Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής "ΔΡΥΑΔΕΣ" της Ελένης Τσιρέκα - Λάμπρου στο βιβλιοπωλείο "ΜΑΤΙ" στην Κατερίνη

΄΄ Το δράμα των προγόνων μου    Θέλω να
στοχασθούμε    Πού προσφυγάκια    Φύγανε απ’ την Μικρά Ασία ΄΄


Η ποιητική ευαισθησία ζυμωμένη με τον ασίγαστο πόνο για τις χαμένες πατρίδες συναρπάζει τον αναγνώστη, ακόμη και τον μη μυημένο στα κρυφά μηνύματα της ποίησης και τον σέρνει σε ένα μαρτυρικό οδοιπορικό, πονεμένο μα και γοητευτικό…


                                                             Γιάννης Καψής
Ιστορικός- Συγγραφέας - Δημοσιογράφος
ΔΡΥΑΔΕΣ
Ελένης Τσιρέκα-Λάμπρου, Εκδ. ΜΑΤΙ, Σεπτέμβρης 2013, Κατερίνη

Η Ελένη Τσιρέκα-Λάμπρου, από την Κατερίνη, με το πολύστιχο ποίημά της Δρυάδες κάνει την πρώτη της εμφάνιση στο ποιητικό προσκήνιο της πατρίδας της. Η ποιήτρια ασχολείται με το είδος αυτό της λογοτεχνίας από τα γυμνασιακά της χρόνια. Αποκαλύπτει το ταλέντο της και απαιτεί από αυτό να τη βοηθήσει, ώστε να αφηγηθούν μαζί τον ξεριζωμό του Ελληνισμού από τη Μ.Ασία με ποιητικό όμως λόγο.
Το επιχειρεί σε μια ηλικία που αισθάνεται περισσότερο ώριμη και ικανή να εξωτερικεύσει τα όσα τη συγκινούσαν ή τη βασάνιζαν ακόμη από τα παιδικά χρόνια. Είναι τα όσα άκουγε με ενδιαφέρον από τους δικούς της ανθρώπους για τη Μικρασιατική καταστροφή και τον ξεριζωμό του ελληνισμού από τις πανάρχαιες εστίες του. Αυτά τα ακούσματα για τη μεγάλη τραγωδία του Ελληνισμού την ώθησαν στο μεγάλο και αποφασιστικό βήμα να εγκαταλείψει τη σιωπή της και, με τη βοήθεια της μούσας της, δηλαδή του ταλέντου της, να στοχαστούνε μαζί και να αφηγηθούν τα γεγονότα του ξεριζωμού.
Αυτό είναι το θέμα του ποιήματος. Αυτόν το μεγάλο καημό νιώθει την ανάγκη να αφηγηθεί στον κόσμο. Θέλει να καταστήσει γνωστό το δράμα των δικών της ανθρώπων, που τόσα υπόφεραν, ώσπου να φτάσουν πρόσφυγες στην Ελλάδα. Ενεργεί έτσι, γιατί πιστεύει πως φωτίζει με τον ποιητικό της λόγο το δράμα ολόκληρου του Ελληνισμού της Μ.Ασίας.
Το ποίημα αρχίζει με την αναφορά στον εαυτό της και κλείνει πάλι με τον ίδιο τρόπο. Πρόκειται για ένα χρονικό σε έμμετρο λόγο, όπου η αγωνία του αναγνώστη βρίσκεται πάντα σε εγρήγορση και παρακολουθεί το δράμα των Ελλήνων που φεύγουν απ’ τις εστίες τους, για να σώσουν τη ζωή τους από τη μανία του τουρκικού στρατού και τις ανεξέλεγκτες Τσέτες, που σφάζουν αδιάκριτα.

Μερόνυχτα ταξίδευε
με τη φαμίλια του όλη
ο Λιόντας ο Ασλάνταης
μαζί με τη Φουρσάλα
κραδαίνοντας στο πλάι τους
όσα παιδιά απομείναν
με χέρια ολάδεια τρέχοντας
μες στο πυκνό σκοτάδι
από φαράγγια και βουνά
να φτάσουνε στη Σμύρνη
Η εικόνα φυγής εντυπωσιάζει. Φεύγει μια ολόκληρη οικογένεια με άδεια χέρια. Το μόνο για το οποίο ενδιαφέρεται είναι να κάνει γρήγορα και να φτάσει στη Σμύρνη. Μαζί τους φεύγουν και άλλοι, που κι αυτοί με πόνο ψυχής άφησαν τα υπάρχοντά τους, για να γλιτώσουν τη ζωή τους.
Το ποίημα από την αρχή ως το τέλος διαρρέεται από την αγωνία και τον τρόμο των ανθρώπων που φεύγουν, για να φτάσουν στη Σμύρνη. Προχωρούν, συνεχώς και βλέπουν παντού στο δρόμο σφαγμένους ανθρώπους και εντείνουν το βηματισμό τους προσπαθώντας να μη δώσουν το στίγμα τους στις τουρκικές Τσέτες.
Ο δρόμος όμως για τη Σμύρνη είναι μακρύς και γίνεται μακρύτερος και δύσβατος, όταν προσπαθεί να τον διαβεί ένα πλήθος από άνδρες, γυναίκες, μικρά παιδιά και γέροντες, κάτω από συνθήκες φόβου και τρόμου.

Μα όσο πλησιάζανε
οι φόβοι μεγαλώναν
που βλέπανε τα μάτια τους
ο νους δε τα σηκώνει
μάνες σφαγμένες κατά γης
με τα μωρά στο στήθος.

Κι οι Τούρκοι να ουρλιάζουνε
………………………………
πως θα τους σφάξουν όλους

Κι ενώ η απειλή ορθώνεται μπροστά τους, εκείνοι, μόλις ξεφύγουν τον κίνδυνο, θυμούνται με θλίψη αυτά που άφησαν πίσω και δεν πήραν τίποτα μαζί τους. Υπάρχει όμως μια ψυχή που θέλει ακόμα να ελπίζει. Είναι η Μαρίτσα. Έχει κρυμμένο στον κόρφο της ένα θησαυρό και θέλει να τον σώσει στην Αγία Φωτεινή της Σμύρνης, για να τον βρει αργότερα, όταν θα ξαναγυρίσουν στις πατρίδες τους. Η ελπίδα παραμένει ακόμη ζωντανή, έστω και σαν μικρή σπίθα στην καρδιά τους.
Όσο όμως το πλήθος πλησιάζει στη Σμύρνη τόσο ο κίνδυνος γίνεται μεγαλύτερος, γιατί οι Τσέτες είναι κοντά και μπορεί να τους εντοπίσουν από τις φωνές των μικρών παιδιών. Το πρόβλημα τώρα το αντιμετωπίζουν οι δύσμοιρες μάνες, που, για να μην προδώσουν τη θέση τους τα κλάματα και οι φωνές των μωρών, τους κλείνουν με την παλάμη τους το στόμα. Το φαινόμενο των γυναικών του Μεσολογγιού και της Αραπίτσας μοιραία επαναλαμβάνεται.

Κι όποτε κλαίει ένα μωρό
τρέμει το φυλλοκάρδι
του κλει το στόμα η μάνα του
με φοβισμένο χέρι
και το κρατά σφιχτά εκεί
ώσπου το κλάμα παύει

Όταν όμως η δύστυχη μητέρα βλέπει σε λίγο τα μελανά χείλη του μωρού, ξεσπά σε ουρλιαχτό και αναμαλλιασμένη χτυπά να ξεριζώσει τα στήθη της.
Σε τέσσερις στίχους η ποιήτρια κλείνει όχι ένα στόμα παιδιού, αλλά ένα δράμα ενός λαού, ένα δράμα μιας τραγικής μάνας, που εδώ γίνεται μάνα-σύμβολο όλου του κόσμου.
Τη δυστυχισμένη μάνα συντρέχουν οι άλλες γυναίκες.

Άλλη της σιάζει τα μαλλιά
που σύρθηκαν στο χώμα
κι άλλη το παίρνει το παιδί
να το μοιρολογήσει
κι όλες μαζί-αργά
το σιγοτραγουδάνε

Η σκηνή του νεκρού παιδιού, που γύρω του μαζεύονται οι γυναίκες να το νεκροστολίσουν θυμίζει σκηνή τραγωδίας. Η τραγική μάνα έχει χάσει τα λογικά της, σαν την Εκάβη. Κλαίει κι αυτή το μικρό εγγονό της, τον Αστυάνακτα, που της παράγγειλαν να τον νεκροστολίσει, αφού τον σκότωσαν αναίτια οι Δαναοί.
 Κι ενώ με αγωνία και φόβο μαζί τα πλήθη πλησιάζουν στη Σμύρνη το πλήθος αντιλαμβάνεται πως η κατάσταση είναι αναπότρεπτη και παραδέχεται πως ούτε ο θεός μπορεί να αλλάξει τα γεγονότα.

όπου ακόμα κι ο Θεός
τα χέρια του σηκώνει
ανήμπορος στους άπιστους
να βάλει τάξη

Κι εκείνοι, που πρώτοι φτάσανε στη Σμύρνη, μιλούν για φοβερά πράγματα

Για τις φωτιές στο μαχαλά
της Αρμενιάς διηγούνταν
και πως συνθηκολόγησε η μάνα Έλλάδα
να σταματήσει ο πόλεμος
και να οπισθοχωρήσουν,
μα σαν ήρθε ο βασιλιάς,
τη βρήκαμε την αφορμή
να αναμετρηθούμε
και ως την κόκκινη μηλιά
να διώξουμε τ’ ασκέρι

Με τους στίχους αυτούς η αφήγηση γυρίζει χρονικά πίσω στα γεγονότα που προηγήθηκαν και ενημερώνει τον αναγνώστη πως αιτία του κακού ήταν η αλόγιστη εκστρατεία στην κόκκινη Μηλιά.
Και ξαναγυρίζοντας στη φυγή και στις απώλειες του πληθυσμού σημειώνει επιγραμματικά:

Απ’ το λιμάνι του Τσεσμέ
ως και αυτό της Σμύρνης
μυριάδες οι ταλαίπωροι
κι οι σκοτωμένοι στρώμα

Και η οικογένεια του Ασλάν, που ολοένα πλησιάζει με το πλήθος του κόσμου τη Σμύρνη, αναρωτιέται πως θα φτάσει στα πλοία, για να σωθεί.

γιατί ούτε στην εκκλησιά
δεν είναι ασφαλισμένοι

Πριν ξεκινήσουν, ψάλλουν «τη Υπερμάχω στρατηγώ», φιλιούνται ίσως για τελευταία φορά, γιατί οι Τούρκοι που βρίσκονται εκεί κοντά συνεχίζουν τη σφαγή.

ποτάμι το αίμα ξεκινά
κι άλλο δε σταματάει
παρά σε φλέβα αδειανή
και ρόγχο του θανάτου

Κι όσοι σώθηκαν και ανέβηκαν στα καράβια αδημονούν.

Θεέ μου, ήρθε η λύτρωση
τελειώνει η ταλαιπωρία.
Όμως γιατί δεν προχωρούν;
γιατί βήμα δεν κάνουν;

Οι στιγμές είναι δύσκολες, τραγικές και γι’ αυτούς που είναι στα καράβια, αλλά κυρίως γι’ αυτούς που προσπαθούν να ανεβούν και πέφτουν στη θάλασσα, αφού ακόμη και οι ναύτες με το σπαθί τους απειλούν.

Και γύρω ακούγονταν φωνές
κλάματα και τσιρίδες
και τα σπαθιά τα σήκωναν
ακόμα και οι ναύτες

Να μην αφήσουνε ποτέ
κανέναν να ανέβει
απ’ όσους προσπαθούσανε
να φτάσουν στο καράβι
όταν μονάχοι πέφτανε
από την τρικυμία
και με κολύμπι έφταναν
στην άγκυρα του πλοίου

Η Μαρίτσα βλέπει τις σκηνές που εκτυλίσσονται μπροστά της και επιβεβαιώνει με τρόπο αδιαμφισβήτητο.

Τους είδανε τα μάτια μου
…………………………
να κόβουνε απ’ τον καρπό
τα χέρια των ανθρώπων

Και όσοι πέφτανε πάλι στα νερά κολυμπούσαν πλάι σε κουφάρια ανθρώπων που δεν άντεξαν.

Τότε αντικρίσανε ξανά
την κόλαση από πάνω.
Είδαν της Σμύρνης το γιαγκίν,
τη Σμύρνη μες στις φλόγες
τον κόσμο τον ανήμπορο
έναν πάνω στον άλλο

Θάνατος και φρίκη στη θάλασσα, φωτιά και συμφορά απέναντι στη Σμύρνη. Κι ενώ το καράβι με το πλήθος που είναι στοιβαγμένο σ’ αυτό ανοίγεται στη θάλασσα η αγωνία για την τύχη τους παραμένει, πλην όμως όλοι τους έχουν συνειδητοποιήσει και ξέρουν καλά, πως πια τίποτα δεν πρόκειται να ξαναδούν από όσα άφησαν στις πατρίδες τους.

Ούτε το σπίτι, το χωριό
τους γείτονες, τη βρύση
μα ούτε το καμπαναριό
απ’ την Αγιά Τριάδα
θ’ ακούσουνε ποτέ ξανά
να τους καλεί στα Άγια

Και το ποίημα τελειώνει με την ευχαριστία στη μούσα, στο ταλέντο της και στο Θεό που βοήθησαν την ποιήτρια να φέρει σε πέρας το δύσκολο έργο της.

Κι εγώ δοξάζω το Θεό
κι ευχαριστώ τη μούσα
που μπόρεσα και τέλεψα
ετούτο το βιβλίο
που ήταν κι απ’ τις γέννες μου
πιο οδυνηρή η γέννα

Αντιλαμβάνεται και ομολογεί το δύσκολο και επίπονο εγχείρημά της. Αποκαλεί το πολύστιχο, επικού χαρακτήρα, ποίημά της, βιβλίο, γιατί έτσι το αντιλαμβάνεται και πράγματι έτσι είναι, γι’ αυτό καλό θα είναι να το μελετήσει όποιος γνωρίζει ανάγνωση, γιατί πρόκειται για μια μεταγραφή ενός ιστορικού γεγονότος, ιδωμένο μέσα από τα μάτια μια μητέρας, μα περισσότερο γιατί είναι γραμμένο με ευαισθησία και ευθύνη και αυτό έχει αξία.
Τέτοια βιβλία, ας κρατήσω το χαρακτηρισμό της ποιήτριας, έχουν αξία όχι μόνο να μελετώνται από κάποιους φιλαναγνώστες, πρέπει να γίνουν και βοηθητικά βιβλία στα σχολεία μας, για να γνωρίζουν τα παιδιά και την ιστορική αλήθεια μέσα από την ποίηση, που θα τους είναι περισσότερο ευχάριστη μια γνώση που θα τους προσφέρεται με ποιητικό λόγο.
Το αισθητήριο της Ελένης στη σμίλεψη της εικόνας δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από εκείνη των δόκιμων ποιητών της λογοτεχνίας μας. Η λαμπρή της δημιουργία διακρίνεται για τον τρόπο που κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, τη θαυμάσια πλοκή και την αλήθεια που περιέχει, τον καθαρό ποιητικό λόγο, το στίχο που ρέει ακούραστα, τη σαφήνεια της σκέψης της και τις εκπληκτικές εικόνες, που ζωντανεύουν το δράμα ενός ξεριζωμένου λαού.
Η ποιήτρια δεν επιρρίπτει ευθύνες. Μένει μακριά από χαρακτηρισμούς. Την ιστορική αλήθεια θα την αποκαλύψουν οι ιστορικοί. Τη δική της όμως αλήθεια την έχει διατυπώσει αρκετά καθαρά, αν και ήταν μια πνευματική γέννα πιο οδυνηρή από τις γέννες που έκανε ως μητέρα. Στην ποιήτρια ευχόμαστε υγεία και πολλές ακόμη ανάλογες πνευματικές γέννες, αφού είναι πια σίγουρο πως το αποτέλεσμά τους θα είναι αξιόλογο και σημαντικό.

Θεσσαλονίκη 10/12/2013

Δ. Κ. Αραμπατζής