Ρεπορτάζ από το Αμβούργο: Τι ζητούν οι Γερμανοί;
Του Γρηγόρη Ζαρωτιάδη, Επικ. Καθηγητή, ΟΠΕ, ΑΠΘ
Στο αεροπλάνο το πρωί της «αποφράδας» Πέμπτης (05/02/2015) ξεφύλλιζα τους Financial Times (ευρωπαϊκή έκδοση). Κεντρικό θέμα στο πρωτοσέλιδο ο υπερδιπλασιασμός του συνόλου των ανοικτών χρεών παγκοσμίως, του παγκοσμίου χρέους υπό μια έννοια, το οποίο έφτασε αισίως στα 199 τρις $, από 87 τρις $ που ήταν στην αυγή του 21ου αιώνα. Μια ακόμη απόδειξη της δυσθεώρητης διεύρυνσης της χρηματοπιστωτικής φούσκας, του βασικού, ειδοποιού χαρακτηριστικού της σύγχρονης συστημικής κρίσης. Στο εσωτερικό της εφημερίδας η αναπόφευκτη αναφορά στο ευρωπαϊκό σήριαλ. Όμως κάτω από τη σύντομη υπενθύμιση για την επικείμενη συνάντηση του κου Βαρουφάκη με τον κο Σόιμπλε, ο αρθρογράφος συζητούσε εκτενώς την «ανασφάλεια που αυξάνει ως προς το σχέδιο των ιδιωτικοποιήσεων».
Ο διπλανός μου, τουρκικής καταγωγής συνεπιβάτης, αντιλαμβανόμενος την προσήλωσή μου στα εν λόγω γραφόμενα, μου αντέτεινε τον χαιρετισμό της εβδομάδας εκτείνοντας το αριστερό του χέρι με τεντωμένο τον αντίχειρα και αναφωνώντας το όνομα του έλληνα πρωθυπουργού: «Tsipras» … Του χαμογέλασα με ικανοποίηση, αναλογιζόμενος το θετικό κλίμα από τις συνομιλίες της προηγούμενης ημέρας, παρά τη δυσοίωνη ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αργά το βράδυ.
Στο αεροδρόμιο του Αμβούργου, μας περίμενε όμως μια ακόμη ψυχρολουσία: τα νέα από τη συνάντηση στο Βερολίνο δεν ήταν καλά. Ωσάν να έδωσε το σύνθημα, οι λοιποί υποτακτικοί της ευρωπαϊκής νεοφιλελεύθερης κλίκας ακολούθησαν τη στάση του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών. Βέβαια ο υπεύθυνος της γερμανικής μπυραρίας που καθίσαμε, ονόματι Βασίλης από το Κιλκίς, μας υπενθύμισε την ηθική αναθάρρηση της πληγωμένης εθνικής μας υπερηφάνειας: «Έχουμε τουλάχιστον κάποιους που τολμάνε να μας υπερασπιστούν! Η οικογένειά μου ψηφίζει Νέα Δημοκρατία αλλά εγώ τους υποστηρίζω».
Η νέα κυβέρνηση έκανε αυτό ακριβώς που θα έπρεπε μετά τις εκλογές: προσπάθησε να κερδίσει χρόνο στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Αφενός προβαίνοντας σε συμβολικές κυρίως διατυπώσεις και κινήσεις που δώσανε παντού το μήνυμα ότι θα «πατήσουν πόδι». Αφετέρου προσαρμόζοντας οριακά την ρητορική τους στα διεθνή φόρα: στο μαραθώνιο των συναντήσεων με ευρωπαίους πολιτικούς ηγέτες και αξιωματούχους προσπάθησε, ταυτόχρονα με την παράθεση των «κόκκινων γραμμών» της, να πείσει για την πρόθεση συνεργασίας μέσα στο κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Επαναλαμβάνω ότι η εν λόγω στρατηγική είναι σωστή. Θεωρώ όμως ότι αναπτύσσεται γύρω από το λάθος ζήτημα, ή τέλος πάντων όχι γύρω από το κυρίαρχο.
Το βασικό ερώτημα δεν είναι αυτό του χρέους της χώρας. Όλοι, μέσα και έξω από την Ελλάδα, μέσα και έξω από την Ευρώπη, αναγνωρίζουν (ακόμη και αν δεν το φωνάζουν) ότι δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί ως έχει. Συνεπώς η άμεση ή έμμεση μείωση του βάρους του πρέπει να θεωρείτε μάλλον δεδομένη. Έχει βεβαίως σημασία ποιες θα είναι οι τεχνικές λεπτομέρειες μια νέας συμφωνίας κουρέματος, καθώς και η αποφυγή της επανάληψης μιας επαίσχυντης μετάδοσης όλου του βάρους στους μικρο-ομολογιούχους, όπως αυτή που προηγήθηκε.
Όλοι θα μπορούσαν δυνητικά να συμφωνήσουν στην αποπληρωμή με ρήτρα ανάπτυξης – ακόμη και οι πλέον «χοντροκέφαλοι» προτεσταντικοί αξιωματούχοι βλέπουν τους κινδύνους της εμμονής τους σε μια πολιτική απομύζησης της ήδη εξαθλιωμένης ελληνικής κοινωνίας και του ευρωπαϊκού νότου συνολικά. Όμως πέρα από αυτό, το βασικό πολιτικό ζήτημα είναι για ποια ανάπτυξη, σε ποιο κοινωνικοοικονομικό υπόδειγμα, με ποιες πολιτικές και ποια μέτρα;
Η νέα κυβέρνηση οφείλει λοιπόν να αξιοποιήσει τον όποιο χρόνο κερδίσει ώστε να προτάξει ένα επαρκώς ανεπτυγμένο και τεκμηριωμένο εναλλακτικό, αρκούντως ριζοσπαστικό, κοινωνικό και αντινεοφιλελεύθερο πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης, κοινωνικά δίκαιης και περιβαλλοντικά ισόρροπης ανάπτυξης. Πρέπει να πει συγκεκριμένα τι είναι αυτό που βλέπει στον αντίποδα της νεοφιλελεύθερης αυτοκαταστροφικής κάθαρσης, της προκαλούμενης συγκεντροποίησης κεφαλαίου και μέσων παραγωγής, της σαλαμοποίησης του δημοσίου και της συνέχισης του ξεπουλήματος και των ιδιωτικοποιήσεων. Πρέπει να πει συγκεκριμένα τι προτείνει εναλλακτικά στην αντιδιανεμητική φορολογική πολιτική και στην πλήρη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, στην κατάργηση ταξικών δικαιωμάτων και κεκτημένων αιώνων. Οφείλει να προετοιμαστεί για μια σύγκρουση εφ’ όλης της ύλης με τους πρωταγωνιστές και τους κομπάρσους της νεοφιλελεύθερης διεθνούς.
Τότε, το επικοινωνιακό προβάδισμα που κέρδισε στο εσωτερικό μπορεί να μετατραπεί σε ένα διεκδικητικό, νικηφόρο κοινωνικό κίνημα.
Τότε, τα ρήγματα που προκάλεσε στο γκρίζο της ευρωπαϊκής νομενκλατούρας μπορεί να αφήσουν να φανούν οι αχτίδες ελπίδας για υποκατάσταση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, πανευρωπαϊκά, γιατί όχι και διεθνώς.
Στην αντίθετη περίπτωση κινδυνεύει να μετατραπεί σε αποδιοπομπαίο τράγο για το εσωτερικό και σε «Ιφιγένεια» για τους μεγάλους παίκτες της διεθνούς διπλωματίας. Απευκταίο σενάριο, αρκεί να δράσουμε εγκαίρως και εκεί που πρέπει.
Στο αεροδρόμιο του Αμβούργου, μας περίμενε όμως μια ακόμη ψυχρολουσία: τα νέα από τη συνάντηση στο Βερολίνο δεν ήταν καλά. Ωσάν να έδωσε το σύνθημα, οι λοιποί υποτακτικοί της ευρωπαϊκής νεοφιλελεύθερης κλίκας ακολούθησαν τη στάση του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών. Βέβαια ο υπεύθυνος της γερμανικής μπυραρίας που καθίσαμε, ονόματι Βασίλης από το Κιλκίς, μας υπενθύμισε την ηθική αναθάρρηση της πληγωμένης εθνικής μας υπερηφάνειας: «Έχουμε τουλάχιστον κάποιους που τολμάνε να μας υπερασπιστούν! Η οικογένειά μου ψηφίζει Νέα Δημοκρατία αλλά εγώ τους υποστηρίζω».
Η νέα κυβέρνηση έκανε αυτό ακριβώς που θα έπρεπε μετά τις εκλογές: προσπάθησε να κερδίσει χρόνο στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Αφενός προβαίνοντας σε συμβολικές κυρίως διατυπώσεις και κινήσεις που δώσανε παντού το μήνυμα ότι θα «πατήσουν πόδι». Αφετέρου προσαρμόζοντας οριακά την ρητορική τους στα διεθνή φόρα: στο μαραθώνιο των συναντήσεων με ευρωπαίους πολιτικούς ηγέτες και αξιωματούχους προσπάθησε, ταυτόχρονα με την παράθεση των «κόκκινων γραμμών» της, να πείσει για την πρόθεση συνεργασίας μέσα στο κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Επαναλαμβάνω ότι η εν λόγω στρατηγική είναι σωστή. Θεωρώ όμως ότι αναπτύσσεται γύρω από το λάθος ζήτημα, ή τέλος πάντων όχι γύρω από το κυρίαρχο.
Το βασικό ερώτημα δεν είναι αυτό του χρέους της χώρας. Όλοι, μέσα και έξω από την Ελλάδα, μέσα και έξω από την Ευρώπη, αναγνωρίζουν (ακόμη και αν δεν το φωνάζουν) ότι δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί ως έχει. Συνεπώς η άμεση ή έμμεση μείωση του βάρους του πρέπει να θεωρείτε μάλλον δεδομένη. Έχει βεβαίως σημασία ποιες θα είναι οι τεχνικές λεπτομέρειες μια νέας συμφωνίας κουρέματος, καθώς και η αποφυγή της επανάληψης μιας επαίσχυντης μετάδοσης όλου του βάρους στους μικρο-ομολογιούχους, όπως αυτή που προηγήθηκε.
Όλοι θα μπορούσαν δυνητικά να συμφωνήσουν στην αποπληρωμή με ρήτρα ανάπτυξης – ακόμη και οι πλέον «χοντροκέφαλοι» προτεσταντικοί αξιωματούχοι βλέπουν τους κινδύνους της εμμονής τους σε μια πολιτική απομύζησης της ήδη εξαθλιωμένης ελληνικής κοινωνίας και του ευρωπαϊκού νότου συνολικά. Όμως πέρα από αυτό, το βασικό πολιτικό ζήτημα είναι για ποια ανάπτυξη, σε ποιο κοινωνικοοικονομικό υπόδειγμα, με ποιες πολιτικές και ποια μέτρα;
Η νέα κυβέρνηση οφείλει λοιπόν να αξιοποιήσει τον όποιο χρόνο κερδίσει ώστε να προτάξει ένα επαρκώς ανεπτυγμένο και τεκμηριωμένο εναλλακτικό, αρκούντως ριζοσπαστικό, κοινωνικό και αντινεοφιλελεύθερο πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης, κοινωνικά δίκαιης και περιβαλλοντικά ισόρροπης ανάπτυξης. Πρέπει να πει συγκεκριμένα τι είναι αυτό που βλέπει στον αντίποδα της νεοφιλελεύθερης αυτοκαταστροφικής κάθαρσης, της προκαλούμενης συγκεντροποίησης κεφαλαίου και μέσων παραγωγής, της σαλαμοποίησης του δημοσίου και της συνέχισης του ξεπουλήματος και των ιδιωτικοποιήσεων. Πρέπει να πει συγκεκριμένα τι προτείνει εναλλακτικά στην αντιδιανεμητική φορολογική πολιτική και στην πλήρη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, στην κατάργηση ταξικών δικαιωμάτων και κεκτημένων αιώνων. Οφείλει να προετοιμαστεί για μια σύγκρουση εφ’ όλης της ύλης με τους πρωταγωνιστές και τους κομπάρσους της νεοφιλελεύθερης διεθνούς.
Τότε, το επικοινωνιακό προβάδισμα που κέρδισε στο εσωτερικό μπορεί να μετατραπεί σε ένα διεκδικητικό, νικηφόρο κοινωνικό κίνημα.
Τότε, τα ρήγματα που προκάλεσε στο γκρίζο της ευρωπαϊκής νομενκλατούρας μπορεί να αφήσουν να φανούν οι αχτίδες ελπίδας για υποκατάσταση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, πανευρωπαϊκά, γιατί όχι και διεθνώς.
Στην αντίθετη περίπτωση κινδυνεύει να μετατραπεί σε αποδιοπομπαίο τράγο για το εσωτερικό και σε «Ιφιγένεια» για τους μεγάλους παίκτες της διεθνούς διπλωματίας. Απευκταίο σενάριο, αρκεί να δράσουμε εγκαίρως και εκεί που πρέπει.