Μπορούν να συνυπάρξουν; Πολλές φορές αναρωτιέται κανείς αν η ανάπτυξη λειτουργεί εις βάρος του περιβάλλοντος και αν η προστασία του περιβάλλοντος λειτουργεί ανασταλτικά
προς την ανάπτυξη. Κράτη με οργάνωση στη δημόσια διοίκηση, στη λειτουργία των επιχειρήσεων και με υψηλό επίπεδο παιδείας καταφέρνουν να συγκεράσουν τους δύο τομείς. Στη χώρα μας δεν λείπει η εκπαίδευση, λείπει η παιδεία. Δεν λείπει η δημόσια διοίκηση λείπει η συνείδηση ότι υπάρχει η δημόσια διοίκηση και ότι αυτή λειτουργεί και ότι πρέπει να λειτουργεί αμερόληπτα και αδιάλειπτα, απαλλαγμένη από επεμβάσεις αιρετών και συμφερόντων.
Αυτό στην πράξη μεταφράζεται πως μια επιχείρηση για να αδειοδοτηθεί λαμβάνει έγκριση περιβαλλοντικών όρων ίδρυσης και λειτουργίας, όμως με το πέρασμα του χρόνου η λειτουργία της αποκλίνει από τα όρια που έχει θέσει η πολιτεία με τις εγκρίσεις που έχει χορηγήσει. Αυτό συμβαίνει πρώτον γιατί στη συνείδηση του επιχειρηματία υπάρχει η λανθασμένη εντύπωση ότι οι αξιόποινες πράξεις του θα περάσουν στο απυρόβλητο, είτε λόγω γνωριμιών είτε προσωπικής απαξίωσης της δημόσιας διοίκησης και του Κράτους, και δεύτερον γιατί το κόστος τήρησης των περιβαλλοντικών όρων προτιμάει να το στρέφει σε κέρδος της επιχείρησης.
Από την άλλη πλευρά η ανάπτυξη είναι ένας γενικός όρος που στο μυαλό των πολιτών, πολιτικών και αιρετών μάλλον έχει πάρει λάθος κατεύθυνση. Η ανάπτυξη δεν μπορεί να έχει την ίδια μορφή σε όλα τα μήκη και πλάτη της Επικράτειας. Αυτό είναι δεδομένο. Όμως δεδομένο είναι και το γεγονός πως αδυνατούμε να δούμε τα πλεονεκτήματα κάθε σημείου της Επικράτειας με τις συγκεκριμένες συντεταγμένες τους, τετμημένη και τεταγμένη, που ορίζουν σε ποιο πλαίσιο μπορεί να κινηθεί η διαβόητη ανάπτυξη. Όπερ σημαίνει ότι σε μια περιοχή που γειτνιάζει με οδικούς άξονες, που δεν είναι ενταγμένη σε πλαίσιο προστασίας της φύσης μπορεί να αναπτυχθεί η βιομηχανία ενώ μια άλλη περιοχή που προστατεύεται από τη νομοθεσία και αποτελεί ένα ιδιαίτερο οικοσύστημα μπορεί να αναπτυχθεί διαφορετικά και μάλιστα να έχει πολλά περισσότερα οφέλη από όσα κάποιος μπορεί να φανταστεί. Το πρόβλημα σε αυτήν την περίπτωση έγκειται στην κατανόηση αυτού του συγκριτικού πλεονεκτήματος, κατανόηση που προϋποθέτει να ξεπεραστούν παλιές νοοτροπίες, ζήλια για το πλεονέκτημα του γείτονα, που προϋποθέτει παιδεία.
Έπειτα λοιπόν από όλα αυτά καταλήγω στο συμπέρασμα πως μπορεί να παντρευτεί η ανάπτυξη με το περιβάλλον, αρκεί η ομήγυρή τους να κατανοήσει πως ένας τέτοιος γάμος θα στεριώσει αν δεν υπάρξουν μνηστήρες που θα πολιορκούν, ζήλιες και εμπάθειες που θα τους αποπροσανατολίσουν, καλή κατανομή των συζυγικών βαρών, ώστε να μην περιορίζει ο ένας σύζυγος την βιωσιμότητα του άλλου.
Αν λοιπόν εμείς οι βουλευτές, οι υπόλοιποι αιρετοί και οι πολίτες κατανοήσουμε πως η ανάπτυξη και το περιβάλλον είναι υπαρκτές οντότητες και όχι κάτι άυλο, οι οποίες απλά δεν έχουν μιλιά να μιλήσουν, χέρια να χειροδικήσουν, τότε όλοι εμείς μπορούμε να συντονιστούμε και να τους δώσουμε τη μορφή που τους πρέπει και να προστατεύσουμε αυτή την τόσο σημαντική τους σχέση. Η συνεισφορά ενός/μίας βουλευτή στο πάντρεμα αφορά την κατεύθυνση, τον προσανατολισμό, την πολιτική που μπορεί να ακολουθηθεί σε έναν τόπο ώστε να προκύψει το βέλτιστο αποτέλεσμα. Ο/Η βουλευτής συνεπώς πρέπει να έχει όραμα και σκέψη με προοπτική ώστε να καταφέρει να δώσει την ώθηση που απαιτείται. Τέλος όσον αφορά το νομοθετικό του/της έργο, οφείλει να δημιουργεί το κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο ώστε το περιβάλλον και η ανάπτυξη να στεγαστούν σε μία ασφαλή, ευέλικτη και σταθερή «νομοθετική κατοικία».