ΚΚΕ και της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης και Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (παράρτημα Κατερίνης) στην αίθουσα εκδηλώσεων του Ελατοχωρίου προς τιμήν του αγωνιστή -κομμουνιστή και αντιστασιακού Σωτήρη Κωστόπουλου ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό.
Παρουσιάστηκε το βιβλίο του «ΟΡΘΙΟΙ- ΜΠΡΟΣΤΑ , Εθνική Αντίσταση- εμφύλιος».
Την εκδήλωση άνοιξε ο γραμματέας της Tομεακής Eπιτροπής Πιερίας του ΚΚΕ Αντώνης Παπαδόπουλος και χαιρέτησε ο πρόεδρος της ΠΕΑΕΑ Βασίλης Αμανατίδης.
Στην εκδήλωση παραβρέθηκε και η γραμματέας της ΚΝΕ Ρούλα Γεωργιάδου.
Το βιογραφικό του Σωτήρη Κωστόπουλου διάβασε το μέλος του δ.σ. της ΠΕΑΕΑ Γιάννης Γρηγοριάδης.
Την παρουσίαση του βιβλίου έκανε το μέλος της Tομεακής Eπιτροπής Πιερίας του ΚΚΕ Νίκος Σαλπιστής.
Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν κάτοικοι του χωριού, συγγενείς του τιμώμενου προσώπου και ο πρόεδρος της κοινότητας .
Η εκδήλωση έκλεισε με ενός λεπτού σιγή στη μνήμη όσων αγωνιστών έπεσαν μαχόμενοι για τα ιδανικά τους.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ «ΟΡΘΙΟΙ-ΜΠΡΟΣΤΑ» (εθνική αντίσταση- εμφύλιος)
«Όρθιοι – μπροστά» …
τι δείχνει αυτός ο τίτλος που διάλεξε ο Σωτήρης Κωστόπουλος να χαρακτηρίζει το βιβλίο του ;
Σ’ ένα πρώτο επίπεδο δείχνει τη στάση του σώματος. Ο άνθρωπος πρέπει να είναι όρθιος, δηλαδή ζωντανός και υγιής, έτοιμος για δράση και εργασία. Όμως δεν φτάνει αυτό. Χρειάζεται και το στοιχείο της κίνησης, που προϋποθέτει βέβαια την όρθια στάση.
Μπροστά. ..
Αυτό σημαίνει κίνηση , όχι μόνο ζωή αλλά και εργασία, δημιουργία, αλλαγή.
Σε συμβολικό επίπεδο, μεταφορικά, είναι ο άνθρωπος που δεν είναι σκυφτός , που λέει ο λαός, είναι ο αξιοπρεπής, αυτός που διεκδικεί.
Με το «μπροστά» υπονοείται η κίνηση του ανθρώπου προς την πρόοδο, το αντίθετο της στασιμότητας, της ακινησίας, η σύγκρουση με το παλιό, το ξεπερασμένο, ο αγώνας για ανώτερα ιδανικά.
Αυτές τις δύο λέξεις μπορούμε να πούμε ότι χαρακτήριζαν το τιμώμενο πρόσωπο σήμερα , το βιογραφικό του οποίου ακούσατε πιο πριν και πολύ αναλυτικά, τη στάση ζωή του Σωτήρη Κωστόπουλου, το δρόμο που διάλεξε να βαδίσει.
Ο Σωτήρης Κωστόπουλος, αν δεν θυσίαζε συνειδητά 20 χρόνια από τη ζωή του στον αγώνα για ανώτερα ιδανικά και μία δίκαιη κοινωνία και αν δεν αφιερώνονταν ολοκληρωτικά και απόλυτα σ’ αυτό που λέμε κοινωνική και πολιτική προσφορά, θα μπορούσε να είναι ένας καταξιωμένος λογοτέχνης, ένας επιτυχημένος καθηγητής, ακόμη και ένας πανεπιστημιακός.
Όμως ακόμη και τώρα, με ένα μόνο βιβλίο του, αυτό που παρουσιάζουμε σήμερα, η συμβολή του στην τοπική ιστορία και τη λογοτεχνική παραγωγή του Νομού Πιερίας, και όχι μόνο, είναι πολύτιμη.
Το βιβλίο μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε ως ένα ιστορικό και, εν μέρει, αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα.
Εδώ δεν θα πούμε περισσότερα για το Σωτήρη Κωστόπουλο.
Θα παρουσιάσουμε το βιβλίο του στο οποίο ο ίδιος, ως άτομο, χάνεται μέσα στις περιγραφές των τόπων του χωριού, τη ζωή των συγχωριανών, την αγωνιστική στάση των συναγωνιστών και της γενικότερης περιγραφής της κοινωνίας και της πολιτικής κατάστασης των χρόνων που έζησε.
Δεν ξέρω αν η επιλογή του να αλλάξει στο βιβλίο τα τοπωνύμια, τα ονόματα των προσώπων, των χωριών και των πόλεων είχε να κάνει με λόγους περιφρούρησης της δράσης και ύπαρξης του ΚΚΕ- γιατί το βιβλίο γράφτηκε μέσα στη φυλακή, παράνομα- ή για λόγους αγωνιστικής σεμνότητας και μη έκθεσης προσώπων και καταστάσεων σε μία εποχή που ακολούθησε και ήταν διαφορετική.
Η λογοτεχνική αξία του κειμένου, η ουσία των όσων περιγράφει και τα παιδαγωγικά συμπεράσματα που μπορεί να βγάλει κανείς από την ανάγνωση του βιβλίου έχουν σημασία.
Δύο συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε από τα γραφόμενα του Σωτήρη Κωστόπουλου.
Το ένα είναι η αγάπη του για τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε, το Ελατοχώρι Πιερίας, ένας αληθινός έρωτας για το φυσικό περιβάλλον, τους ανθρώπους και τη ζωή στο χωριό και το δεύτερο η ντοπιολαλιά, το τοπικό ιδίωμα του Ελατοχωρίου που εμπλουτίζει τη γλώσσα στην οποία γράφει ένας φιλόλογος.
Ο Σωτήρης Κωστόπουλος με το βιβλίο του, δίνει πλήθος από πληροφορίες ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟΥ περιεχομένου για τη ζωή στο χωριό, όπως για παράδειγμα στη σελίδα 17, όπου εκεί πληροφορούμαστε για την ύπαρξη ραδιόφωνου στο καφενείο του χωριού και μαθαίνουμε με ποιον τρόπο πληροφορούνταν οι χωριανοί για διάφορα γεγονότα που συνέβαιναν.
«Δεν είναι χτύπημα γιορτής το χτύπημα της Καμπάνας. Αργο τριπλό δοξολόγημα με κυματιστό ντιτίνισμα. Ούτε θανάτου μήνυμα, βαρύ και αμείλικτο σαν χάρου πάτημα. Δεν είναι για πυρκαγιά, γοργό σαν τον κίνδυνο κοφτό και ορμητικό σαν τον φλογών το βούισμα, ούτε για μάζωξη μονότονο και επίμονο δενδροκόπημα, όπως η συνείδηση που θυμίζει το χρέος . Τούτο τ΄ ασταμάτητο κυνηγητό των ήχων που σκίζει τον αέρα όπως οι κόψεις των σπαθιών δεν το ξανάκουσαν οι νεότεροι, μα είναι τόσο καθαρό τόσο συγκλονιστικό νταγκ- νταγκ – νταγκ, πόλεμος- πόλεμος- πόλεμος». Ήταν ο πόλεμος του 1940 με τους Ιταλούς.
Στη σελίδα 41 μαθαίνουμε πως ξεσπυρίζουνε το καλαμπόκι.
γράφει …
«Καθένας έχει μπροστά του ένα μικρό κούτσουρο και στο χέρι ένα Κουτσομυτησμένο δρεπάνι. Παίρνει μία-μία τις ροκες του καλαμποκιού τις ακουμπάει με τη μύτη κάτω, κρατώντας τες με το αριστερό από το πάνω μέρος και χτυπάει γρήγορα και με την ανάποδη του δρεπανιού ίσια προς τα κάτω το γύρω της ρόκας στριφογυρίζοντας την με το αριστερό για να δείχνει όλο δεξιά των σπυριών της αράδες που μένουν ακόμα. Σε 4-5 δευτερόλεπτα πετάει άδειο το κουκούτσι σε ένα σωρό
Στη σελίδα 46
μιλάει για την πρόγνωση του καιρού γράφει
«Τετοιος ηταν ο Κωστακης… Πρόσεχε και τον καιρό, Αστεροσκοπείο ...
Βουίζει ο καταρράκτης έχουμε νότια.
Ζωνάρι στα ριζά -βροχούλα τη βραδιά.
Σύννεφο στην κορφή του αϊ-λια Μπόρα με την καλοκαιρία
Αστράφτει στον Άγιο Αντώνη γαλάζι σαν το Κοτρώνι …
Στη σελίδα 160 μαθαίνουμε για τη νοοτροπία του χωρικού…
«Σε έβαλε στην καρδιά του ο χωρικός; θα γίνει θυσία»
Στη σελίδα 188 μαθαίνουμε για το πώς θεραπεύεται ένα σπασμένο χέρι, γράφει…
«τρέχει και παίρνει το παιδί στην αγκαλιά της, εξετάζει το σπασμένο χέρι του και λέει στη μάνα του που τα έχει χαμένα- κρατά το χέρι του έτσι να μην το κουνήσει. Το έβαλε στη θέση του παίρνει το σκεπάρνι βρίσκει δύο ξύλα τα μελετάει με μαστοριά και ξαναπάει στο παιδί. ..πασπατευε το σπασμένο χεράκι για να βεβαιωθεί Αν είχε πάει στη θέση του.
Κράτα εκεί, λέει στη μάνα, να μην κουνηθεί και κολλήσει στραβά Κοίταξε χρυσό μου Θέλεις να μείνει σακάτης σαν τον γείτονά σας τον μπάρμπα Αργύρη και δώστου τα χέρια να δουλεύουν ασταμάτητα …το σπασμένο χέρι μπήκε Και σφίχτηκε ανάμεσα στα δύο πελεκημένα ξύλα …κάτω από τα ξύλα είχε βάλει μαλλί ύστερα τύλιξε πολλές φορές το χέρι με πανιά και το κρέμασε από το λαιμό με το κεφαλομάντηλο της μάνας».
Στη σελίδα 22 πληροφορούμαστε ότι οι γονείς για να βιοποριστούν έδιναν τα παιδιά τους σε συγχωριανούς για να δουλέψουν …
Γράφει ο Σωτήρης Κωστόπουλος …
«Μου δίνεις Θάνο το παιδί σου δούλο- έτσι το λένε- να ‘ναι άραγε απευθείας συνέχεια της ονομασίας του παλιού σκλάβου;
- να ιδούμε πόσα θα μου δώσεις
-εξακόσιες δραχμές και τρία ζευγάρια τσαρούχια καλά είναι
- όχι λίγα 800 δραχμές και έξι ζευγάρια παπούτσια
-Πολλά ζητάς φτωχός είμαι και εγώ.
- Να τα μοιράσουμε 700 και τέσσερα
-βάλε ένα ζευγάρι ακόμα κάνε του 5 + 1 που έχει έξι για να βγάλει το εξάμηνο
έτσι έκλεινε η συμφωνία έτσι εκτιμήθηκε και ο Πέτρος 700 δραχμές και ένα ζευγάρι γουρουνοτσάρουχα για τη δουλειά που θα έκανε ένα εξάμηνο
Στη σελίδα 41 και 42 έχουμε πληροφορίες για την παραγωγή στο χωριό…
«τελείωσαν οι δουλειές του καλοκαιριού ήρθαν οι μέρες που πηγαίνουν στο βουνό για δαδί».
ενώ στη σελίδα 154 περιγράφεται πώς κατασκευάζεται το αλέτρι..
«ο Μανώλης κάθεται στην αυλή σταυροπόδι και ανοίγει στο αλετρι τρυπες για τις βέργες. Ξύλινα ξανάγιναν και τούτα τα σύνεργα από τότε που πάτησαν στον τόπο οι ξένοι. Τρέχα να βρεις το δάσος ξύλο στραβό να κάνει για αλέτρι άντε να ρωτήσεις τον γέρο Χαράλαμπο για το μάκρος και τα ζύγια του. Και Ζυγούς και ζεύλες και βέργες. Άσε που χρειάζονται και εργαλεία. Δεν γίνεται το αλετρι με το τσεκούρι μονάχα. Θέλεις σκαρπέλα και τρυπάνια και μέγγενη να σφίξει τη βέργα στην άκρη και να τη στρίβεις από την άλλη ώσπου να λουρωσει.. Σκούπισε το μέτωπο με το ζερβί μανίκι και πήρε τη βέργα να την πελεκήσει στις δύο άκρες για να χωράει στις τρύπες. Βγάζει το γουρουνομάχαιρο τραβάει 2-3 πάνω στο ξύλο»
Στα παρακάτω σημεία του βιβλίου έχουμε πολύ εύστοχες παρατηρήσεις για την κοινωνία και τη διαλεκτική της ζωής. Γενικεύει την εμπειρία του από τη ζωή και καταλήγει σε συμπεράσματα που τα χαρακτηρίζει ο ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΣ ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ.
Στη σελίδα 65 γράφει για τις αλλαγές που γίνονταν στην κοινωνία εκείνα τα χρόνια.
«…αλλάζουν πιο γρήγορα οι συνήθειες από άλλες εποχές και από σήμερα. Γιατί αλλάζανε πιο σύντομα οι σκέψεις και τα αισθήματα των ανθρώπων. Γιατί, πριν και από αυτούς αλλάζανε τα πράγματα. Μερικές γυναίκες κάνανε δουλειές αντρικές. Τέτοια ήταν η κυρά Λένη. Και την εκτιμούσαν τόσο πολύ, που ζητούσαν τη γνώμη της για ζητήματα πολύ σοβαρά. Για ζητήματα που άλλοτε ούτε οι άντρες μπορούσαν να δώσουν γνώμη».
στη σελίδα 192 έχει μία εύστοχη παρατήρηση για το ποιος είναι πατριώτης.
«Μη φοβάσαι πατριώτες είμαστε όλοι. Εμείς μάλιστα είμαστε και φτωχοί, που θα πει καλύτεροι πατριώτες. …Ξένοι μαθές είναι οι αντάρτες; όχι αδέρφια μας; όπου να ναι θα μας λευτερώσουν».
στη σελίδα 197… «Η ζωή καμιά φορά, μας επιβάλλει δικά της σχέδια. Σβήνει ότι γράφουν των ανθρώπων τα χαρτιά, παίρνει τις πράξεις τους και γράφει ιστορία.
Στη σελίδα 233 μας παρουσιάζει τη σχετικότητα που υπάρχει στη ζωή .
«…δεν ξέρω πολλά πράγματα, γράφει. Μου φαίνεται όμως πως έχετε δίκιο και οι δύο. Η φύση σου φαίνεται όμορφη και άσχημη, ανάλογα με το πώς είναι η ζωή. Είσαι χαρούμενος, ευτυχισμένος; υπέροχη βλέπεις την ανατολή και τη δύση, τα βουνά, τα ποτάμια τους κάμπους. Έχεις βάσανα, φτώχεια, στεναχωριέσαι; δεν μπορεί να είναι για σένα όμορφα αυτά που βλέπεις γύρω σου».
Στη σελίδα 55 περιγράφει την κατάρα του πολέμου.
«Και αυτή βρέθηκε στο σπιτοκάλυβο με τον Βαγγελάκη 2 χρονών παιδί στα χέρια. Με χίλια βάσανα τα΄ ανάστησε. Από νύχτα σε νύχτα στα ξένα χωράφια από γιορτή σε Κυριακή στο δικό της αργαλειό ώσπου να ανδρωθεί ο Βαγγέλης. Μα τους άντρες τους παίρνουν και στον πόλεμο. Αυτός πάλι, σαν ναναι οργη Θεού, έρχεται κάθε 15-20 χρόνια, για να μην γλιτώσει καμιά γενιά από το δρεπάνι του... Και ούτε πως είναι προστάτης εξετάζει αυτός, ούτε Πώς σκοτώθηκε ο πατέρας του στον άλλο πόλεμο».
Στα παρακάτω αποσπάσματα μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τις ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ του και τα συμπεράσματα που μπορεί να βγάλει κανείς από αυτές.
Στις σελίδες 87 και 88 μας δίνει μία ρεαλιστική περιγραφή της απόστασης που χρειάζεται να διανύσει κάποιος που αποφασίζει νααγωνιστεί, από την απραξία στην πράξη, τη διαλεκτική των αντιθέσεων από την οποία πηγάζει μια νέα σύνθεση..
«Δεν είναι κάτι που έρχεται μονομιάς. Χρειάζεται» ,όπως γράφει, «μία σύγκρουση εσωτερική»
….. «τότε πρώτα άκουσε μέσα του μία φωνή
-φύγε δεν είναι εδώ η θέση σου και αυτός να απολογείται
- και να γλιτώσω. Πως θα πάω στο χωριό φουστάνια να φορέσεις θα μου πετάξουν στα μούτρα την προσβολή... Φύγε είσαι γιος του Λέβα το πρώτο παλικάρι του χωριού.
-Σώπα δεν είμαι τίποτα. Είμαι με εκείνους που φώναζαν να πάμε στο βουνό..
.- φοβάσαι, φοβάσαι να τον σκανιάζει η φωνή... Εγώ Θέλεις να πέσω αναμμένο δαυλί στη θάλασσα? να σβήσω… σταλαματιά νερό στο Καμίνι να χαθώ? Όχι Ποιο το όφελος κάλλιο να γίνω θάλασσα Καμίνι , όχι σταλαματιά, δαυλί …αυτό λέω αυτό σκέφτομαι
φόβος και θάρρος… Τόλμη και σύνεση, περηφάνια και ντροπή, ένα κουβάρι μάχονται στην ταραγμένη του ψυχή, ώσπου τέλος χύνονται στην ακύμαντη γαλήνη της αμετάκλητης απόφασης,
--θα φύγω και θα πάρω το τουφέκι στον ώμο»,
στη σελίδα 88 έχουμε μία άλλη εσωτερική σύγκρουση
«Σκέφτομαι να σε ζητήσω από τη μάνα σου μα πρώτα θέλουν τη γνώμη σου.... Άκουσε Μήτσο αν δεν σε δω με τουφέκι να πολεμάς τους Γερμανούς τέτοιες κουβέντες δεν έχουμε οι δυο μας. Και έφυγε χωρίς να προλάβει να της απαντήσει
Σήμερα πάλι για ένα τουφέκι μίλησε έξω από το σπίτι του. Έχει δίκιο. Αγάπες και παντρολογήματα όταν οι ξένοι καίνε και σκοτώνουν. Αν τους πολεμάς μάλιστα. Μιλά και για αυτά. Να δούμε Λοιπόν τι θα πει σαν να αντικρίσει με τουφέκι στον ώμο».
Στη σελίδα 267 μας δίνει μαθήματα ζωής, έναν οδηγό επιβίωσης, όταν είναι στη φυλακή .
«Εγώ θα σου πω μία χαρά που δεν την ξέρεις», γράφει.
«Πώς γίνεται να υπάρχει χαρά που να μην θέλεις να τη γνωρίσει ο άλλος. Για αυτό είπαμε πως είναι σχετική. Πες πως είσαι πουλάκι στο κλουβί. Να μην το αξιωθείς. Τρως ότι σου δίνουν, βλέπεις και ακούς ότι θέλουν οι άλλοι. Λαχτάρα σου να ελευθερωθείς. Το αφεντικό σου Ούτε που το σκέφτεται. Για αυτό σε έχει στο κλουβί, στο ίδιο δωμάτιο. …Έρχεται το καλοκαίρι, πάει ο νοικοκύρης να παραθερίσει, παίρνουν και το κλουβί υπηρέτες του. Όλο χαρά εσυ. Στο δρόμο βλέπεις και ακούς και δεν χορταίνεις. Όλο νέα πράγματα. Ανοίγεις μάτια και αυτιά να τα ρουφήξεις... Κι όμως χαίρεσαι. Γιατί ζεις. Αν δεν χαρείς, θα πεθάνεις από μαράζι. Αν δεν σου δίνουν τη χαρά που θέλεις, βρίσκεις τη χαρά που σου χρειάζεται, για να ανάψεις το καντήλι της Ελπίδας Αυτή είναι η ζωή….»
Στη σελίδα 270 περιγράφει την πάλη των αντιθέτων. Η διαλεκτική είναι πάλι παρούσα. Δύο άνθρωποι ο δεσμώτης και ο δέσμιος, ο φύλακας και ο φυλακισμένος.
Δεν μπορούν να κάθονται ώρα πολλή αμίλητοι ο ένας πλάι στον άλλον, ούτε όταν του ενός τα χέρια είναι σιδερωμένα και του άλλου κρατούν τουφέκι όταν τα σίδερα προστατεύουν την ελευθερία του τουφεκιού και το ντουφέκι εξασφαλίζει το θάνατο στην Ελευθερία. Η κουβέντα ήρθε μόνη της».
Στη σελίδα 329 έχουμε απανωτές σκέψεις για το νόημα της ζωής, για την ελευθερία, για το άδικο, για τη στάση του φυλακισμένου αγωνιστή.
Γράφει. ..
«Υποφέρεις λιγότερο άμα σε έχουν άδικα παρά να σε τιμωρήσουν δίκαια …ανάποδο φαίνεται να είναι αληθινό. Μόνο που όταν είσαι άδικα, χρειάζεται να έχεις συνείδηση της αδικίας, των ελατηρίων και των σκοπών της. Έτσι μόνο εξουδετερώνει σε μεγάλο βαθμό το βάρος του σίδερου και του σκότους. Και διαπιστώνεις από μία άποψη εντελώς νέα, ότι η ελευθερία δεν είναι αφηρημένη, δεν σημαίνει να κάνεις ότι θέλεις, αλλά ότι πρέπει.....».
Πιο κάτω...
«Σε αποσπούν από την κοινωνία και τους δικούς σου, από τις χαρές της ζωής και δεν ζεις κανένα ψυχικό μαρτύριο, κανένα δράμα. Γιατί γνωρίζεις πως δεν σε κατατρέχει Θεός η μοίρα για να υποτάκτεις ή να παλέψεις στα τυφλά, έχεις επίγνωση της αδικίας και συγκρούεσαι συνειδητά σε έναν αγώνα ζωής ή θανάτου με τους αδικητές....»
Και πιο κάτω...
«Στην άδικη ποινή δεν χάνεις την Ελευθερία, γιατί τέτοια θεωρείς σωστά, τη γνώση, τη Συνείδηση της αναγκαιότητας».
Και συνεχίζει...
«Αλλά δέχεσαι εκείνο που είναι αναγκαίο και αναπόφευκτο,, ελεύθερα, δεν μένεις άτομο, γίνεσαι σύνολο Και εν ονόματι του συνόλου εκφράζεις την ευρύτερης σημασίας αναγκαιότητα... Ότι οσες συγκεκριμένες μάχες κι αν χάσετε, τον πόλεμο θα τον κερδίσετε τελικά».
Στη σελίδα 345
Έχουμε μία συγκινητική περιγραφή της επιστροφής του αγωνιστή στο χωριό...
«Κοντεύει μεσημέρι. Είναι Κυριακή. Γλυκός ο καιρός, τρυφερό το χορτάρι της πλαγιάς, ανθισμένα τα δέντρα του χωριού. Ο Πλάτανος δεν έχει φουντώσει ακόμα. Τα φύλλα του είναι μικρούτσικα μεταξένια σκορμπάκια και λαμποκοπούν στον ήλιο που τα λούζει απαλά. Βουίζει το νερό στο ρέμα, καθώς Πέφτει από βράχια σε τροχάλα και κυλά στο βάθος της χαράδρας με τις απότομες πλαγιές. Τα χελιδόνια σταυρώνουν παιχνιδιάρικα τους δρόμους τους πάνω από τον πλάτανο και κάνοντας κάθετη εξόρμηση πάνω από την μάζωξη, σαν να τη χαιρετούν, ξανά ανεβαίνουν και χάνονται πέρα από την κορφή του λόφου, απ΄ όπου πρωταντικρίζεις το χωριό, όταν ανεβαίνεις από τον κάμπο...»
Επίσης έχουμε μία σειρά από ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Στη σελίδα 45 μαθαίνουμε ότι στο χωριό υπήρχε απόσπασμα χωροφυλακής και ότι στο χωριό παραθέριζαν άνθρωποι από άλλες περιοχές.
Στη σελίδα 71 για τον περίφημο Γιοσμά, τον γερμανοντυμένο δωσίλογο της κατοχής .
«Προπολεμικά τον έβλεπες δικολάβο, φοραντζή, δημοσιογράφο στην τοπική εφημερίδα, νοικιαστή του φόρου της εμποροπανήγυρης, καπνομεσίτη. Μία περίοδο έκανε τον προσφυγοπατέρα μέσα από τον εποικισμό, ύστερα των αγροτοπατέρα ανακατεμένος στην Ένωση Συνεταιρισμών. Πέρασε και από το μονοπώλιο άλατος, από το συμβούλιο του ποδοσφαιρικού Συλλόγου Άρης, εμφανίστηκε και σαν χοροδιδάσκαλος Ακόμη και σαν ψάλτης στη Μητρόπολη».
Στη σελίδα 73 περιγράφεται η συνδιάσκεψη Πιερίας του ΕΑΜ, η ομηρία 15 χωριανών από τους Γερμανούς, οι εκτελεση 32 κατοίκων από τα κατοχικά-ναζιστικά στρατεύματα
Στη σελίδα 127 το συλλαλητήριο του ΕΑΜ στην Κατερίνη ενάντια στα κατοχικά στρατεύματα και τους δωσίλογους της πόλης.
Στη σελίδα 222 διαβάζουμε για τη μεγάλη συγκέντρωση της απελευθέρωσης της Κατερίνης …
« Η πλατεία είχε πήξει. Στο ηρώο των νεκρών του 1912 είναι καταπράσινο από τα στεφάνια. Μπροστά στο ξενοδοχείο Ανατολή το μαρμάρινο πλάτωμα που είναι τέσσερα σκαλιά ψηλότερο από την πλατεία, λες και χτίστηκε για βήμα….. Σεβασμός στον πόνο των ζωντανών και τιμή στη μνήμη των νεκρών. Ξαφνικά ακούστηκε ένα χειροκρότημα ακριβώς τη στιγμή που η Σουμέλα πάτησε το τελευταίο σκαλοπάτι, αμέσως όλη η πλατεία αντήχησε από χειροκροτήματα, χωρίς να ακουστεί ούτε μία φωνή.. Απλή σεμνή δοξολογία στους ήρωες. Μίλησε ο δήμος από το ΕΑΜ και ο γραμματέας του κόμματος… σείστηκε ο τόπος από τα ζητώ και τα χειροκροτήματα. Και καθώς τα πλακάτ ανεβοκατέβαιναν, καπέλα πετιούνταν στον αέρα και μαντήλια πολύχρωμα ανέμιζαν, έλεγες πως η γής η ίδια χόρευε το χορό της λευτεριάς και σκορπά τη χαρά της στον αέρα, να τη δείξει και στον ήλιο να χαρεί μαζί της».
Στη σελίδα 117 υπάρχει μία περιγραφή της Λαϊκής Δικαιοσύνης, όταν κυριαρχούσε το ΕΑΜ …
«Στην πλατεία του χωριού γράφει, πρώτη φορά θα δικάζανε οι δικαστές του Ελατοχωρίου. Πολλές υποθέσεις πέρασαν από τα χέρια τους ως τώρα αλλά τις τακτοποιούσαν με συνεννόηση. Καλούσαν τους δύο που είχαν τη διαφορά, τους μιλούσαν, τους συμβίβαζαν και ούτε έξοδα ούτε χαμένα μεροκάματα ούτε δικηγόροι».
Στη σελίδα 152 βλέπουμε την αντίθεση ανάμεσα στον κυρίαρχο και σε αυτόν που αντιστέκεται στην κυριαρχία του , το σκλάβο που αντιστέκεται και τον Γερμανό-αφέντη.
«Ο Διοικητής λόχου διατάζει –
--Θέλουμε ένα κορίτσι να μας περιποιείται του λέει.
-Ξέρετε εδώ έχουμε συνήθειες που….
-Καθυστέρηση, απαντάει σοβαρά, σαν απόσωσε το ειρωνικό του γέλιο. Δεν πειράζει. Θα συνηθίσουν οι χωρικοί. Στη Γερμανία τα κορίτσια πριν παντρευτούν είναι ελεύθερα Να ζήσουν τη ζωή τους.
- Εδώ είμαστε στην Ελλάδα του ξέφυγε του προέδρου...
--Και εδώ είναι Γερμανία αγριέψω διοικητής θα μας στείλεις ένα κορίτσι ως το βράδυ.... Τα μάθανε οι χωρικοί αποφάσισαν χωρίς δισταγμό - δεν δίνουμε κορίτσια
- αν πάρουν με το ζόρι ρωτάει ένας. Πετιέται ο Ανδρέας
--θα αντισταθεί η κοπέλα θα φωνάξει θα τρέξει στη γειτονιά. Αν την πάρουνε με το ζόρι στο σχολείο τα ίδια και εκεί να φωνάζει να αντιστέκεται»
Μεγάλη αξία έχουν και οι ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ του Σωτήρη Κωστόπουλου
Στη σελίδα 48 περιγράφει μία μπόρα
«Πριν σβήσει ακόμα η σπασμένη φωτεινή γραμμή που γάζωσε τον ουρανό ήρθε το ταίρι της η βροντή.
Την άκουσε η γής και άρχισε να τρέμει από το φόβο της. Και πριν να ξεψυχήσει της βροντής ο απόηχος, βρυσούλες άνοιξαν ψηλά στα ουράνια, έγινε πελώριο ποτιστήρι ο μαύρος ουρανός, να καταβρέξει τη γης που αναρηγούσε ηδονικά στο απαλό χάδι του γόνιμου νερού».
Στη σελίδα 84 περιγράφει την παραμονή των ηλικιωμένων στο χωριό παρά την έφοδο των Γερμανών και μία έξοχη παρουσίαση των γηρατειών …
«Νοικοκυραίοι σαν τον Νικόλα Λέβα που δεν θέλανε να φύγουν, πίστευαν πως δεν θα τους πειράξουν οι Γερμανοί. Γριές που τις άφησαν οι δικοί τους να προσέχουν τα ρημάδια. Γέροι που δεν ξεκόλλησαν από τις στάχτες των 70 χρόνων τους».
Στη σελίδα 90 παρουσιάζεται το καμένο από τους Γερμανούς χωριό.
«ο τοίχος του καμένου σχολείου έστειλε πίσω τη φωνή τη φωνή του αγνώριστη. Χιόνι παντού. Τη μέρα άσπρο, λαμπερό τώρα θαμπό, κοκαλωμένο. Γύρω το ατρύπητο σκοτάδι και της ησυχίας ο φόβος.
Δεν χωράει του ανθρώπου το μυαλό χωριό χωρίς ανθρώπους και ζωή. Τούτη οι πέτρινοι Σόροι και οι μαύρες στάχτες, τα καρβουνιασμένα δοκάρια, μπηγμένα όρθια η λόξα στα χαλάσματα κι άλλα κρεμασμένα από τους μισογκρεμισμένους τοίχους, τα καψαλισμένο δέντρα που μοιρολογούν γυμνά στο φόντο του χιονιού, όλα βουβά και ακίνητα, είναι πιο φοβερά και από το νεκροταφείο που φοβόταν να περάσει τη νύχτα, όταν ήταν μικροί».
Στη σελίδα 109
«Ο ήλιος έσκυψε και φίλησε το γυμνό λαιμό της κορυφογραμμής στη Δύση».
Στη σελίδα 121
«Στερήσεις και ταλαιπωρίες, δυσκολίες και κίνδυνοι συντροφεύουν τους ανθρώπους του τουφεκιού. Όλα τα δέχτηκαν εθελοντικά και τα υπομένουν αγόγγυστα, γιατί ακριβή είναι και η αμοιβή τους... Η χαρά κι υπερηφάνεια που κεντάνε στα ελληνικά βουνά τη δόξα και τη λευτεριά με την μπούκα του τουφεκιού τους».
Στη σελίδα 155
«Ψηλή , γεροδεμένη, μαυρομάτα 25 χρόνων γυναίκα με το παιδί στην αγκαλιά. Έτσι Τι βρήκανε. Φοβήθηκε το μικρό Από τα μπουμπουνητά και έβαλε τα κλάματα. Το παίρνει η μάνα να ταρνεψει με το βυζί. Άναψε ο ουρανός... Έριξε αστροπελέκι στην κορφή του πεύκου και απόμειναν αγκαλιασμένοι στη ρίζα του δέντρου …άλλος πιο πέρα να προφτάσει τα τελευταία κομμάτια, να μην βραχούν και ξεφύτρωσαν. Έτρεξε με δύο άλλους που άκουσαν από τα γειτονικά χωριά τον κεραυνό. Είδαν και πάθανε, ώσπου να ξεκολλήσουν από το γυμνό βυζί που είχε γίνει μαύρο, κάρβουνο καυτό.
Μαύροι κι δυο, αγνώριστοι, πίσσα τα πρόσωπα, τα χέρια..... Και από τότε αν αντίκριζε μάνα να βυζαίνει το παιδί, έβγαζε το καπέλο, όπως στην εκκλησία, κι αν δεν ντρεπόταν τον κόσμο, θάπεφτε να την προσκυνήσει. 5 χρόνια και δεν γέλασε το χείλι του. Κι ούτε ακούει για παντρειά, έμεινε κούκος»
Στη σελίδα 178
«Ο ήλιος ανέβηκε δύο καλάμια ή ζέστα δυνάμωσε. Το παζάρι είχε γεμίσει κιόλας από χωρικούς που κατέβηκαν να πουλήσουν και να ψωνίσουν. Τελευταία δροσιά της νύχτας πέταξε στα ύψη κυνηγημένη από τον ήλιο».
Στη σελίδα 194
«Περασμένα μεσάνυχτα. Παράθυρα κλειστά και σκοτεινά. Έρημοι δρόμοι. …όλη η πόλη τυλιγμένη με ένα μαύρο πέπλο σιωπής και απάνω του οι μπότες να καρφώνουν πεισματικά τα καρφιά του φόβου, για να τρυπήσουν την καρδιά της. Σε ένα σπίτι του προσφυγικού συνοικισμού ο γραμματέας άγρυπνα. Σκυμμένος στο τραπέζι διαβάζει χαρτιά και κάτι σημειώνει κάπου-κάπου».
Στη σελίδα 201
«το σήκωσε στα χέρια της, το σκούπισε με την ποδιά της. Ακούμπησε άρνεμενο το κεφάλι του στον ώμο της μάνας. Το πήγε έτσι ως το κρεβάτι και το έβαλε να καθίσει. Γονατίζει δίπλα στο σεντούκι, βγάζει ένα κόκκινο μήλο. Το γυμνό δωμάτιο έγινε Παράδεισος με ένα αγγελούδι που κρατά στο χέρι μυρωδάτο μήλο, την καρδιά της μάνας».