Γράφει ο Γεράσιμος Ταυρωπός
Το “πολιτικό ρίσκο”, σαν το τελευταίο μεγάλο εμπόδιο για τη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας, “δείχνουν” οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, διερμηνεύοντας τις
απόψεις των ταγών του διεθνούς συστήματος. Η ήδη επιτευχθείσα σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας θεωρείται -και είναι- προσωρινή και σχετική, δηλαδή εύθραυστη. Ο κίνδυνος της “υποτροπής” είναι σημαντικός, και η πολιτική αποσταθεροποίηση μπορεί να είναι η θρυαλλίδα για μια τέτοια, μείζονα υποτροπή.
Ο ελληνικός “πολιτικός γρίφος” έχει δύο βασικές όψεις: Πρώτο, τη μεγάλη φθορά των κυβερνητικών κομμάτων (η κυβέρνηση στηρίζεται πλέον από το δεύτερο και τέταρτο κόμμα, με βάση τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών), σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι Σαμαράς – Βενιζέλος έχουν χρεωθεί πολλή “βρόμικη δουλειά”, τόσο κοινοβουλευτικά όσο και πολιτικά. Δεύτερο, το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παγιώνει ποσοστά πρώτου κόμματος, έστω και αν αυτά είναι καθηλωμένα λίγο κάτω από τα επίπεδα του Ιουνίου του 2012.
Μέχρι σήμερα, τόσο το ελληνικό κατεστημένο όσο και οι Βρυξέλλες και οι ισχυρές καγκελαρίες της Ευρωζώνης στήριξαν με όλα τα μέσα την τρικομματική κυβέρνηση των Σαμαρά – Βενιζέλου – Κουβέλη ύστερα από τον Ιούνιο του 2012 και στη συνέχεια τη δικομματική των Σαμαρά – Βενιζέλου ύστερα από τον Ιούνιο του 2013 και κράτησαν με νύχια και με δόντια τον ΣΥΡΙΖΑ εκτός κυβερνητικού νυμφώνος. Στο διάστημα αυτό υπήρχαν δύο σημαντικοί λόγοι που έκαναν αυτή τη στήριξη υποχρεωτική: Αφενός, η επικίνδυνη αστάθεια της ελληνικής οικονομίας και των σχέσεών της με την Ευρωζώνη, αφετέρου η “ανωριμότητα” του ΣΥΡΙΖΑ.
Τώρα, το πρώτο εμπόδιο φαίνεται ότι έχει ξεπεραστεί, με τη σχετική σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας, την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος (έστω και ολίγον… πέτσινου) και την απομάκρυνση του κινδύνου εξόδου από την Ευρωζώνη. Οπότε, όλη η προσοχή είναι εστιασμένη στο δεύτερο παράγοντα: έχει “ωριμάσει”… επαρκώς ο ΣΥΡΙΖΑ ώστε να μπορεί να εμπλακεί σε κυβερνητικό ρόλο χωρίς να πυροδοτήσει μια μείζονα αστάθεια και να οδηγήσει σε σοβαρή υποτροπή της ελληνικής κρίσης;
Από το χειμώνα του 2012, όταν ο Αλέξης Τσίπρας άνοιξε τον κύκλο των διεθνών του επαφών από τη Βραζιλία και την Αργεντινή αποφεύγοντας να επισκεφθεί τη Βενεζουέλα και να συναντήσει τον εν ζωή ακόμη ευρισκόμενο Ούγκο Τσάβες, μέχρι σήμερα, έχει κυλήσει πολύ νερό στ’ αυλάκι. Ύστερα από τη Βραζιλία και την Αργεντινή, ήρθαν οι ΗΠΑ και η Ευρωζώνη – κυρίως η Ευρωζώνη. Το κλίμα έχει αλλάξει σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι μεγάλοι θεσμικοί παράγοντες της Ευρωζώνης να αντιμετωπίζουν τον Τσίπρα σαν εν αναμονή πρωθυπουργό και να θεωρούν το λόγο του και την υπογραφή του σαν απαραίτητη “εγγύηση” για οποιοδήποτε σοβαρό σχεδιασμό για την Ελλάδα – όπως, για παράδειγμα, τη νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού κρατικού χρέους. Από την πλευρά του, ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπορούσε αυτά τα δύο χρόνια να διερευνά τις προθέσεις των συνομιλητών του χωρίς να κληθεί να δώσει διευκρινίσεις για τις δικές του προθέσεις και στη συνέχεια διαβεβαιώσεις και “εγγυήσεις” για την πολιτική που θα ακολουθήσει…
Όμως ο Τσίπρας κουβαλάει μαζί του ένα κόμμα, τον ΣΥΡΙΖΑ, που αποδεικνύεται ότι έχει ισχυρές αντιστάσεις στις ασκήσεις “κυβερνησιμότητας” που κάνει ο ηγέτης του. Μόλις πρόσφατα, στην τελευταία Κ.Ε. του κόμματος, η προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα να ανοίξει το δρόμο για συνεννόηση με την κεντροαριστερά, του στοίχισε ένα επικίνδυνο ρήγμα στην κομματική πλειοψηφία (κείμενο διαφοροποίησης των “53”), που προστέθηκε στο μόνιμο “πονοκέφαλο” της Αριστερής Πλατφόρμας.
Ωστόσο, η κλεψύδρα του πολιτικού χρόνου αδειάζει και η ώρα της μεγάλης απόφασης για το ελληνικό κατεστημένο πλησιάζει: μέχρι το Σεπτέμβριο θα πρέπει να ληφθεί η οριστική απόφαση για το αν θα γίνουν πρόωρες εκλογές με αφορμή την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, που σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπαίνει με ρόλο ηγεμόνα στο κυβερνητικό παιχνίδι, ή θα στηριχτούν για μία ακόμη φορά με νύχια και με δόντια οι Σαμαράς – Βενιζέλος για τη συγκέντρωση των απαραίτητων 180 βουλευτών ώστε να εκλεγεί ο Πρόεδρος από αυτή τη Βουλή. Το δίλημμα είναι πολύ μεγάλο και τα δεδομένα αντιφατικά, με αποτέλεσμα στους κόλπους του ελληνικού κατεστημένου να επικρατεί… χαοτική αμφιταλάντευση και αμηχανία.
Να συνεχίσουν με Σαμαρά – Βενιζέλο; Είναι σαν να επιλέγουν να συνεχίσουν με “βρόμικα μέσα” όταν αυτά δεν είναι πλέον τόσο απαραίτητα, με μεγάλες εσωτερικές πολώσεις στο πολιτικό σύστημα, χωρίς δυνατότητα συναινέσεων και με διατήρηση του “πολιτικού ρίσκου”.
Να δώσουν το “δαχτυλίδι” στον ΣΥΡΙΖΑ; Δεν φοβούνται τον Τσίπρα, του οποίου τις προθέσεις θεωρούν ότι έχουν “ακτινογραφήσει” πλέον με ακρίβεια, αλλά αυτό που κουβαλάει πίσω του: ένα “απείθαρχο” κόμμα και μεγάλες προσδοκίες για αλλαγή πολιτικής.
Η αμφιταλάντευση αυτή του κατεστημένου οδηγεί τους “δύο μονομάχους”, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, Σαμαρά και Τσίπρα, στο να αναλάβουν τα έσχατα ρίσκα: Ο πρώτος εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να προκαλέσει αυτός πρόωρες εκλογές τον Οκτώβριο, επισπεύδοντας τη διαδικασία της προεδρικής εκλογής. Ο δεύτερος υιοθετεί την τακτική της φυγής προς τα μπρος, με στροφή στη συμμαχία με την κεντροαριστερά, κάνοντας έτσι ένα οριακό και ριψοκίνδυνο τεστ των κομματικών ανοχών.
Η “μεγάλη ώρα” είναι τώρα, και οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν πολύ σύντομα…