Έπεφτα, έπεφτα, έπεφτα... Στο κενό… Προσπαθούσα να καταλάβω τι μου συνέβαινε. Γύρω πηχτό σκοτάδι. Από πού έπεφτα… Γιατί… Η σύγκρουση που φοβόμουνα άργησε, αλλά ήρθε επώδυνη.
Άκουσα μέσα στο κεφάλι μου τα κόκαλα μου να σπάνε, καθώς προσέκρουσα πάνω στο σκληρό δάπεδο. Παγωμένο δάπεδο. Μυρωδιές από κόπρανα και ούρα. Ξένες μυρωδιές. Έκλεισα τα μάτια. Τα ξανάνοιξα. Το ίδιο πηχτό σκοτάδι. Προσπάθησα να κουνήσω τα πόδια μου. Αδύνατον. Ούτε τα χέρια μου. Δεν αισθανόμουν τα άκρα μου. Σαν να ήμουν παράλυτος, αλλά ο πόνος ήταν ανυπόφορος. Η σιωπή απόλυτη. Ήθελα να ουρλιάξω, ήθελα να ζητήσω βοήθεια, αλλά δεν έβγαινε η κραυγή μου από μέσα μου. Μόνο τα βλέφαρα μπορούσα να ανοιγοκλείνω. Ανάσκελα με το στόμα ανοιχτό και την πλάτη στο παγωμένο πάτωμα, ανέπνεα βαριά αλλά δεν μπορούσα ν’ ακούσω την αναπνοή μου.
Πέρασε ώρα, ο πόνος ήταν τόσο αφόρητος κι ήθελα τόσο πολύ να ουρλιάξω…
Ξαφνικά έσπασε τη νεκρική σιωπή μια γυναικεία ηλεκτρονική φωνή. Απόκοσμη: «Ο τελευταίος για απόψε.»
Ξανά σιωπή. Λέγανε για μένα!?
Μια δέσμη λευκού φωτός τρύπησε το πηχτό σκοτάδι κι έπεσε εκτυφλωτική πάνω μου. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια και προσπάθησα να κλείσω και το στόμα. Αδύνατον. Το στόμα μου παρέμενε ορθάνοιχτο. Ο πόνος, ανυπόφορος, τρυπούσε κάθε μόριο του κορμιού μου.
Άκουσα βήματα.
Άνοιξα πάλι τα μάτια, προσπαθώντας να συνηθίσω το εκτυφλωτικό φως που έπεφτε απάνω μου, αλλά δεν μπορούσα να γυρίσω το κεφάλι ούτε δεξιά ούτε αριστερά.
Δυο λευκοντυμένοι τραυματιοφορείς με τις βρώμικες ποδιές τους πιτσιλισμένες στο αίμα, εμφανίστηκαν από πάνω μου. Αξύριστοι, με κόκκινα άυπνα και κουρασμένα μάτια, με κοίταξαν αδιάφορα κι αρπάζοντάς με σαν το σακί, με πέταξαν πάνω στο βρωμερό τους φορείο.
Μυρωδιές από κόπρανα και ούρα. Ξένες μυρωδιές.
-Ο τελευταίος γι’ απόψε είπε βαριεστημένα ο ένας, που φορτωμένος το φορείο, προχωρούσε μπροστά κι έβλεπα τώρα μόνο την πλάτη του και τα μακριά λιγδιασμένα του ξανθά μαλλιά που σκέπαζαν τους ώμους του.
-Εγώ κάνω υπερωρίες απόψε, είπε ψευδίζοντας ο άλλος, που κρατούσε την άλλη άκρη του φορείου πάνω από το κεφάλι μου. Αλλά είπανε ότι ετούτος είναι ο τελευταίος, έτσι δεν είπανε?
-Έτσι είπανε, απάντησε ο ξανθός, αλλά ποιος τους πιστεύει πια, έτσι που πέφτουν αυτοί…
Αυτοί, ποιοι είμαστε αυτοί, προσπαθούσα να καταλάβω… Προχωρούσαν τώρα μέσα σ’ έναν στενό διάδρομο, φωτισμένον από ένα απόκοσμο μπλε υπεριώδες φως.
-Ασφαλιστικό φορέα έχεις φίλε, με ρώτησε αδιάφορα ο ψευδός, πάνω από το κεφάλι μου.
Δεν μπορούσα να μιλήσω.
-Δε μιλάς, επέμεινε.
-Θα είναι κι αυτός ανασφάλιστος σαν και τους άλλους, αποκρίθηκε στη σιωπή μου, ο ξανθός.
Μα όχι, έχω ασφάλεια, ήθελα να τους πω, αλλά από το ανοιχτό στόμα μου δεν μπορούσε να βγει ούτε ένας άναρθρος ψίθυρος.
-Θα είναι κι αυτός ανασφάλιστος σαν τους άλλους, συμφώνησε κι ο ψευδός, πάνω από το κεφάλι μου. Πάμε για κάτω.
Μα όχι, έχω ασφάλεια!
Φτάσαμε στην άκρη του διαδρόμου.
Αριστερά, ένας φαρδύς, φωτεινός διάδρομος με μεγάλα παράθυρα από τη μια πλευρά που άφηναν το χαρούμενο φως του ήλιου να λούζει το πεντακάθαρο, μόνο σημαδεμένο με μια κόκκινη, μια μπλε και μια πράσινη γραμμή, μαρμάρινο πάτωμα.
Δεξιά, μια στενή σκάλα, κακοφωτισμένη από κόκκινες λάμπες που τρεμόπαιζαν, οδηγούσε σε υπόγειο. Ο ξανθός έστριψε προς τα δεξιά…
Μα όχι, εγώ έχω ασφάλεια, ούρλιαξα βουβά!
-Τον λυπάμαι, είπε ο ξανθός καθώς οδηγούσε το φορείο, κατεβαίνοντας τα πρώτα σκαλιά.
-Τι λυπάσαι δηλαδή, αποκρίθηκε ο ψευδός. Μήπως είναι ο πρώτος ή ο τελευταίος που θα πέσει στα χέρια του Άδη?
Η αγωνία μου σκέπαζε τους φρικτούς πόνους του διαλυμένου μου κορμιού. Ποιού Άδη, στα χέρια ποιού Άδη?
Φτάσαμε σε μια μεγάλη αίθουσα γεμάτη παραλληλόγραμμα ανοξείδωτα τραπέζια. Αραιά και που, τρεμόπαιζαν κι εδώ ίδιες κόκκινες λάμπες, κάνοντας την εικόνα ακόμα πιο ζοφερή. Σιωπηλοί τώρα οι τραυματιοφορείς, κατεύθυναν το φορείο μου κι εγώ μπορούσα κι έβλεπα με τις άκρες των ματιών μου τα γυμνά πέλματα των πτωμάτων που σκεπασμένα με πράσινα σεντόνια, γέμιζαν τα τραπέζια.
Μα όχι, εγώ έχω ασφάλεια! Αλλά η φωνή δεν έβγαινε από το παγωμένο στόμα μου.
Κουβαλώντας το φορείο, στριμωχτήκαμε σε μια μικρότερη αίθουσα.
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ