντίστοιχο με τη μάχη στις Θερμοπύλες!