Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΖΟΡΜΠΑ
(Του ήρωα του Νικ. Καζαντζάκη)
(Του Βασ. ΤΡΑΟΥΔΑ μέλους του Δ.Σ. της
Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας
Γιαννιτσών «Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ»).
Φέτος συμπληρώνονται 130 χρόνια από τη γέννηση του Νικ. Καζαντζάκη, του πιο διαβασμένου και πολυμεταφρασμένου νεοέλληνα συγγραφέα, ο οποίος γεννήθηκε ως
γνωστό στις 18-2-1883 και πέθανε στις 26-10-1957.
γνωστό στις 18-2-1883 και πέθανε στις 26-10-1957.
Αποχαιρετώντας το 2013 και με αφορμή αυτή την επέτειο, θα θέλαμε να κάνουμε μερικές επισημάνσεις σχετικά με την πραγματική υπόσταση του ήρωα του Νικ. Καζαντζάκη, του οποίου το έργο ”ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ” έχει μεταφραστεί και διαβασθεί ανά την υφήλιο, όσο η Βίβλος και ο Όμηρος.
Κατ’αρχάς ήταν τόσο σημαντικό πρόσωπο για τον Καζαντζάκη ο Ζορμπάς, ώστε να του αφιερώσει ολόκληρο έργο;
Στον πρόλογο του παραπάνω συγγράμματός του αναφέρει:
“Στη ζωή μου, οι πιο μεγάλοι μου ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα. Από τους ανθρώπους, ζωντανούς και πεθαμένους, πολύ λίγοι βοήθησαν τον αγώνα μου. Όμως, αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοι άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα τ’ αχνάρια τους στην ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τρεις τέσσερις: Τον Όμηρο, τον Μπέρξονα, τον Νίτσε και τον Ζορμπά.
Ο πρώτος στάθηκε για μένα το γαληνό κατάφωτο μάτι - σαν τον δίσκο του ήλιου -,που φωτίζει με απολυτρωτικιά λάμψη τα πάντα, ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από άλυτες φιλοσοφικές αγωνίες, που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα,ο Νίτσε με πλούτισε με καινούριες αγωνίες και μ’ έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα, την αβεβαιότητα σε περηφάνια κι ο Ζορμπάς μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή και να μη φοβάμαι τον θάνατο.
Αν ήταν στον κόσμο όλο σήμερα να διάλεγα ένα ψυχικό οδηγό, «γκουρού» όπως λένε οι Ιντοί, «Γέροντα» όπως λένε οι καλόγεροι στο Αγιονόρος, σίγουρα θα διάλεγα τον Ζορμπά.”
Εξήντα επτά χρόνια από τότε που ο Ν. Καζαντζάκης έγραψε τον ”Βίο και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά” και σαράντα οκτώ χρόνια, αφότου ο Μιχ. Κακογιάννης τον έκανε ταινία, ο «Ζορμπάς» παραμένει ανά τον κόσμο το πλέον αναγνωρίσιμο πολιτιστικό, καλλιτεχνικό προϊόν της νεότερης Ελλάδας, με κυρίαρχο στοιχείο του, φυσικά, τη μουσική του Μ. Θεοδωράκη στον χορό του «Ζορμπά».
Η σκοπιά από την οποία έβλεπε τη ζωή ο Ζορμπάς, επηρέασε αρκετά άτομα, και οι σκέψεις και οι απόψεις του έγιναν, μέχρι και σήμερα, για πολλούς τρόπος ζωής.
Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής στη σχετική ταινία Άντονυ Κουήν, σε συνέντευξή του στο περιοδικό «ΤΕΜΠΟ» την 12-7-1997 δήλωσε ότι: ”Όταν με ρωτάνε, τι με δίδαξε ο Ζορμπάς, τους απαντώ: Με έμαθε να ζω. Να εισπνέω την τρέλα της ζωής”.
Πόσοι όμως από μας γνωρίζουν ότι ο Ζορμπάς του Καζαντζάκη δεν είναι ένα φανταστικό πρόσωπο, αλλά πραγματικό; Είναι άνθρωπος με σάρκα και οστά.
(Ο Γιώργης Ζορμπάς)
Πόσοι γνωρίζουν ότι ο Γιώργης και όχι ο Αλέξης, όπως τον παρουσιάζει ο συγγραφέας, ήταν Μακεδόνας και ότι δεν πάτησε το πόδι του στην Κρήτη;
Σχετικά με τον πραγματικό Ζορμπά, αρχικά ο ίδιος ο Καζαντζάκης σε συνέντευξή του το 1958, στο περιοδικό ”ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΕΠΟΧΗ” αναφέρει:
”Ο ΖΟΡΜΠΑΣ ΥΠΗΡΞΕ. Όλα σε κείνο το βιβλίο είναι αληθινά. Λεγόταν Γιώργης Ζορμπάς. Όχι Αλέξης. Έχω και πολλά γράμματά του. Μπορεί να τα δημοσιέψω κάποτε. Ήτανε Μακεδόνας.”
Επίσης σε μια απαντητική επιστολή του Καζαντζάκη προς τον πρωτότοκο γιο του Ζορμπά, Ανδρέα, Αξιωματικό του Στρατού τότε το 1957, σε αντιρρήσεις που είχε τόσο ο ίδιος όσο και η λοιπή οικογένειά του για το βιβλίο που είχε εκδοθεί, ο Καζαντζάκης έγραφε:
«Σπάνια αγάπησα και τίμησα άνθρωπο όπως τον Ζορμπά.
Τον παράστησα στα γραφτά μου ως ένα ανώτερο ελεύθερον άνθρωπο κ’ είναι τώρα ένδοξος για χιλιάδες ανθρώπους στην Ευρώπη και στην Αμερική. Θεωρήθηκε πρότυπο του ελεύθερου ανθρώπου και πολλοί στην Αμερική θέλουν να ιδρύσουν Συλλόγους στο όνομά του «Οι φίλοι του Ζορμπά». Πέρυσι ακόμα γράφηκε στις ελληνικές εφημερίδες πως ανώτερος υπάλληλος της Αμερικανικής Πρεσβείας στην Αθήνα είπε πως αφότου διάβασε τον Ζορμπά, του ‘ρχεται να τα παρατήσει όλα και ν’ ακολουθήσει το παράδειγμά του.
Έχω στη διάθεσή σας ολόκληρο τόμο από κριτικές ευρωπαϊκές κ’ αμερικάνικες, που εγκωμιάζουν την προσωπικότητα του Ζορμπά.
Αυτά έκαμα για τον πατέρα. και τώρα ο γιος παραπονάται.»
Ως προς την καταγωγή του Ζορμπά αλλά και ποίοι ήταν οι γονείς του,οι μαρτυρίες διίστανται και ειδικά ο κάθε απόγονος έχει και τον δικό του ισχυρισμό.
Έτσι ένας από τους γιούς του, ο Ανδρέας που αναφέραμε πιο πάνω,σε στοιχεία που έδωσε στον ερευνητή και συγγραφέα Γιάννη Γουδέλη και καταγράφονται στο βιβλίο του ”Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ,” ισχυρίζεται ότι: «ο Ζορμπάς, γιος του Ξενοφώντα ή Φώντα, γεννήθηκε στο Ελευθεροχώρι (Πιερίας), στα 1857. Πέθανε στα Σκόπια στις 16 Σεπτεμβρίου 1941, σε ηλικία δηλαδή 84 χρονών. Απόχτησε τα παρακάτω παιδιά:
- α) Ανδρέας Ζορμπάς. Γεννήθηκε στα 1894 στο Καταφύγι της Κοζάνης.
- β) Αντρονίκη, σύζυγος Κωνσταντίνου Κεχάεφ ή Κεχαγιά. Γεννήθηκε στο Ίσβορο Χαλκιδικής στα 1896, πέθανε το 1974.
- γ) Τασία, σύζυγος Ράδου Αλεξίου. Γεννήθηκε στα 1899.
- δ) Ευάγγελος Ζορμπάς. Γεννήθηκε στα 1901.
- ε) Εμμανουήλ Ζορμπάς. Γεννήθηκε στα 1904.
- Τούτα τα παιδιά γεννήθηκαν στην Ορμυλία της Χαλκιδικής.
- στ) Φιλίτσα, σύζυγος Βασ. Παυλίδη και μετά Παλάσκα. Γεννήθηκε στη Γερακινή Χαλκιδικής στα 1906 κ α ι
- ζ) Κατίνα, σύζυγος Νίκου Γιάντα, γεννήθηκε στο ίδιο χωριό στα 1908».
(Ο Γ. Ζορμπάς)
Η πρωτοθυγατέρα του Ζορμπά, Αντρονίκη Κεχάεφ, έδωσε αφορμή με το σύνολο των αφηγήσεών της αλλά και μερικών συνεργατών του πατέρα της, να συγγράψει ο Μεσσήνιος ιστοριοδίφης και ερευνητής Γιάννης Αναπλιώτης το βιβλίο του ”Ο Αληθινός Ζορμπάς και ο Ν. Καζαντζάκης”, που εκδόθηκε το 1960, μέσα στο οποίο μιλάει με το δικό του τρόπο για τον Ζορμπά και τον δημιουργό του, Νικ. Καζαντζάκη.
Αναφέρει σ’αυτό ότι ο παππούς της (πατέρας του Γιώργη Ζορμπά) καταγόταν από τον Κολινδρό Πιερίας και τον έλεγαν Φώτη.
Ο Φώτης «είχε στάνες γιδοπρόβατα κι αρκετό βιος, χωράφια, περβόλια. Γερολεβέντης. Αψηλός κι αυτός σαν κυπαρίσσι. Κρατούσε σπόρο από γερή μακεδονίτικη ράτσα. Είχε μια κόρη, την Κατερίνα, που πέθανε πριν λίγα χρόνια κατοχρονίτισσα, και τρεις γιους, τον Γιάννη, τον Γιώργη και τον Ξενοφώντα. Πάντρεψε την Κατερίνα, σπούδασε τον Γιάννη γιατρό, κράτησε τον Γιώργη, που ήταν τρίτος στη σειρά, μετά την Κατερίνα και τον Γιάννη, και το στερνοπούλι του τον Ξενοφώντα, να ζήσουν στο χωριό, να πάρουν στα χέρια τους μια μέρα την περιουσία του και να την κουμαντάρουν αυτοί, να παντρευτούν, να κάνουν γιους και θυγατέρες κι αυτοί, να προκόψουν και να περνάνε ζωή χαρισάμενη. Μα άλλα σκέφτονταν οι άνθρωποι κι άλλες οι βουλές του Θεού.
Πιάστηκε κάποτε μ’ έναν ισχυρό Τούρκο του χωριού για μεγάλο νιτερέσο. Κι’ από τότε, οι άλλοι Τούρκοι στον Κολινδρό, τον έβλεπαν με μισό μάτι. Ώσπου αναγκάσθηκε να ξεριζωθεί από τη γενέθλια γη του. Πούλησε όσο κι όσο τα χωράφια του, τα περβόλια, τις στάνες, πήρε τη φαμελιά του και κατηφόρισε κατά τα μέρη του Ολύμπου. Ζητούσε ένα ξεκομμένο από τον κάμπο χωριό, ορεινό, μακριά από τα κεφαλοχώρια όπου βρίσκονταν Τούρκοι, για ν’ ακουμπήσει και να ξαναρχίσει τη ζωή του απ’ την αρχή. Το βρήκε. Ανέβηκε ψηλά, στο Καταφύγι, του άρεσε, στάθηκε σ’ αυτό κι άπλωσε ρίζες να στεριώσει καινούριο νοικοκυριό”.
Σε δημοσίευμα στο εβδομαδιαίο φιλολογικό – εγκυκλοπαιδικό - επιστημονικό περιοδικό ”ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ” το 1965, με αφορμή τότε την προβολή της κινηματογραφικής ταινίας του Μιχ. Κακογιάννη ” Ζορμπάς ο Έλληνας”, καταχωρείται άρθρο του Γ. Αναπλιώτη με τίτλο ”Ο Αληθινός Ζορμπάς” και υποσημείωση ”Το μικρό του όνομα ήταν Γιώργης. Γεννήθηκε στον Κολινδρό. Ήθελε να γίνει τσοπάνης, αλλά αναγκάσθηκε να γίνει μιναδόρος στα μεταλλεία του Μαντέμ Λάκκου”, στο οποίο παρατίθενται αποσπάσματα από το βιβλίο του.
(Το δημοσίευμα του «Ταχυδρόμου»)
Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι το έργο του ”είναι απόλυτα ντοκουμενταρισμένο κι’ αδίσταχτα «αυθεντικό», γιατί στηρίζεται σε διασταυρωμένες κι’ από πολλές πλευρές αυστηρά ελεγμένες πηγές. Σε αφηγήσεις της πρωτοθυγατέρας του Ζορμπα, Αντρονίκης Κεχάεφ και των συνεργατών του, δηλαδή των ανθρώπων που τον ζήσανε από κοντά και δούλεψαν, μαζί του στο μεταλλείο της Μάνης. Αναφέρεται στο χρονικό της ζωής του Ζορμπά και του Καζαντζάκη, το 1917, στο μεταλλείο της Πραστοβάς Στούπας – Καρδαμύλης της Μάνης, που τους έδεσε με στέρεη κι’ αδελφική φιλία, που κράτησε ώς τον θάνατό τους. Στο χρονικό που είχε υφανθεί και με το πέρασμα από τη γραφική ακρογιαλιά της Στούπας του Άγγελου και της Εύας Σικελιανού, της Μαρίκας Κοτοπούλη, της Γαλάτειας Καζαντζάκη κ.ά. – και που ξεσκίζει τον ωραίο μύθο του συγγραφέα του «Βίου και Πολιτείας του Αλέξη Ζορμπά», ότι τάχα το μεταλλείο βρισκόταν στην Κρήτη».
Σε άλλο σημείο ο Αναπλιώτης περιγράφει με το δικό του τρόπο τον Ζορμπά: «Τί ήταν ο Ζορμπάς; Ήταν ένας βουνίσιος χωριαταράς, που μόλις ήξερε λίγα κολλυβογράμματα, ένας αγράμματος πες, ένας καταπληχτικός εμπειρικός σοφός που τάιζε καθημερινά τον Καζαντζάκη με «λιονταρίσιο μυαλό». Και τί ήταν η σοφία του; Κατασταλαγμένη εμπειρία από την ανήσυχη ζωή του, από την πολύχρονη Οδύσσειά του. Κοσμογυρισμένος. Έχει ταξιδέψει κι έχει ζήσει στην τουρκοκρατούμενη και στη λεύτερη Ελλάδα, στη Ρωσία και στη Σερβία. Έχει αλλάξει πολλά επαγγέλματα: κανατάς, γυρολόγος, νταμαρτζής, μιναδόρος, σαντουρτζής, στραγαλατζής, γύφτος, λαθρέμπορας. Κ’ είχε στις περιπλανήσεις του γνωρίσει όλες σχεδόν τις ράτσες: ρωμιούς, τούρκους, βούλγαρους, ρουμάνους, ρώσους, οβριούς – ό,τι βάλει ο νους σου. «Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω». Πάει να πει είχε γνωρίσει τον άνθρωπο σε μεγάλη ποικιλία. Του ‘χε κάμει πολλά, αλλά κ’ είχε πάθει πολλά απ’ αυτόν”.
(Ο Ζορμπάς σε μεταλλείο γύρω στα 1925)
Ο γιος του Μανώλης σε αφήγησή του το 1967 στον Βαγγέλη Καραγιάννη, που δημοσιεύθηκε το 1978, αναφέρει:
”Ο πατέρας μας, ο Γιώργης Ζορμπάς, γεννήθηκε στο Καταφύγι του Ολύμπου. Πέθανε στα Σκόπια το 1941 όταν ήταν 72 χρονών. Κάνω λογαριασμό πως γεννήθηκε γύρω στα 1870. Τον πατέρα του τον λέγαν Αντρέα κ’ ήτανε με τους αρματολούς και τους κλέφτες. Τί ξέρεις πόσους μακέλεψε, αφού στο τέλος για να σώσει την ψυχή του πήγε κ’ έγινε καλόγερος;
Δεν ήξερε γράμματα ο δικός μου, μα ήταν πανέξυπνος. Κείνα τα χρόνια δεν υπήρχανε σχολειά στα χωριά. Και την αλφαβήτα τη μαθαίνανε τα παιδιά γράφοντάς την με το δάχτυλο μέσα σ’ ένα κασόνι γεμάτο άμμο”.
Η άλλη η κόρη του Φιλιώ Μπαλάσκα, σύζυγος Βασιλείου σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΗ» στις 30-10-1983 δηλώνει ότι: ”Το πραγματικό όνομα του πατέρα μου ήταν Γιώργης Ζορμπάς. Δεν ήταν το επώνυμό μας αυτό. Κάπως αλλιώς μας έλεγαν. Το όνομα το «πήραμε» όταν η οικογένεια του παππού μου και μερικών άλλων, κυνηγημένοι από τους Τούρκους, κατέφυγαν κάτω στον Όλυμπο και έκαναν κονάκια. Το χωριό αυτό που το ονόμασαν Καταφύγι, το φτιάξανε με το «ζορμπαλίκι τους» δηλαδή με το «έτσι θέλω». Από τότε, από τον παππού μου δηλαδή, λεγόμαστε Ζορμπάδες. Εκεί γεννήθηκε ο πατέρας μου”.
Αυτό που μπερδεύει, όχι μόνο τους ερευνητές αλλά και τους ίδιους τους συγγενείς του Ζορμπά, είναι η μετάβαση της οικογένειάς του από τον Κολινδρό στο Καταφύγι εξ αιτίας της διαφοράς του Φώτη Ζορμπά με τους Τούρκους.
Οι παρατηρούμενες διαφορετικές απόψεις ως προς το όνομα του πατέρα του Γ. Ζορμπά, για το πώς ονομαζόταν, αλλά και από πού καταγόνταν, κατά την άποψή μας οφείλεται στις συνεχείς μετακινήσεις της πατρικής οικογένειάς τους (Κολινδρός – Καταφύγι - Χαλκιδική – Μάνη – Ελευθεροχώρι – Κερατέα κ.λπ.).
(Ο Ζορμπάς με δεύτερη την γυναίκα του στα Σκόπια)
Για τον υπόλοιπο πλάνητα βίο του Ζορμπά, ο Αναπλιώτης αναφέρει ότι όταν αναγκάθηκε η οικογένειά του να μετακομίσει στο Καταφύγι, ο πατέρας του αγόρασε εκεί γη, πρόβατα και γίδια και έκανε καλό κουμάντο, για να ζήσει την οικογένειά του. Μα δεν πέρασε πολύς καιρός και έχασε την γυναίκα του, Το κτύπημα ήταν μεγάλο. Δεν μπορούσε να το αντέξει. Αποφάσισε να αφήσει τον «μάταιο αυτό κόσμο» και να πάει στο Άγιο Όρος να καλογερέψει. Άφησε πίσω τον γιό του τον Γιώργη να κουμαντάρει το κοπάδι και το υπόλοιπο βιος και να βοηθά την υπόλοιπη πατρική του οικογένεια. Μια χρονιά όμως έπεσε χολέρα και ψόφησαν τα ζωντανά μ’αποτέλεσμα, στη συνέχεια, ο Ζορμπάς να αναγκασθεί να κάνει τον ξυλοκόπο. Ζορίζονταν όμως και απ’το μυαλό του περνούσαν πολλές σκέψεις ν’αλλάξει ασχολίες, για μια καινούρια ζωή.
Διάλεξε να πάει στον Μαντέμ Λάκκο, όπου είχε ακούσει ότι είχε δουλειά στα μεταλλεία. Εκεί με την βοήθεια του Υδραίου αρχιεπιστάτη Γιάννη Καλκούνη, έπιασε δουλειά και μάλιστα παντρεύτηκε με επεισοδιακό τρόπο την κόρη του Ελένη.
Απέκτησε μαζί της πολλά παιδιά. Η γυναίκα του πέθανε πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-13 και για τον Ζορμπά ακολούθησαν οι συμφορές. Μπορεί να απελευθερώθηκε η Μακεδονία αλλά οι Τούρκοι, φεύγοντας, τα’καναν «γής Μαδιάμ» και το μεταλλείο του Μαντέμ Λάκκου έπεσε σ’άλλα χέρια. Αναγκάσθηκε να ξεριζωθεί και καταστάλαξε με την φαμίλια του εκεί που ήταν και ο θείος του ο Γιάννης γιατρός, στο Κάτω Ελευθεροχώρι. Έμεινε κάμποσο εκεί και αναγκάσθηκε να γίνει μικροπωλητής, γυρολόγος, μαυραγορίτης και έφτασε μέχρι το μεταλλείο της Πραβίτσας. Δούλεψε σκληρά, μα δε στέργιωσε πουθενά.
Το 1915 βρέθηκε στ’Άγιο Όρος ακολουθώντας τον πατέρα του, αποφασισμένος να καλογερέψει. Γνώρισε όμως εκεί τον Καζαντζάκη - που με τον Αγγ. Σικελιανό έμειναν εκεί 40 μέρες για «πνευματική άσκηση» όπως έλεγαν - και συμφώνησαν να κατεβούν στη Μάνη για να δουλέψουν το ορυχείο λιγνήτη της Πραστοβάς. Κουβάλησε και την οικογένειά του εκεί. Δεν πήγε ούτε αυτή η επιχείρηση καλά. Εκεί ο Καζαντζάκης ξετινάχτηκε οικονομικά αλλά η γνωριμία τους αυτή ήταν αιτία να δεθούν με στενή φιλία μέχρι που χώρισαν αλλά θυμόταν ο ένας τον άλλο. Το 1917 ο Καζαντζάκης αρρώστησε και πήγε στην Ελβετία για θεραπεία. Εκεί, για κάμποσους μήνες που διήρκεσε η θεραπεία του, ζούσε με τον ίσκιο του Ζορμπά. Το προσωπικό του μεταλλείου της Πραστοβάς μετά απ’αυτά σκόρπισε και ο Ζορμπάς έπιασε δουλειά πιο πέρα σε μεταλλείο του Καινούργιου Χωριού, μεταφέροντας εκεί και την πολυμελή του οικογένεια. Στο μεταλλείο αυτό εργάσθηκε μέχρι το 1918.
Τον επόμενο χρόνο, ο Καζαντζάκης ως Γενικός Διευθυντής στο νεοσύστατο Υπουργείο Περίθαλψης, θα πήγαινε με κρατική αποστολή στη Ρωσία, για να διαπραγματευθεί την μεταφορά των Ελλήνων προσφύγων του Καυκάσου, που δεν μπορούσαν να μείνουν εκεί μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων. Πήρε μαζί του και τον Ζορμπά και κατάφεραν να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους
(Ο τάφος του Ζορμπά στα Σκόπια)
Μετά χώρισαν για πάντα. Και ο Αναπλιώτης καταλήγει στην έρευνά του: «Δεν ξαναείδε ο ένας τον άλλο. Ακολούθησαν χωριστούς δρόμους. Ο Καζαντζάκης τον δικό του ανηφορικό δρόμο της ποιητικής δημιουργίας και του ταξιδιού, της πνευματικής πειρατείας. Ο Ζορμπάς τον δρόμο του τυχοδιώκτη. Καταστάλαξε στη Σερβία, δούλεψε σ’ένα μεταλλείο κοντά στα Σκόπια, ριζώθηκε εκεί. Βρήκε μια νταρντάνα Σλάβα, αμόλησε μ’αυτή κι άλλα παιδιά, έφτιαξε καινούρια φαμέλια. Φρόντιζε και την παλιά. Εκεί τον βρήκε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η πείνα του 1940-41, η ναζιστική σκλαβιά. Κι εκεί πέθανε το 1941. Όρθιος, λυτρωμένος κι από θεούς κι από διαβόλους, κι από πατρίδες κι απ’όλα».
O Ζορμπάς που μπήκε στις σελίδες του βιβλίου δεν ήταν ο Ζορμπάς της Πραστοβάς και του Καυκάσου. Την ιστορία της φιλίας τους και της αποτυχημένης επιχείρησης του λιγνίτη, ο Καζαντζάκης τη μετατόπισε από τη Μάνη στην Κρήτη, την αγαπημένη του πατρίδα, που τόσο έχει υμνήσει. Ο Ζορμπάς του βιβλίου έγινε ένας άλλος. Ένας Ζορμπάς μετασχηματισμένος. Τον μετουσίωσε, λοιπόν, ο Καζαντζάκης ώστε να τον μεταβάλει από αληθινό άνθρωπο σε μυθιστορηματικό πρόσωπο και δή σε καζαντζακικό ήρωα: τον μετάπλασε έτσι από Γιώργη σε Αλέξη Ζορμπά.
(ΣΗΜΕΙΩΣΗ:Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα σχετικής έρευνας του συντάκτη του άρθρου).