Ένας πυρσός που
αργοσβήνει…
Σε λιγότερο από ένα μήνα θα
στηθούν εκ νέου κάλπες, αυτή τη φορά για την ανάδειξη νέου προέδρου στη Νέα
Δημοκρατία. Θα είναι η έβδομη εκλογή νέου αρχηγού στην ιστορία της
κεντροδεξιάς
παράταξης και η δεύτερη που θα πραγματοποιηθεί από την εκλογική βάση του
κόμματος. Γι’ αυτό και οι εσωκομματικές εκλογές μονοπωλούν τις τελευταίες
εβδομάδες το ενδιαφέρον στις τάξεις της σημερινής ΝΔ, χωρίς μάλιστα να έχει
προηγηθεί η αναζήτηση των αιτιών της απώλειας σχεδόν δύο (2) εκατομμυρίων ψηφοφόρων
από τις εθνικές εκλογές του 2004, ούτε μία ουσιώδης αυτοκριτική για τις δομές
του κόμματος, τις πολιτικές που ακολούθησε διαχρονικά και κυρίως τη συνδρομή
των τελευταίων στη χρεωκοπία μας. Αυτός άλλωστε είναι ο βαθύτερος λόγος της
νεοδημοκρατικής κρίσης ταυτότητας.
Όταν πριν από 41 χρόνια ο
Κωνσταντίνος Καραμανλής ίδρυε τη Νέα Δημοκρατία, έθετε σε εφαρμογή το σχέδιό
του για ένα κόμμα σύγχρονο -για την εποχή του-, ευρωπαϊκό και πρωτίστως
φιλελεύθερο, απογαλακτισμένο από ακροδεξιά βαρίδια του παρελθόντος. Για το λόγο
τούτο ως άρμα της πολιτικής της βρισκόμενης στα σπάργανα ΝΔ έθετε το ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό, κάτι που
επιβεβαιώθηκε και στο 1ο Συνέδριο του κόμματος. Ένα ιδεολογικό
υπόβαθρο, δηλαδή, προσανατολισμένο στην ελεύθερη αγορά με ορθολογικό κρατικό παρεμβατισμό σε μείζονος σημασίας πεδία
πολιτικής, όπως η υγεία και η παιδεία, το οποίο πλην της κυβερνητικής περιόδου
Καραμανλή του πρεσβύτερου, χαρακτήριζε και την αντίστοιχη του Μητσοτάκη.
Εντούτοις, παρόλη την επίκληση
του φιλελευθερισμού -«ριζοσπαστικού»
ή «κοινωνικού»- από το σύνολο των
σημερινών εκπροσώπων -βουλευτών, πολιτευτών και τοπικών παραγόντων- της ΝΔ,
ελάχιστοι είναι εκείνοι που τον ασπάζονται πραγματικά. Με την προέλαση Ανδρέα
Παπανδρέου και ΠΑΣΟΚ κατά τη δεκαετία του 80’, αλλά και μετέπειτα, το χρονικό
διάστημα 1993-2004, η ΝΔ εισήλθε στα ύδατα ενός πρωτοφανούς συντηρητισμού. Με άλλα λόγια το
φιλελεύθερο κόμμα “πασοκοποιήθηκε”. Το
πρόταγμα της ανοικτής αγοράς αντικαταστάθηκε από ένα φόβο ως προς την ιδιωτική πρωτοβουλία και τον ανταγωνισμό. Η
ανόθευτη λειτουργία της οικονομίας έγινε βορά
των γαλάζιων συντεχνιών. Η δε αξιοκρατική στελέχωση του κρατικού μηχανισμού
αποτέλεσε μάλλον ένα ωραίο νεοδημοκρατικό ανέκδοτο,
αναλογιζόμενοι το τι συνέβη στη μυθοποιημένη κυβερνητική περίοδο Κώστα Καραμανλή.
Η πλειονότητα των πολιτικών και
των οπαδών της ΝΔ έχει πράγματι μυθοποιήσει την πενταετία 2004-2009.
Εστιαζόμενοι μοναχά στο βέτο στο Βουκουρέστι, στο ρωσικό αγωγό και στην “ανατροπή” Καραμανλή από ξένες “Υπερδυνάμεις”, λησμονούν μια σειρά από άλλα
γεγονότα. Λησμονούν, πως οι βαρύγδουπες δηλώσεις περί «επανίδρυσης του κράτους» και «πάταξης
της διαφθοράς και της διαπλοκής» έμειναν μόνο στα χαρτιά. Ξεχνούν την αδράνεια και την αναβλητικότητα που
χαρακτήριζε το κυβερνητικό έργο την εποχή εκείνη. Δεν ενθυμούνται την αναποφασιστικότητα ως προς την πρόληψη
των συνεπειών της διεθνούς οικονομικής κρίσης, που είχε κάνει την εμφάνισή της
από το καλοκαίρι του 2008. Και τέλος δεν παραδέχονται τις ευθύνες της ΝΔ ως προς τη διόγκωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων,
επιρρίπτοντάς τες μοναχά στους τόκους από τα δάνεια του ΠΑΣΟΚ, και ουχί στις
μονιμοποιήσεις εν μία νυχτί δεκάδων χιλιάδων “κυανοπαίδων” συμβασιούχων, άνευ μάλιστα στοιχειώδους ελέγχου ως
προς τα τυπικά τους προσόντα.
Βέβαια, η αδυναμία, πολλώ δε μάλλον
η δειλία ανάληψης των ευθυνών από πλευράς εκπροσώπων και νέας ηγεσίας της Νέας
Δημοκρατίας εκδηλώθηκε κατά το διάστημα της Κυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου.
Επαναλαμβανόμενοι τα λάθη του πρώτου κατά την άνοιξη του 2009, βουλευτές και
ηγεσία επιδόθηκαν σε μια άνευ ελέους στείρα
κριτική προς την τότε Κυβέρνηση, δίχως την πρόταξη σοβαρών και ρεαλιστικών
εναλλακτικών προτάσεων. Η ύστατη δε συναίνεση του φθινοπώρου του 2011 κατάντησε
λίαν συντόμως σε μια 6μηνη κυβερνητική
παρωδία διαμοιρασμού δημοσίων αξιωμάτων και ενός παρατεταμένου εκλογικού
κύκλου, που έφερε για πρώτη φορά τη χώρα στα πρόθυρα της εξόδου από το στενό
πυρήνα της ευρωζώνης.
Αλλά και έπειτα, όταν ανέλαβαν ο
αρχηγός και βουλευτές της συντηρητικής παράταξης κυβερνητικά καθήκοντα τον
Ιούνιο του 2012, η ιδεολογική και πολιτική τους φτώχεια, όπως και η αγωνία διεκπεραίωσης
υποθέσεων της εκλογικής τους πελατείας έγιναν πιο έκδηλες από ποτέ. Τα
φληναφήματα των «Ζαππείων» των
προηγούμενων ετών μετετράπησαν σε μια προκλητική οικειοποίηση των Μνημονίων, ελέω της αδυναμίας πρόταξης
εναλλακτικών επιλογών. Οι Γενικές Γραμματείες και οι Διοικήσεις Οργανισμών
στελεχώνονταν με αποτυχόντες πολιτευτές, τη στιγμή που δομικές μεταρρυθμίσεις
ξηλώνονταν -ειδικά μετά τις ευρωεκλογές- με εκπρόθεσμες και ετερογενείς τροπολογίες.
Οι περισσότεροι εκ των Υπουργών ξημεροβραδιάζονταν σε τηλεοπτικά πάνελ, οι
βουλευτές από την άλλη περιόδευαν με “ρουσφετόχαρτα” στα υπουργικά
γραφεία, εκδηλώνοντας ταυτόχρονα το συντηρητισμό
και την ομοφοβία τους σε
κανονιστικές ρυθμίσεις και δομές που συναντώνται σε όλη τη φιλελεύθερη Ευρώπη,
όπως ο αντιρατσιστικός νόμος, το σύμφωνο συμβίωσης, το τέμενος των μουσουλμάνων
πολιτών. Μετερχόμενοι δε στην αντιπολίτευση, επιδόθηκαν για μία ακόμη φορά σε στείρες κριτικές απέναντι στην
ομολογουμένως κακή και έως ενός σημείου επικίνδυνη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ,
φθάνοντας ως και την προεκλογική περίοδο του περασμένου Σεπτεμβρίου, όπου άνευ
οιασδήποτε έστω συμβολικής
αλλαγής στα ψηφοδέλτια, πίστεψαν πως μοναχά με τις λαϊκίστικες κορώνες και την κομματική
συσπείρωση θα υπερκερνούσαν το φαινόμενο Τσίπρα. Μόνο η δεύτερη στο 7μηνο
-και τέταρτη στο 16μηνο- ήττα στάθηκε ικανή να κρούσει τον κώδωνα στα
νεοδημοκρατικά ώτα, ανοίγοντας επίσημα τις διαδικασίες εκλογής νέας ηγεσίας. Μιας
εκλογής, που τείνει να οδηγηθεί σε καλλιστεία
αντί για αγώνα ιδεών και προτάσεων μεταξύ των υποψηφίων.
Οι ευθύνες για τον πιθανό ευτελισμό της εκλογικής διαδικασίας
επιμερίζονται σε δύο (2) κυρίως στρατόπεδα υποψηφίων. Αφ’ ενός σ’ εκείνο του
προσωρινού-υπηρεσιακού αρχηγού, πάνω στον οποίο έχει πέσει σχεδόν όλο το
καραμανλικό μπλοκ. Ακολουθώντας το πρότυπο βαρωνιών
και βιλαετιών, που διαχρονικά
μαστίζουν τη συντηρητική παράταξη, οι συγκεκριμένοι βουλευτές, πολιτευτές και
ποικίλου είδους παραγοντίσκοι στερούμενοι, μαζί με τον υποψήφιό τους, ουσιωδών
προτάσεων για την αναδόμηση του
κόμματος, επιθυμούν να παραμείνει η Νέα Δημοκρατία ένας πολιτικός οργανισμός με
«κλειστές πόρτες», “κληρονομική διαδοχή” ως προς τα δημόσια
αξιώματα και τις κομματικές καρέκλες, πλήρως απομονωμένος από το κοινωνικό
σύνολο. Στην ίδια γραμμή συντάσσεται και η ηγεσία της Νεολαίας του κόμματος,
επιδιώκοντας τη συνέχιση της παραγωγής αφισοκολλητών σε μια προσπάθεια συλλογής
“ενσήμων” στην κομματική επετηρίδα.
Από την άλλη, ο εκ Βορρά
κατερχόμενος υποψήφιος, στηριζόμενος από το «κακό σύστημα» ενός τέως
πρωθυπουργού, σαν άλλος Αλέξης, προτάσσει το «νέο» έναντι του «παλιού».
Ποιο «νέο» όμως, όταν η όψιμη
πολιτική του βουλιμία τον εμποδίζει να συνειδητοποιήσει τις συνέπειες της απουσίας του αρχηγού της
αξιωματικής αντιπολίτευσης από το Κοινοβούλιο ελέω ασυμβιβάστου. Απεναντίας, άκρως παλαιοκομματικήνοοτροπία υποδεικνύει η προτίμηση
των τηλεοπτικών πάνελ και της εξέδρας με τους στρατευμένους χειροκροτητές
έναντι του, εξαιρετικής σημασίας για τη Δημοκρατία μας, κοινοβουλευτικού διαλόγου εντός της αίθουσας της Ολομελείας.
Μόνο οι δύο (2) έτεροι εκ των
υποψηφίων εμφανίζονται να διακατέχονται από σαφές ιδεολογικό υπόβαθρο και
σοβαρές προτάσεις για την επόμενη μέρα τόσο της ΝΔ, όσο και της χώρας.
Μητσοτάκης και Γεωργιάδης, άλλωστε, αποτέλεσαν τους εργατικότερους και ίσως
αποτελεσματικότερους μεταρρυθμιστές Υπουργούς κατά την περίοδο της
συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, όντες πλήρως αφοσιωμένοι
στο έργο τους και ουχί στην καλλιέργεια δημοσίων σχέσεων. Ήταν σχεδόν οι μόνοι
που τέθηκαν αντιμέτωποι τόσο με το κομματικό κράτος, όσο και με κρατικοδίαιτες
συντεχνίες, όπως η ΑΔΕΔΥ και οι σύλλογοι ιατρών -κυρίως εκείνος των Αθηνών-,
φαρμακοποιών και φαρμακοβιομηχάνων. Εντούτοις, και οι δυο (2) τους παρουσιάζονται
από δημοσκόπους ως outsiders, καθότι στις τάξεις της
πλειονότητας των Νεοδημοκρατών οι ανωτέρω αξίες δεν μετράνε έναντι του
παραγοντισμού, των πελατειακών σχέσεων, της αποκατάστασης των λοχαγών του
κομματικού στρατού. Μια από τα ίδια με τους όψιμους υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ
δηλαδή.
Κοντολογίς, είναι απορίας άξια η
συμμετοχή των προεκτεθέντων τέως Υπουργών ως υποψήφιοι στη διαδικασία εκλογής
νέου προέδρου. Στη διαδικασία ενός κόμματος, του οποίου οι απαρχαιωμένες δομές
και αντιλήψεις έχουν εντρυφήσει και στην πλειονότητα του ακροατηρίου του,
παρόλο που το έχουν οδηγήσει προ του επιθανάτιου
ρόγχου. Ωστόσο, ποτέ δεν είναι αργά. Εάν μάλιστα επιβεβαιωθούν οι
προβλέψεις περί του αποτελέσματος των εσωκομματικών αρχαιρεσιών, θα έχουν
ελεύθερο πια το πεδίο για να αποχωρήσουν. Και όντες εκπρόσωποι -ιδίως ο εις εξ’
αυτών- του φιλελεύθερου-μεταρρυθμιστικού
χώρου δύνανται, εκουσίως ή και ακουσίως, να συμβάλλουν στην προσπάθεια ανασύνταξης και απαλλαγής από
λαθρεπιβάτες, που καταβάλλουν έτερες πολιτικές δυνάμεις, κατέχοντας την
ικανότητα να συνδυάζουν και να αντιπροσωπεύουν επάξια το
φιλελεύθερο-προοδευτικό κέντρο, το «Κέντρο
των Αλλαγών».
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Πολιτικός
Επιστήμονας,
Συγγραφέας του
βιβλίου «Πρωθυπουργοκεντρισμός : Η
δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της Κυβέρνησης στο πολιτικό μας σύστημα» (εκδ.
Μπατσιούλας, 2014).