Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

14/09/2014 - Ἡ Ὕψωσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ

Ερμηνευτική απόδοση
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΘ´ 6 - 11
6 Και λέγει εις αυτούς ο Πιλάτος· “ιδού, ο άνθρωπος. Ιδετε εις ποίαν τραγικήν κατάστασιν τον έφερα προς χάριν σας με το μαστίγωμα και τους εμπαγμούς των στρατιωτών”. Οταν όμως τον είδαν οι
αρχιερείς και οι υπηρέται του συνεδρίου, ασυγκίνητοι από το θέαμα του πάσχοντος αθώου, εφώναξαν δυνατά με μανίαν λέγοντες· “σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον”. Τους απήντησε ο Πιλάτος· “πάρτε τον σεις και σταυρώστε τον, διότι εγώ δεν ευρίσκω καμμίαν ενοχήν, ώστε να τον καταδικάσω εις σταυρικόν θάνατον”. 7 Του απήντησαν οι Ιουδαίοι· “ημείς έχομεν νόμον, τον οποίον και αυτό το ρωμαϊκόν κράτος σέβεται, και σύμφωνα με τον νόμον μας πρέπει αυτός να πεθάνη, διότι έκαμε τον ευατόν του Υιόν Θεού και έδειξε έτσι θανάσιμον ασέβειαν κατά του Θεού”. 8 Ο Πιλάτος, ειδωλολάτρης καθώς ήτο και επίστευεν εις πολλούς θεούς και τέκνα θεών, όταν ήκουσε τα λόγια αυτά των Εβραίων, εφοβήθη ακόμη περισσότερον. 9 Και εισήλθεν πάλιν στο πραιτώριον και λέγει στον Ιησούν· “από που είσαι συ; Είσαι πράγματι παιδί θεού;” Ο Ιησούς όμως δεν του έδωσε απάντησιν. 10 Λεγει τότε εις αυτόν ο Πιλάτος· “εις εμέ δεν ομιλείς; Δεν ξεύρεις ότι έχω εξουσίαν να σε σταυρώσω και εξουσίαν έχω να σε αφήσω ελεύθερον;” 11 Απήντησεν ο Ιησούς· “Δεν θα είχες καμμίαν εξουσίαν εναντίον μου, εάν το δικαστικόν αξίωμα που κατέχεις σήμερα, δεν σου ήτο δοσμένο από τον Θεόν. Η ανοχή του Θεού σε αφίνει δικαστήν κατά τας ημέρας αυτάς και είσαι υποχρεωμένος να με δικάσης, αφού με έφεραν εμπρός σου ως κατηγορούμενον οι Ιουδαίοι. Δι' αυτό ο Καϊάφας και το συνέδριον των Εβραίων, που από φθόνον με παρέδωκαν εις τα χέρια σου, έχουν μεγαλυτέραν ενοχήν από σε, ο οποίος δεν τολμάς να αποδώσης δικαιοσύνην”.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΘ´ 13 - 20
13 Ο Πιλάτος τότε, όταν ήκουσε τα λόγια αυτά των Ιουδαίων, που αποτελούσαν έμμεσον απειλήν εναντίον του, έφερε πάλιν έξω τον Ιησούν και αυτός εκάθισεν εις την δικαστικήν έδραν, που είχε τοποθετηθή την ώραν εκείνην εις τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον και εις την εβραϊκήν γλώσσαν Γαββαθά, δηλαδή ύψωμα. 14 Η ημέρα δε εκείνη ήτο παραμονή δια την προπαρασκευήν και προετοιμασίαν του πάσχα. Η ώρα ήτο εξ περίπου από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή μεσημέρι. Και λέγει ο Πιλάτος στους Ιουδαίους· “ιδού, πως κατήντησεν ο βασιλεύς σας”. 15 Αυτοί δε, σκληροκάρδιοι και με φονικόν μίσος εις την καρδιάν των, εκραύγασαν· “πάρε τον από εδώ! Παρε τον από τα μάτια μας, να μην τον βλέπωμε, σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον”. Λεγει εις αυτούς ο Πιλάτος· “τον βασιλέα σας να σταυρώσω;” Απήντησαν οι αρχιερείς καταπατούντες την θρησκευτικήν των πίστιν και την εθνικήν των αξιοπρέπειαν· δεν έχομεν άλλον βασιλέα, παρά μόνον τον Καίσαρα”. 16 Τοτε ο Πιλάτος υπεχώρησε στο τυφλόν μίσος εκείνων και παρέδωκεν εις αυτούς τον Ιησούν, δια να σταυρωθή. 17 Επήραν οι στρατιώται τον Ιησούν και τον ωδήγησαν στον τόπον της σταυρώσεως· και αυτός βαστάζων στον ώμον του τον σταυρόν του εβγήκεν έξω από την πόλιν και ήλθε στοποθεσίαν, που λέγεται Κρανίου τόπος, Εβραϊκά δε Γολγοθά. 18 Εκεί εσταύρωσαν αυτόν και μαζή του εσταύρωσαν δύο άλλους, ένα από το ένα μέρος και τον άλλον από το άλλο, στο μέσον δε των δύο κακούργων έβαλαν τον Ιησούν, δια να τον εξευτελίσουν περισσότερον. 19 Εγραψε δε ο Πιλάτος και επιγραφήν και την έβαλε στο επάνω μέρος του σταυρού. Ητο δε γραμμένον εις αυτήν· “Ιησούς ο Ναζωραίος, ο βασιλεύς των Ιουδαίων”. 20 Αυτήν, λοιπόν, την επιγραφήν πολλοί από τους Εβραίους την εδιάβασαν, διότι ήτο κοντά εις την πόλιν ο τόπος όπου εσταυρώθη ο Ιησούς. Και ήτο γραμμένη εβραϊκά, ελληνικά και ρωμαϊκά.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΘ´ 25 - 28
25 Οι μεν στρατιώται αυτά έκαμαν. Εστάθηκαν δε πλησίον στον σταυρόν του Ιησού η μητέρα του και η αδελφή της μητέρας του, η Μαρία η γυναίκα του Κλωπά και η Μαρία η Μαγδαληνή. 26 Ο Ιησούς τότε, όταν είδε την μητέρα του και τον μαθητήν, τον οποίον ιδιαιτέρως αγαπούσε, να στέκη εκεί κοντά, είπεν εις την μητέρα του· “γύναι, αυτός θα είναι ο υιός σου απ' εδώ και πέρα”. 27 Επειτα λέγει στον μαθητήν· “ιδού η μητέρα σου”. Και από εκείνην την ώρα επήρεν αυτήν ο μαθητής στο σπίτι του. 28 Επειτα από το συμβάν αυτό ο Ιησούς, αφού εγνώρισε καθαρώτατα ότι όλα όσα είχαν προείπει οι προφήται και όσα άλλα είχε προαποφασίσει η αγαθότης και η δικαιοσύνη του Θεού εξεπληρώθησαν τελείως, δια να επαληθεύση η Γραφή εξ ολοκλήρου, μέχρι και της τελευταίας λεπτομερείας είπε· “διψώ”.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΘ´ 30 - 35
30 Οταν, λοιπόν, ο Ιησούς επήρε το ξύδι, είπε· “όλα έχουν πλέον τελειώσει· το άγιον σχέδιον του Θεού και όλαι αι προφητείαι έχουν εκπληρωθή. Η σωτηρία των ανθρώπων είναι πλέον γεγονός βεβαιότατον”. Και αφού έκλινεν την κεφαλήν, παρέδωσε μόνος του, με την εξουσίαν που είχε, το πνεύμα στον Πατέρα. 31 Οι Ιουδαίοι, εφρόντισαν εν τω μεταξύ να μη μείνουν επάνω στον σταυρόν τα σώματα των κρεμασθέντων κατά την διάρκειαν του Σαββάτου. Διότι η ημέρα αυτήν της σταυρώσεως ήτο ημέρα προπαρασκευής δια το αυριανόν Πασχα. Ητο δε μεγάλη και επίσημος η ημέρα εκείνη του Σαββάτου, που θα ήρχιζεν αμέσως μόλις εβασίλευεν ο ήλιος, διότι συνέπιπτε με την πρώτην ημέραν του πάσχα. Παρεκάλεσαν, λοιπόν, τον Πιλάτον να σπάσουν οι στρατιώται τα σκέλη των σταυρωθέντων, δια να συντομευθή έτσι ο θάνατός των, και να τους πάρουν απ' εκεί πριν δύση ο ήλιος, δια να μη βεβηλωθή η εορτή του πάσχα. 32 Ηλθαν πράγματι οι στρατιώται στον Γολγοθάν κατά διαταγήν του Πιλάτου και του μεν πρώτου ληστού έπασαν τα σκέλη, όπως επίσης και του άλλου, που είχε σταυρωθή μαζή με τον Ιησούν. 33 Οταν όμως ήλθαν στον Ιησούν, επειδή είδαν, ότι αυτός είχεν ήδη πεθάνει, δεν του έσπασαν τα σκέλη, 34 αλλά ένας στρατιώτης, δια κάθε ενδεχόμενον, του ετρύπησε την πλευράν με την λόγχην· και αμέσως έτρεξε από εκεί αίμα και νερό καθαρόν, πράγμα παράδοξον και πρωτοφανές δια νεκρόν. 35 Αυτό το μέγα και συμβολικόν γεγονός, εκείνος που το είδε με τα ίδια του τα μάτια (δηλαδή ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής) το εβεβαίωσε κατά τον πλέον επίσημον τρόπον και η μαρτυρίαν του αυτή είναι απολύτως αληθινή. Και εκείνος γνωρίζει πολύ καλά ότι λέγει την αλήθειαν δια το θαυμαστόν αυτό γεγονός, ώστε και σεις να πιστεύσετε.

Αρχαίο κείμενο
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΘ´ 6 - 11
6 καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἴδε ὁ ἄνθρωπος. ὅτε οὖν εἶδον αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ὑπηρέται, ἐκραύγασαν λέγοντες· Σταύρωσον σταύρωσον αὐτὸν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ σταυρώσατε· ἐγὼ γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν. 7 ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· Ἡμεῖς νόμον ἔχομεν, καὶ κατὰ τὸν νόμον ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι ἑαυτὸν Θεοῦ υἱὸν ἐποίησεν. 8 Ὅτε οὖν ἤκουσεν ὁ Πιλᾶτος τοῦτον τὸν λόγον, μᾶλλον ἐφοβήθη, 9 καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν καὶ λέγει τῷ Ἰησοῦ· Πόθεν εἶ σύ; ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπόκρισιν οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ. 10 λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Ἐμοὶ οὐ λαλεῖς; οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω σταυρῶσαί σε καὶ ἐξουσίαν ἔχω ἀπολῦσαί σε; 11 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὐκ εἶχες ἐξουσίαν οὐδεμίαν κατ’ ἐμοῦ, εἰ μὴ ἦν δεδομένον σοι ἄνωθεν· διὰ τοῦτο ὁ παραδιδούς μέ σοι μείζονα ἁμαρτίαν ἔχει.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΘ´ 13 - 20
13 ὁ οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας τοῦτον τὸν λόγον ἤγαγεν ἔξω τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ βήματος εἰς τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον, Ἑβραϊστὶ δὲ Γαββαθᾶ· 14 ἦν δὲ παρασκευὴ τοῦ πάσχα, ὥρα δὲ ὡσεὶ ἕκτη· καὶ λέγει τοῖς Ἰουδαίοις· Ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν. 15 οἱ δὲ ἐκραύγασαν· Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Τὸν βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω; ἀπεκρίθησαν οἱ ἀρχιερεῖς· Οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα. 16 τότε οὖν παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς ἵνα σταυρωθῇ. 17 Παρέλαβον δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἤγαγον· καὶ βαστάζων τὸν σταυρὸν αὑτοῦ ἐξῆλθεν εἰς τὸν λεγόμενον κρανίου τόπον, ὃς λέγεται Ἑβραϊστὶ Γολγοθᾶ, 18 ὅπου αὐτὸν ἐσταύρωσαν, καὶ μετ’ αὐτοῦ ἄλλους δύο ἐντεῦθεν καὶ ἐντεῦθεν, μέσον δὲ τὸν Ἰησοῦν. 19 ἔγραψε δὲ καὶ τίτλον ὁ Πιλᾶτος καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ· ἦν δὲ γεγραμμένον· Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων. 20 τοῦτον οὖν τὸν τίτλον πολλοὶ ἀνέγνωσαν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τῆς πόλεως ὁ τόπος ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἦν γεγραμμένον Ἑβραϊστί, Ἑλληνιστί, Ρωμαϊστί.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΘ´ 25 - 28
25 Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται ταῦτα ἐποίησαν. εἱστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. 26 Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου, 27 εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. καὶ ἀπ’ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια. 28 Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται, ἵνα τελειωθῇ ἡ γραφή, λέγει· Διψῶ.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΘ´ 30 - 35
30 ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε· Τετέλεσται, καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα. 31 Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι, ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ σαββάτῳ, ἐπεὶ παρασκευὴ ἦν· ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνου τοῦ σαββάτου· ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη, καὶ ἀρθῶσιν. 32 ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ· 33 ἐπὶ δὲ τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, 34 ἀλλ’ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ. 35 καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε, καὶ ἀληθινὴ αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρία, κἀκεῖνος οἶδεν ὅτι ἀληθῆ λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς πιστεύσητε.