Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2018

Το κάψιμο των Κέδρων στο Λιτόχωρο (B’ μέρος)

Τα νεότερα χρόνια - Μια προσωπική ιστορία

Ξεκινάω με την παραδοχή πως κάποιος δεν μπορεί να λέγεται Λιτοχωρίτης αν δεν έχει κάψει κέδρα στα μπαΐρια, δεν έχει ξενυχτήσει
στην φύλαξη των κέδρων και βέβαια δεν έχει κόψει κέδρα στο βουνό. 
Βουνό βέβαια είναι ο Όλυμπος. Έτσι το λέμε εμείς οι ντόπιοι. Ο Όλυμπος είναι το βουνό των βουνών άλλωστε. Ο τόπος μας είναι μικρός, έχει παράξει όμως τόσο μεγάλη ιστορία. Η συνεχής αναφορά μας στα ήθη, τα έθιμά μας και τις παραδόσεις δημιουργεί μια εικόνα και ένα αίσθημα τοπικισμού στον συνομιλητή, που είναι μια λανθασμένη εικόνα. Άλλωστε η αγάπη για τον τόπο μας δεν είναι τοπικισμός, είναι ευλογία. 
Η γειτονιά μου δεν είχε μπαΐρι για να κάψουμε κέδρα. Υπήρχε βέβαια μια τεράστια αλάνα, κάτω από το εκκλησάκι της Αγίας Σαλώνας, που σήμερα είναι το λεγόμενο πάρκο εθνικής αντίστασης. Όλα τα χρόνια κατεβαίναμε την κατηφόρα και συμμετείχαμε στην γειτονιά των Πιπιτσαίων. Δυνατή γειτονιά με πολλά κλεψίματα, ειδικά από την γειτονιά του Αγίου Γεωργίου. Το κρύο ήταν τσουχτερό, η σόμπα που “μπουμπούνιζε” - στο κέντρο της αυτοσχέδιας με νάυλον καλύβας - ζέσταινε τα χέρια μας που ήταν πληγωμένα από την μεταφορά των κέδρων από το βουνό. Πολλές φιλίες γεννήθηκαν γύρω από την πυρακτωμένη σόμπα. Φιλίες που άντεξαν στα χρόνια με τις πιο γλυκές αναμνήσεις της νιότης μας. 
Ως γειτονιά, το φέραμε βαρέως που δεν είχαμε το δικό μας μπαΐρι. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 πήραμε την μεγάλη απόφαση. Ανήμερα της αποκριάς αποφασίσαμε να τα μαζέψουμε και να τα κάψουμε. Εγώ, ο αδερφός μου, η αδερφή μου, ο Γιαννούλης ο Μόσχοβας, τα αδέρφια Γκίνου και δεν θυμάμαι ποιοι άλλοι. Ούτε δέκα χρονών παιδιά δεν ήμασταν οι μεγαλύτεροι. Για να φέρουμε όμως τα κέδρα από το βουνό έπρεπε να μας βοηθήσουν οι μεγαλύτεροι. Οι γονείς μας στη δουλειά και χωρίς χρόνο, ο ρόλος έπεσε στους παππούδες μας. Ο παππούς μου Γιώργος Καρτσιούνας και ο μπαρμπα-Γόλας ο Γιαννουλόπουλος ανέλαβαν το κόψιμο των κέδρων. Από κοντά τους και ο μπαρμπα-Αποστόλης ο Μόσχοβας με συμβουλευτικό τόνο τους παρότρυνε.  Κι εμείς με γυμνά χέρια πέρναμε τα κομμένα κέδρα και τα κατεβάζαμε στην γειτονιά. Οι γιαγιάδες της γειτονιάς ανέλαβαν να μας τρατάρουν γλυκά, λαγγίτες και πορτοκαλάδες και εμείς πρέπει να ανεβοκατεβήκαμε το δρόμο για το βουνό ίσα με 20 φορές. 
Τελικά, τα καταφέραμε. Να δείτε χαρά που είχαμε όταν ο μπαρμπα-Γόλας μας είπε σταματήστε, θα πάρω το τρακτέρ και θα γεμίσουμε την καρότσα με κέδρα. Δυο καροτσιές όλες και όλες και έτοιμο το γλέντι. Δεν θυμάμαι ποιος ήταν αυτός που μας έφερε τα μεγάφωνα και το κρασί. Ήταν δε, η πρώτη φορά στη ζωή μου που ήπια αλκοόλ και δεν μου άρεσε καθόλου! Για να ξεκινήσει εκείνο το βράδυ το κάψιμο, περιμέναμε τους παππούδες μας να κατεβούνε από το βουνό για να αρχίσει το γλέντι! Και η φωτιά άναψε και οι σπίθες έφταναν πάνω από τις καμινάδες των σπιτιών. Μπροστά οι τρεις παππούδες μας έσερναν τον χορό. Αφιερωμένο αυτό το κείμενο στη μνήμη τους, του παππού μου Γεωργίου Καρτσιούνα, του Γρηγορίου Γιαννουλόπουλου και του Απόστολου Μόσχοβα που έκαναν το τότε άπιαστο όνειρό μας, πραγματικότητα. 
Εκείνη την εποχή θυμάμαι πρέπει να ήταν πάνω από 20 γειτονιές και το Λιτόχωρο, αν το έβλεπες μακριά ήταν αυτό που περιγράφει ο Διονύσης Σαββόπουλος στο “Σου μιλώ και κοκκινίζεις”:
“Νύχτα ξαστεριά
Τρέμουν οι φλογίτσες πάνω απ’ τα χωριά”
Θα ακολουθήσει ένα ακόμη κείμενο με προτάσεις μου για την αναβίωση του εθίμου!
Το χθεσινό κείμενο, με την ιστορία του εθίμου, μπορείτε να το διαβάσετε εδώ: https://goo.gl/19r5G4  
Γιάννης Παπαζαχαρίας


 https://ipapazacharias.tumblr.com