Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

"ΜΥΡΙΝΑ" - Διήγημα του Σωτήρη Τσιλίκα

Ο γέρος κάθονταν στην ψάθινη καρέκλα στο καφενείο, εκεί στο λιμάνι,κάτω από τον αιωνόβιο παχύσκιο πλάτανο. Καλοκαίρι. Μες στην κάψα, που ντάλα ο ήλιος τσουρούφλιζε ανελέητα, μια δροσερή αύρα τον χάιδευε τρυφερά σαν πνοή, ένα
καλοδεχούμενο σπάνιο χάδι, που χάριζε ηδονή, φέρνοντας αρώματα και μνήμες απ΄ τα τρίσβαθα του χρόνου. Ένα τσίπουρο με λίγο μεζέ πάνω στο τραπεζάκι και το κομπολόι, που έπαιζε αργά, τον κρατούσαν συντροφιά. Μία - μία, οι μελένιες χάντρες από αληθινό κεχριμπάρι, ξεγλιστρούσαν απαλά απ΄ ταπαραμορφωμένα δάχτυλα και μπορούσε να ακούσει ακόμη τον ευχάριστο γνώριμο συντροφικό ήχο, χρόνων και χρόνων. Κόντευε τα ενενήντα και από τα χνάρια του φαινόταν σαν σκαρί, όμορφος άνδρας στα νιάτα του. Αλλά και σήμερα, παρ΄ όλη την ασχήμια των γηρατειών, εντούτοις φάνταζε όμορφος, μ΄ εκείνο το βαθύ βλέμμα, που ΄δειχνε στοχασμό και πείρα και ήταν και στιγμές που έλαμπε, λες και έβγαινε φως απ΄ την ψυχή. Φαίνονταν πως η ψυχή κατοικούσε ακόμα σ΄ εκείνο το χούφταλο, ενώ σε άλλους γέρους ήταν σαν νάχε φύγει, αφήνοντας πίσω της ένα κουφάρι που παράπαιε.
Σε άλλα τραπεζάκια στην πλατεία και στην περαντζάδα απέναντι, χάζευε τους άλλους και ήταν οι αφορμές, να ανακαλέσει αναπολώντας δικά του πράγματα, βιώματα απ΄ τη δική του τη ζωή. Ναυτικός από μικρό παιδί. Έφαγε με το κουτάλι τη θάλασσα. Το πάθος του ήταν το ταξίδι, ηγυναίκα και το βιβλίο. Απ΄ τη θάλασσα που ήταν το μέσον του, τη γλύτωσε φτηνά, αλλά οι γυναίκες, του άφησαν κάτι βλεννόρροιες, κάτι λαβωματιές στην ψυχή και στην καρδιά, κοντά στα πάμπολλα ωραία πράγματα, κλειδωμένα στο θησαυροφυλάκιο της ψυχής του. Στη μοναξιά του, έμπαινε συχνά εκεί μέσα και χάιδευε τους πολύτιμους θησαυρούς του, που κανείς άλλος δεν ήξερε. Οι δρόμοι της θάλασσαςτον έφερναν σε τόπους μακρινούς και γεύονταν τη διαφορετική ζωή άλλων, κάνοντας σχέσεις, αναπνέοντας τα χνώτα τους, τρώγοντας από τα φαγητά τους, πίνοντας απ΄ τα ποτά τους, ακούγοντας ιστορίες τους και τη μουσική τους, ρουφώντας σα σφουγγάρι μυρουδιές αποθηκεύοντας μνήμες και κουρνιάζοντας τα βράδια με τις γυναίκες, εκτονώνοντας το πάθος του. Είχε έφεση στις γλώσσες και τα κατάφερνε καλλίτερα από τον καθένα που γνώριζε. Σ΄ αυτό τον βοήθησαν τα βιβλία. Έμαθε τα βασικά με μεθόδους εκμάθησης της γλώσσας άνευ διδασκάλου και μετά την καλλιέργησε, διαβάζοντας εφημερίδες και λογοτεχνία. Βιωματικά την εμπέδωνε στις ζωντανές σχέσεις.
Είδε πολλά, έμαθε πολλά, έζησε πολλά, συμβιβάστηκε με πολλά, έδωσε και πήρε. Αλλά δεν εκχώρησε τίποτα και σε κανέναν και πάλεψε γι΄ αυτό. Τώρα, στην προχωρημένη ηλικία, στο τέλος της ζωής, απολάμβανε τα πολύ απλά πράγματα που τον έκαναν πλούσιο άρχοντα και έβγαζε θύμησες που τις ξαναγευόταν. Μόνον ευχόταν να μην φθάσει να υποφέρει σε ανημπόρια. Δεν ζητούσε και δεν περίμενε τίποτα άλλο. Ανέμενε μόνον την τελευταία συνάντηση της ζωής του. Τη συνάντησή του με τον θάνατο. Όχι με τον μαυροντυμένο τρομακτικό χάροντα με το δρεπάνι, να δώσει την άνιση μάχη. Δεν θα τόπαιζε Διγενής. Απλά θα αφηνόταν και θα παραδινόταν στο μοιραίο. Τι πιο λογικό; Περίμενε αυτή τη συνάντηση για το μεγάλο ταξίδι, κάτι σαν την σημερινή αύρα, να τον πάρει και να τον παρασύρει απαλά σαν ένα φτερό, στο άγνωστο τίποτα, ή ίσως για νέα ταξίδια, σε κόσμους μακρινούς, σε νέες διαστάσεις.
Άφησε μερικές χάντρες να ξεγλιστρήσουν απαλά στην παιγνιδιάρικη σύγκρουση, στήνοντας αυτί ν΄ ακούσει τον γλυκό ήχο και τότε πρόσεξε στην περαντζάδα, να ΄ρχεται ο μπάρμπα Μηνάς. Αυτός ήταν κατά πολύ νεότερός του, μα φαινόταν κατά πολύ μεγαλύτερος. Χαμογέλασε στη σκέψη, για το τι θα επακολουθούσε. Μια επανάληψη. Το ίδιο πάντα σενάριο. Θα τον έβλεπε, θα έριχνε ένα γύρω το βλέμμα του να εντοπίσει τουρίστριες, θα έπαιρνε μια πονηρή έκφραση κάνοντας νόημακαι πλησιάζοντας, θα του ΄λεγε εμπιστευτικά για τα πιπίνια που είχε εντοπίσει. Έτσι θάρχιζε την ενδιαφέρουσα συζήτηση - μονόλογο, κάνοντας καταδύσεις με το νου, κάτω από τα ρούχα ανέμελων κοριτσιών. Φθάνοντας σε επίμαχα σημεία, θα του ΄τρεχαν τα σάλια και θα ΄λεγε τι θα της έκανε. Μετά από αυτό που θα της έκανε, θα το ΄ριχνε στην κριτική, ότι οι γυναίκες από τα γεννοφάσκια τους είναι πουτάνες, σκύλες και κάνουν τον καημένο τον άνδρα να υποφέρει με τα πουτανίστικα καμώματά τους. Και επειδή δεν θα έβρισκε ανταπόκριση από τον συνομιλητή του,θα το γύριζε αλλού, θα μιλούσε για τα χάπια του, την ουρία του και το ζάχαρό του και μετά θα γκρίνιαζε για την οικογένειά του, που δεν τον προσέχει όπως θα έπρεπε. Μετά θα τον καλοτύχιζε που δεν παντρεύτηκε, γιατί δεν θα ΄βρισκε προκοπή. Στο τέλος θα τον ρωτούσε τι κάνει, θα άκουγε την ίδια απάντηση <<καλά>> και θα το γύριζε και πάλι στις κοπελίτσες, ξαναρχίζοντας τα πονηρά.
Στο γέρο ήρθαν ξαφνικά θύμησες, από δική του ανέκδοτη γραφή.
<<Ο έρως εκφυλίζεται όταν ο γέρος κάθε ηλικίας, λειτουργεί με τοκάτω κεφάλι και έτσι έχει το μυαλό του μόνο στο τομάρι του και στο κεχρί. Το βλέμμα, τα λόγια και τα σάλια του, λερώνουν και βρομίζουν κάθε ομορφιά, σκορπώντας μπόχα και φέρνουν αηδία. Κι όταν προχωρεί και στο χούφτωμα, γίνεται γελοίος κι εμετικός. Ο έρωτας αντίθετα εξαγνίζει, είναι κάτι θεϊκό, είναι σύμπλεγμα γής και ουρανού. Τα κορμιά που ιδρωμένα ανασαίνονται, συμπλέκονται στον αγώνα για την ηδονή, δέλεαρ της φύσης για το σκοπό της. Μόλις καρπωθούν αυτό το αγαθό, ξαποσταίνουν και δίνουν τη θέση τους στην ψυχή, να ψέλνει τρυφερά το ουράνιο τραγούδι της αγάπης. Ο σύντροφος στο ταξίδι της ζωής, γίνεται το δροσερό καταφύγιο στην κάψα του καλοκαιριού και το απάνεμο λιμάνι στις φουρτούνες, όταν λυσσομανάει ο άνεμος στις καταιγίδες. Και είναι ο ίδιος, ένας δρόμος για την Ιθάκη. Όταν Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες θα φανούν, μπορεί αυτός ο δρόμος, να γίνει το χέρι της θεάς, που προστρέχει σε βοήθεια. Τελικά Ιθάκη είναι το λιμάνι και η επιστροφή στον ίδιο μας τον εαυτό >>.
Η άφιξη του μπάρμπα Μηνά, διέκοψε τους συλλογισμούς του.
Τότε, ξαφνικά, την είδε. Ήταν η Μύρινα, που του χαμογελούσε,απλώνοντας το χέρι της .
Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά. Σηκώθηκε και όλα άρχισαν να στροβιλίζονται γύρω του.

 Ο γιατρός που κατέφθασε, αντίκρισε έναν πεσμένο γέροντα, με μάτιαορθάνοιχτα, κοιτάζοντας το άπειρο. Στο πρόσωπό του ήταν αποτυπωμένη η ευτυχία.


Σωτήρης Τσιλίκας
12-09-2013
Διήγημα
Μύρινα