Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

Ο κεμεντζές «τραγουδάει» τη φύση

Το δέσιμο των Ποντίων με τη φύση μέσα από τα τραγούδια τους, διερευνά μελέτη με στόχο την ανάδειξη της διαχρονικής σχέσης που
διέπει τους στίχους, τα ποιήματα και τα τραγούδια του ποντιακού ελληνισμού, με το περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτοί έζησαν και δραστηριοποιήθηκαν.
«Στίχος και φυσικό περιβάλλον: Η περίπτωση των ποντιακών τραγουδιών» είναι το θέμα της μελέτης που πραγματοποίησαν οι ομότιμοι καθηγητές Δασοπονίας Νικόλαος Ελευθεριάδης και Στέργιος Βέργος και θα παρουσιάσουν στο 18ο Πανελλήνιο Δασολογικό συνέδριο που ξεκινάει την Κυριακή, 8 Οκτωβρίου, στην Έδεσσα και θα ολοκληρωθεί στις 11.
«Η ποντιακή φύση τραγουδήθηκε πάρα πολύ και χρησιμοποιήθηκε από τους δημιουργούς για να ενδυναμώσει ή να απαλύνει τα ανθρώπινα συναισθήματα για την αγάπη, την παλικαριά, την ξενιτιά, τον θάνατο, τον πόνο. Τραγούδησε ο Πόντιος ό,τι ήταν δίπλα του, ό,τι αγαπούσε, ό,τι φοβόταν και δεν το καταλάβαινε. Έκανε ποίηση και τραγούδι το επιθυμητό, το δυνατό, το θεϊκό, το φυσικό. Με τη βοήθεια των στοιχείων της φύσης προσπάθησε να περιγράψει στην καλή του, στη μάνα του, στον κύρη του τη λατρεία και την εκτίμηση που τους έχει. Για όλα αυτά εμπνεύσθηκε από την ιδιαίτερη ομορφιά της πατρίδας του Πόντου» περιγράφουν στην εργασία τους οι ερευνητές.
Όπως διευκρινίζουν, συγκέντρωσαν υλικό, από τον πλούτο του ποντιακού στίχου και τραγουδιού, σχετικό με το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον και δεν επιχειρήθηκε κάποια κατάταξη χρονολογική ή λογοτεχνική. Το υλικό που συγκεντρώθηκε και αξιοποιήθηκε προήλθε κυρίως από το διαδίκτυο, από σχετική βιβλιογραφία και συμπληρώθηκε από τα βιώματα των συγγραφέων.
“Να’ ποδεδίζω το παρχάρ’ με τα ψηλά τα’ ελάτια…”
Συχνή είναι η αναφορά του λαϊκού στοχαστή του Πόντου σε δέντρα, θάμνους και λουλούδια με χαρακτηριστικά τα δίστιχα:
«Να’ ποδεδίζω το παρχάρ’ με τα ψηλά τα’ ελάτια,
εμέν κ’ εσέν εσκέπαζαν α ‘ς σου κοσμί’ τ’ ομμάτια?»
«.Έλα, κόρ’, ας φιλίουμες αφκά ‘σο λεφτοκάρυ(ν),
το λευτοκάρ’ ‘κι λέει’ατό κ’ η γη ‘κι ομολογά ‘το?».
Η χαμομηλιά μαραίνεται και καταρρέει, όταν μαθαίνει πως ο νέος και η νέα που φιλήθηκαν στη ρίζα της χώρισαν. Αναρωτιέται μήπως έχει αυτή την ευθύνη.
«Ντό έπαθες χαμόμηλον και στέκεις μουχλωμένον;
γιάμ’ η ρίζα σ’ εδίψασεν, γιάμ’ ο καρπός σ’ ελλάγεν;
Ουτ’ η ρίζα μ’ εδίψασεν ούτ’ ο καρπός μ’ ελλάγεν,
έναν κορίτσ’ κ’ έναν παιδίν ση ρίζα μ’ εφιλέθαν
εποίκαν όρκον κι όμοσμαν χωρισίαν να μ’ έχ’νε
κι ατώρα εχωρί(γ) ανε γιαμ’ έχω εγώ το κρίμαν;».
Σε άλλο στίχο υπάρχει αναφορά του νέου στη φύση και στα στοιχεία της, στα οποία θέλει να πει τον πόνο του, για να τον απαλύνουν, στην προσπάθεια αναζήτησης της κοπέλας του. Πετούμενο πουλί θέλει να γίνει και στα βουνά, στα δάση, στα ποτάμια και στα ρέματα να ψάξει την καλή του.
“Να έμνεν έναν πετούμενον σο ορμάν απές πουλόπο μ’. 
Κλαδίν, κλαδίν επέτανα και εράευα τ’ αρνόπο μ’. 
Γουρπάνι σ’ ζωγραφία, λάσκεσαι σα ρασία. 
Κανείται αρ’ όσον έπιες αΐκα νερά τα κρύα. 
Να έμνεν έναν πετούμενον σο ορμάν απές πουλόπο μ’. 
Μοιρολογούνε τα ρασ(ι)ά και χ(σ)αίρεται το ψιόπο μ’. 
Μοιρολογούνε τα ρασ(ι)ά κλαίγνε τα ποταμάκρ(ι)α. 
Ακούω πως μοιρολογούν τρέχνε τα’ εμά τα δάκρ(υ)α. 
Μοιρολογούνε τα ρασ(ι)ά κλαίγνε πουλί μ’ το ορμία. 
Ο κόσμος όλον έφυ(γ)εν ε(γ)έντον ερημία”.
Σε άλλους στίχους πάλι, ο ερωτευμένος νέος εξομολογείται τον πόνο του και την επιθυμία του να γίνει μέλισσα για να μπορεί να κάθεται πάνω στα λουλούδια, που θα φυτρώνουν εκεί όπου πατάει η καλή του.
“Πουλόπομ’ όθεν πορπατείς τα τσιτσακόπα ανθίσ’νε,
τα μελεσίδεα έρχουνταν γλυκέα να μυρίσνε.
Ελέπ’ ατά κι εγώ ο γιοσμάς κι ο παλικάρτς ζελεύω,
να έμνε μικρόν μελεσίδ’ απάνεις να κονεύω”.
Σύμφωνα με την μελέτη, οι πόντιοι συχνά χρησιμοποιούν τα ζώα ή τα φυτά για να πλέξουν πετυχημένους, πειραχτικούς στίχους.
“Τα μερμήκας έχνε γάμον σον ψηλόν τον ʼεν Παύλον,
άρ’ ο λύκον ζουρνατζής και ο άρκον ταουλτζής,
η κορώνα μαερεύτρα κι η κατσκάρα παρανύφ’σα.”
Τα παρχάρια
Μεγάλο μέρος του ποντιακού πληθυσμού, κυρίως αγελαδοτρόφοι και μελισσοκόμοι, κατά τη θερινή περίοδο, έφευγαν από τις πεδινές και ημιορεινές περιοχές και ανέβαιναν στα ψηλά ψευδαλπικά και αλπικά λιβάδια, στα παρχάρια, όπου τα ζώα τους έβρισκαν τροφή.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού διοργανώνονταν εκεί, στα παρχάρια, αρκετές γιορτές και πανηγύρια. Χαρακτηριστικό είναι το τραγούδι “Η κορ’ εποίεν σον παρχάρ’”, όπου ο νέος διαπιστώνει πως ήρθε η άνοιξη και η κόρη μαζί με την οικογένειά της θα πάει στις ορεινές – θερινές βοσκές. Αυτός για εκείνη θα γίνει κυνηγός στα δάση της περιοχής και εάν δεν υπάρξει ανταπόκριση από τη μεριά της, τότε δεν θα ξαναπάει εκεί και ούτε θα γελάσει ή θα αστειευτεί.
“Η κορ’ εποίεν σον παρχάρ’ να γίνεται ρωμάνα, 
κε γι’ ατατέν θα γίνουμαι, κε κυνηγός σ’ ορμάνια.
…………………
άλλο ‘κι πάω σον παρχάρ, άλλο ‘κι παρχαρεύω, 
άλλο ‘κι λέγω και γελώ, άλλο ‘κι μασχαρεύω».
“Ο τρόπος αυτός ζωής συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, παρότι ο ποντιακός ελληνισμός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις πατρογονικές του εστίες και μαζί με αυτές και τα αξέχαστα παρχάρια, που αποτελούσαν μέρος της εστίας και τρόπο ζωής αυτού του πληθυσμού” καταλήγει η μελέτη.
Της Νατάσας Καραθάνου
ΑΠΕ-ΜΠΕ
https://dasarxeio.com/