Άγιος Βασίλης για φέτος
Επέστρεψε
νωρίς στο σπίτι εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ Δεκεμβρίου ο συνταξιούχος
καθηγητής μαθηματικών. Ιδιαίτερα σκεπτικός, δεν είχε γεμίσει
εντελώς τη μέρα
του….. και ανακάτευε με την ώρα τη σούπα
που ζέσταινε για βραδινό.
Χήρος από χρόνια, πάει λίγος καιρός που αποσύρθηκε από την
ενεργό εκπαίδευση. Ζωντανός μεσήλικας,
κοινωνικός όσο του το επέτρεπε η θέση του - με λιγοστές παρέες για βόλτα στον
πεζόδρομο και μερικές εμφανίσεις σε βιβλιοπαρουσιάσεις φίλων ή για κανένα τσίπουρο
με δυο-τρεις άλλους – έχαιρε της εκτίμησης των συμπολιτών του. Καλό καθηγητή τον χαρακτήριζαν όσοι τον
ήξεραν από παλιά, που πάντα διάβαζε και θα τον έβρισκες κάθε φορά με ένα βιβλίο
στο χέρι. Ομιλητικός με τους μαθητές του όποτε τους συναντούσε, καταδεχτικός
με τους γείτονες, τυπικός νοικοκύρης στην οικοδομή και έβγαινε καθημερινά για τα λίγα ψώνια του
ή για βιβλία, φρόντιζε μόνος τον εαυτό
του και απέφευγε ευγενικά φαγητό από συγκατοίκους.
Δεν
έκανε ιδιαίτερο κρύο αν και χειμώνας αλλά γύρισε με γοργό βήμα, ντυμένος γερά
όπως το συνήθιζε, καθώς πρόσεχε τον εαυτό του. Ήθελε να σκεφθεί…! Φαινόταν για καιρό προβληματισμένος και δεν
του έπαιρνες εύκολα κουβέντα. Τι μπορούσε να κάνει αυτός για όσους πλήγηκαν από
τις συνέπειες τις κρίσης; Διάβαζε εφημερίδες
και ήταν ενημερωμένος γύρω από όλα, όμως λιγομίλητος…. παρόλο που τον πλησίαζαν και τον χαιρετούσαν άνθρωποι
που δεν ήταν ούτε της περιοχής. Είχε μια
παράξενη δημοτικότητα ο κος καθηγητής.
Ακόμη και επιστρέφοντας από την εκκλησία τις Κυριακές, πήγαινε μεσημέρι μέχρι
να τον δει το σπίτι του.
Απέναντι,
στο στενό που έβγαζε σε αδιέξοδο,
βρισκόταν δύο σπίτια, μονοκατοικίες με μικρή αυλή που ξεχάστηκαν από τον
οικοδομικό οργασμό της πόλης. Οι δύο οικογένειες, νεαρές σχετικά, είχαν η μια δυο παιδιά-το κορίτσι σπούδαζε στα
Γιάννενα και το αγόρι, παιδί του Γυμνασίου- ενώ η διπλανή ένα αγόρι
συνομήλικο του πρώτου (ο Γιαννάκης και ο
Πετράκης, όπως τους φώναζαν). Με τα
υποκοριστικά, τους καλούσε και ο κος Βαγγέλης ο μαθηματικός και τους χάιδευε το
κεφάλι όποτε τους συναντούσε. Τους βοηθούσε στα μαθηματικά και τη φυσική δυο φορές την
εβδομάδα, δίχως να ζητάει χρήματα. Οι
γονείς τους δύσκολα τα έφερναν βόλτα και ο πατέρας μάλιστα του ενός είχε
πρόσφατα απολυθεί από γνωστή επιχείρηση της περιοχής. Ο πατέρας του άλλου
μαραγκός …..
Έτσι είπε ο κος Βαγγέλης στους γονείς ότι για
να μη σταματήσει η πρόοδος των παιδιών, θα τα βοηθούσε κι εκείνοι θα
προσπαθούσαν να σταθούν στα πόδια τους.
Τα
ήξερε από μικρά τα δύο γειτονόπουλά του ο κος καθηγητής και πως ήταν καλοί
φίλοι και δεινοί ποδοσφαιριστές αφού κλωτσούσαν μια φθαρμένη μπάλα, όποτε
έβρισκαν ευκαιρία. Όλο με τις συμβουλές του ο κος Βαγγέλης, για τα μαθήματα και
να προσέχουν την υγεία τους. Το κρύο όμως δεν παλεύεται εύκολα και η θέρμανση
στα σπίτια τους άναβε μόνο το βράδυ, για λίγο, οπότε δέχθηκαν την πρόταση να πηγαίνουν να μελετούν στο σπίτι του.
Ζούσε μόνος του και είχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη ο κος καθηγητής όπου απασχολούνταν πολλές ώρες στο διάβασμα. Νόμιζε
ότι και τα παιδιά είχαν την ίδια δίψα
αλλά σύντομα διαψεύστηκε. Είχε
ακούσει που τα απασχολούσε το κοινό
οικονομικό πρόβλημα, παρόλο που οι μητέρες τους δεν τα άφηναν να στενοχωρηθούν
και προσπαθούσαν –όσο το κατάφερναν - να μη τους λείπει τίποτε. Ούτε ο κος καθηγητής τα « άφηνε σε ησυχία», βομβαρδίζοντάς τα
με ασκήσεις, τόσο που στο δρόμο παραμιλούσαν!
Επισκέψεις
στο σπίτι δε δεχόταν, ωστόσο τηρούσε την τάξη και την καθαριότητα «σαν καλή
νοικοκυρούλα». Ό,τι κι αν έκανε, του θύμιζε τη συγχωρεμένη τη
γυναίκα του. Όποτε πήγαινε στη λαϊκή
σέρνοντας το καρότσι του, μοίραζε στην κυριολεξία το περιεχόμενό του, καθώς συναντούσε αρκετούς
καμπουριασμένους γεράκους που έψαχναν
εδώ κι εκεί στα άδεια κασόνια. «Τα
υπερήφανα γηρατειά!»
Στον ένα θα έδινε δυο πορτοκάλια, στον άλλο
ένα μαρούλι….. Τον έβλεπαν οι γείτονες που φερόταν με
συμπάθεια στις γερόντισσες κι αντάλλαζαν
δυο κουβέντες , είχε άλλωστε έναν καλό λόγο
για όλους ο κος Βαγγέλης.
Πλησίαζαν Χριστούγεννα κι όλοι
κυκλοφορούσαν βιαστικά κρατώντας διάφορα πακέτα και μεγάλες σακούλες. Τους έβλεπε στη βόλτα του να
πηγαινοέρχονται και απορούσε πού ήταν
όλοι αυτοί οι άνθρωποι τον υπόλοιπο
χρόνο. Για τι νοιάζονταν; Μόνο τα
ψώνια τους απασχολούσαν; Σπανίως να χαιρετούσαν κάποιον περαστικό. Πήγε και έβγαλε το αυτοκίνητο, επισκέφθηκε
σούπερ-μάρκετ προαστίου και κατευθύνθηκε σε υποβαθμισμένες συνοικίες της πόλης.
Είχε ακούσει τα παιδιά που έλεγαν για την ανακοίνωση του σχολείου που καλούσε
τους μαθητές για είδη μακράς διάρκειας, για την υποστήριξη των οικονομικά αδύναμων
οικογενειών. Εκείνο το βράδυ έγινε ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο δίνοντας
και παίρνοντας αγάπη αφού του άνοιξαν όλοι τόσο την πόρτα τους όσο και την
καρδιά τους . Η χορωδία της εκκλησίας τον κάλεσε να γίνει μέλος της μια και
είχε μουσική παιδεία και σύντομα τραγουδούσε μαζί τους. Έφερε και
χριστουγεννιάτικους σκούφους για όλους. Δεν ήξερε ποια πρόταση για τραπέζι να
πρωτοδεχθεί! «Ο Άγιος Βασίλης της πόλης
για φέτος» είπε μέσα του και κούνησε το κεφάλι του!
Ευγενία
Κορτσάρη 24/12/2017