Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

H αδιαφορία για το κοινό συμφέρον απεργάζεται την παρακμή των κρατών

Η προσήλωση στο ατομικό και η αδιαφορία για το κοινό συμφέρον απεργάζεται την παρακμή των κρατών
Πηγή: Μαθήματα Εκθέσεων
«Τῆς ἀρετῆς, εἰ μέλεις πόλις εἶναι, οὐδένα δεῖ ἰδιωτεύειν»
(ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ)

«Από τη στιγμή που θα πει κανείς, προκειμένου για τις υποθέσεις του κράτους, «Tιμ’ ενδιαφέρει;», μπορούμε να υπολογίζουμε ότι έχει γίνει το πρώτο βήμα για την παρακμή τον κράτους αυτού». Η φράση αυτή του Ζ.Ζ.Ρουσσώ φρονούμε ότι αποτελεί την καλύτερη αφετηρία για την ανάπτυξη των ιδεών μας σχετικά με το εξεταζόμενο θέμα.
Κατά τον Αριστοτέλη, «ὅταν τό πλῆθος πρός τό κοινόν πολιτεύηται συμφέρον, πολιτεία καλεῖται». Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, για να έχει κάποιος δικαίωμα να φέρει τον τίτλο του πολίτη και να λογίζεται οργανικό μέλος μιας κοινωνίας, πρέπει τα ενδιαφέροντά του να μην στρέφονται αποκλειστικά γύρω από το ατομικό του συμφέρον, αλλά να επεκτείνονται ευρύτερα μέσα στον κύκλο της ολότητας. Όσοι κατά την αρχαιότητα έδειχναν αδιαφορία για τα κοινά και αποκλειστική μεριμνά τους ήταν η προαγωγή του ατομικού μόνο συμφέροντος ονομάζονταν «ἰδιῶτες». Ο όρος αυτός προσέλαβε σταδιακά ονειδιστική σημασία και τελικά ξέπεσε στην έννοια του απαίδευτου και του ανόητου, σημασίες που με την ίδια λέξη βρίσκου­με σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Έκφραση της περιφρόνησης, που αι­σθάνονταν οι Έλληνες για τους μη ασχολούμενους με τα κοινά, είναι και η περίφημη φράση του Περικλή: «Τόν μηδέν τούτων μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα ἀλλ’ ἀχρεῖον νομίζομεν» (=Δεν θεωρούμε φιλήσυχο αλλ’ άχρηστο αυτόν που δεν ασχολείται με τα κοινά).
Είναι, λοιπόν, άχρηστος κ’ επικίνδυνος για το κοινωνικό σύνολο όποιος αδιαφορεί για την προαγωγή του κοινωνικού συμφέροντος και στερεί από αυτό τη δημιουργική του παρουσία. Καθότι μια οργανωμένη κοινωνία, για να λειτουργεί καλά, πρέπει να στηρίζεται σ’ ένα σύνολο αρχών. Η θεμελιωδέστερη αρχή είναι αυτή που ορίζει την ενεργό πάντων συμμετοχή στα κοινά όχι σαν δικαίωμα αλλά σαν υποχρέωση. Το κοινωνικό συμφέρον είναι μια συνισταμένη με συνιστώσες τις επιμέρους των πολιτών προσφορές. Αν ο πολίτης δεν μεριμνά για το κοινωνικό σύνολο και αρνείται την προσ­φορά του, τότε η συνισταμένη της κοινωνικής προόδου εξασθενεί και απο­δυναμώνεται.
Η κοινωνία είναι ένας πολυκύτταρος οργανισμός και κάθε μέλος της είναι ένα ειδικευμένο κύτταρο. Άτομα, που ασχολούνται μόνο με τ’ ατο­μικά τους ζητήματα, μοιάζουν με τα υπερτροφικά εκείνα κύτταρα, που διογ­κώνονται συνεχώς και μεταβάλλονται σε καρκινώματα του οργανισμού. Ο ατομικισμός είναι καρκίνωμα για το κοινωνικό σύνολο και γι’αυτό, προκειμένου μια πολιτεία να ευδοκιμήσει, πρέπει όλοι οι άξιοι πολίτες της να θεωρούν σαν υπόθεσή τους προσωπική τις υποθέσεις του συνόλου.
Οι αρχαίοι είχαν τόσο πολύ εξαρτήσει τη σωτηρία και την ευδαιμονία των πόλεων από την ενεργό συμμετοχή όλων στα κοινά, ώστε ο Σόλωνας ψήφισε νόμο που όριζε: «Ἄτιμον εἶναι τόν ἐν στάσει τόν δῆμον μηδετέρας μερίδος γενόμενον», δηλαδή να αφαιρούνται τα πολιτικά δικαιώματα από εκείνον, που σε περίπτωση εμφύλιας διαμάχης δεν συντάσσεται με τη μια ή την άλλη παράταξη. Αυτό βέβαια το έκανε ο σοφός νομοθέτης, για να υποχρεώσει τους άριστους πολίτες σε στιγμές πολιτικής οξύτητας να συν­ταχθούν σ’ ενιαίο μέτωπο για την ανάσχεση των φαύλων. Γιατί, όταν οι άριστοι στο ήθος και στο πνεύμα πολίτες αδιαφορούν για τα κοινά και, λό­γω αδιαφορίας ή πικρίας, ιδιωτεύουν, τότε παρέχεται η δυνατότητα στους φαύλους να κυριαρχούν μέσα στον κοινωνικό και πολιτικό χώρο. Για το λόγο αυτό είναι συμφέρον όλων μας η εξυγίανση των πολιτικών και κοινω­νικών ηθών με την ενεργό συμμετοχή των αρίστων στα κοινά.
Οσάκις οι άνθρωποι επιδιώκανε την προαγωγή του ατομικού τους συμφέροντος μεσ’ από την προαγωγή του κοινωνικού, οι πολιτείες ακμάζανε. Αντίθετα η ατομική υπερτροφία τις οδήγησε στο μαρασμό. Χαρακτηριστι­κό παράδειγμα η παρακμή των αρχαίων ελληνικών πόλεων, που άρχισε τον Δ’ π.Χ. αιώνα. Αυτή οφείλεται στην αλλαγή της νοοτροπίας και της ψυχο­λογίας του Έλληνα. Ο Έλληνας του Ε’ αιώνα ήταν πολίτης, ενώ ο Έλληνας του Δ’ αιώνα ήταν ιδιώτης. Ακόμη η Σπάρτη, εφόσον ίσχυε σ’ αυτή η καθιερωμένη από τη Λυκούργεια νομοθεσία «πενία», που ανά­γκαζε τους πολίτες ν΄ ασχολούνται μόνο με τα κοινά, δέσποζε σ’ όλες τις ελληνικές πόλεις. Αφότου, όμως, όπως λέει ο Πλούταρχος, εισέδυσε στην πόλη «ἀργύρου καί χρυσοῦ ζῆλος» και οι πολίτες ενδιαφέρονταν μόνο για την ατομική του ισχύ και πλουτισμό, η Σπάρτη έγινε σκιά του παλαιού εαυτού της και τρεφόταν με τις παραδόσεις της.
Μολονότι αυτά είναι σ’ όλους γνωστά, εντούτοις υπάρχουν πολλοί, που, κρίνοντας λαθεμένα τα πράγματα, υποστηρίζουν ότι το ατομικό συμ­φέρον δεν ταυτίζεται με το κοινωνικό. Η κοινωνική πρόοδος, λένε, έχει μηδαμινή ανάκλαση πάνω στην ατομική. Συχνά μάλιστα το κοινωνικό συμφέρον παραβλάπτει το ατομικό. Το σύνολο εξουθενώνει το άτομο και η πολιτεία τον πολίτη. Η άποψη αυτή είναι αστήριχτη, γιατί το ν’ αντιπα­ραθέτει κανείς τον πολίτη προς την πόλη είναι τόσο παράλογο, όσο και το ν’ αντιπαραθέτει το αυγό προς την όρνιθα.
Άλλοι πάλι, υπηρετώντας έναν ευτελή ευδαιμονισμό, θεωρούν σαν κέντρο του κόσμου τον εαυτό τους. Αδιαφορούν για τα γενικότερα προβλή­ματα της ζωής και αρνούνται την προσφορά υπηρεσιών στο κοινωνικό σύ­νολο. Βλέπουν με περιφρόνηση την κοινωνική και πολιτική δράση και βαυκαλίζονται με το ν’ αυτοαποκαλούνται «απολιτικοί». Λησμονούν όμως ότι ο άνθρωπος, όπως είπε ο Αριστοτέλης, είναι «ζῶον πολιτικόν» και συ­νεπώς, αν χάσουν την ιδιότητα του «πολιτικού», δεν τους απομένει παρά η ιδιότητα του ζώου. Η βιοθεωρία τους συμπυκνώνεται στο δόγμα «ο κόσμος να χαθεί, αρκεί να σωθώ εγώ». Περιττό να τονιστεί ότι, όταν το όλο χάνεται είναι αδύνατο να μην χαθεί και το μέρος. «Ἀναιρουμένου τοῦ ὅλου οὐκ ἔσται ποῦς οὐδέ χεῖρες», παρατηρεί ο Αριστοτέλης.
Φρονούμε ότι η συνείδηση του ανθρώπου, για να εναρμονίζεται με μια γενικότερη ανθρωπιστική διάθεση, πρέπει ν’ αντιδρά στα κελεύσματα του ατομικισμού. Οι άνθρωποι στο παρελθόν μπορεί να έζησαν σαν νομάδες αλλά ποτέ σαν μονάδες. Είμαστε άνθρωποι, όταν γινόμα­στε συνάνθρωποι. Όταν τίποτε από τ’ ανθρώπινα δεν θεωρούμε ξένο προς εμάς.
Για τους εθελοτυφλούντες, που νομίζουν ότι ο κόσμος τελειώνει στην εξώπορτα του σπιτιού τους, ίσως καλύτερη απάντηση vu μην υπάρχει από τους στίχους του Τζων Ντόουν: «Κάθε ανθρώπου ο θάνατος είναι και δικός σου θάνατος· γι’ αυτόμηστέλνεις ποτένα ρωτήσεις, για ποιον χτυπά η καμπά­να· χτυπάει για σένα».