ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Η ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΣΟΛΑΚΟΓΛΟΥ – ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΛΠ. (5)
π. Γενικού Διευθυντή Ανάπτυξης
της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης.
Περίληψη Προηγούμενου: Οι παλαιοί πολιτικοί των μεγάλων αστικών κομμάτων αλλά και εκείνοι μικρότερων πολιτικών σχηματισμών μετά την ήττα και την είσοδο των κατακτητών στην Ελλάδα θεώρησαν ότι είναι πια «ελεύθεροι» αφού έπεσε ο καθεστώς του Μεταξά και δεν υπήρχε βασιλιάς. Με την Ελλάδα υποδουλωμένη και τον Λαό τραυματισμένο και ταπεινωμένο, η σκέψη τους ήταν τί πρέπει να κάνουν ώστε μετά την απελευθέρωση να μην επιστρέψει ο «επίορκος βασιλιάς». Το ΚΚΕ μετά την ανασυγκρότησή του άρχισε να κινείται έξυπνα απευθυνόμενο σε όλους τους πολίτες, αδιακρίτως παρελθόντος, ερχόμενο εμμέσως σε επαφή με τους αστούς πολιτικούς, λόγω της καχυποψίας που αυτοί, και ιδιαίτερα οι Βενιζελικοί, το περιέβαλαν. Εξάλλου είχε ήδη αποφασίσει η ΚΕ του ΚΚΕ, στην 6η και 7η Ολομέλειά της, ότι το κόμμα έπρεπε να είναι «..ο εγκέφαλος και η ραχοκοκαλιά της οργάνωσης..» που ετοίμαζαν..
ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ - ΤΟ ΚΚΕ. (Συνέχεια)
Όπως αναφέρει ο Σαράφης στο βιβλίο του «Ο ΕΛΑΣ», ενημέρωσε τον Σοφούλη και άλλους πολιτικούς παράγοντες για τις προτάσεις των εκπροσώπων του ΚΚΕ αλλά συνάντησε άρνηση με το δικαιολογητικό ότι «..μια τέτοια δράση θα ήταν πρόωρη και θα προκαλούσε αντίποινα υπό μορφή συλλήψεων, εκτελέσεων και βιαιοτήτων από τον κατακτητή» (ΖΑΟΥΣΗΣ 2015- (1987) , σελ. 331). Οι επαφές των στελεχών του ΚΚΕ συνεχίστηκαν με τον Καφαντάρη και τον Στρατηγό Στ. Γονατά συναντώντας όμως όχι μόνο άρνηση αλλά και την απειλή του τελευταίου ότι αν άρχιζαν ένοπλο αγώνα, θα είχαν απέναντι τον ίδιο τον Γονατά και άλλους πλαστηρικούς αξιωματικούς. Συνοψίζοντας, οι αστοί πολιτικοί ηγέτες, ιδίως οι βενιζελικοί -πλην του Κανελλόπουλου- ενώ συνεχώς πολιτικολογούσαν και θεωρητικολογούσαν στο ποια θα ήταν η θέση τους μετά τη απελευθέρωση και χωρίς τον βασιλιά, τις ίδιες εκείνες κρίσιμες εβδομάδες το ΚΚΕ έχοντας μια πρωτόφαντη, μέχρι ασυδοσίας γι’ αυτούς, ελευθερία κινήσεων που δεν την είχαν ούτε πριν ούτε μετά την Κατοχή, ανασυγκροτούσε το κόμμα και ετοιμαζόταν.. (ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ, 2011(1973), σελ. 142, 144).
Το ΚΚΕ συνεχίζει να βολιδοσκοπεί τους παλαιούς πολιτικούς. Ο Χατζής, εκπρόσωπος τότε του ΚΚΕ στο ΕΑΜ συναντάται με τον Σοφούλη ο οποίος όχι μόνο αρνήθηκε την στήριξη στο ΕΑΜ αλλά και συμβούλευσε το ΚΚΕ να γίνει δημοκρατικό κόμμα και το ΕΑΜ να πάψει να «φουσκώνει» την απήχησή του με ασήμαντα κομματίδια και να σταματήσουν να συνεργάζονται με τους βασιλόφρονοες από τους οποίους το ΚΚΕ έπαθε τόσο πολλά. Ο κύκλος των επαφών έκλεισε με μία προσπάθεια του ΚΚΕ να συναντηθεί με τον Γ. Παπανδρέου ο οποίος όμως δεν δέχθηκε καν να συναντηθεί με τους εκπροσώπους του.
Ετσι ενώ οι Βενιζελογενείς, ιδιαίτερα, παλαιοί κομματικοί αναλώνονταν σε μία στείρα αντιβασιλική παρελθοντολογία και έμειναν πίσω, το ΚΚΕ, βλέποντας την επιθυμία και βούληση του ελληνικού λαού να μην υποταχθεί και να αντιταχθεί, φάνηκε, στα χαρτιά, έστω, ότι στο ΕΑΜ είναι ανοικτό σε όλους, αδιαφόρως του πού ανήκαν ιδεολογικά. Και αυτό αφού είχε ήδη εξασφαλίσει τον πλήρη έλεγχο του ΕΑΜ μέσω του συνωμοτικού μηχανισμού που ούτως ή άλλως διέθετε. Ετσι, όπως αναφέρει ο Ζαούσης «..η ευφυής εκμετάλλευση από το ΚΚΕ του πατριωτισμού των Ελλήνων αποτελούσε για την εποχή εκείνη παράδειγμα προς μίμηση.» και αυτό άσχετα του αν τα «..επόμενα χρόνια της Κατοχής η πολιτεία του θα συνιστούσε παράδειγμα προς αποφυγήν.» όπως είχε πεί ο Μπερλίγκουερ, ηγέτης από το 1972-1984, του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. (ΖΑΟΥΣΗΣ 2015 - (1987) , σελ. 377).
Οι λόγοι για τους οποίους ο παλαιοδημοκρατικός-βενιζελικός κόσμος αντέδρασε αρνητικά στη δημιουργία αντίστασης ήταν, κατά τον Ζαούση, τρεις: 1. Δεν είχε την προνοητικότητα και η συλλογιστική του βραδυπορούσε, 2. Έτρεφε μια δυσπιστία προς το ΚΚΕ από την εποχή του αντικομμουνιστικού νόμου του Βενιζέλου, του γνωστού «Ιδιωνύμου» και, 3. Ήταν υπεραπασχολημένος με τον βασιλιά. Οι εξελίξεις δικαίωσαν τον παλαιοδημοκρατικό-βενιζελικό κόσμο μόνον όσον αφορά την δυσπιστία του προς το ΚΚΕ, επομένως λόγω της στάσης τους αυτοί οι πολιτικοί έμειναν πίσω ως προς τη δημιουργία αντιστασιακών οργανώσεων. (ΖΑΟΥΣΗΣ 2015 - (1987) , σελ. 332).
ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ
Πέρα, βέβαια, από τους πολιτικούς και τα κόμματα, υπήρχαν οι Έλληνες Αξιωματικοί οι οποίοι μετά την κατάρρευση των δύο μετώπων, του Αλβανικού και της «Γραμμής Μεταξά, είχαν, ιδιαίτερα οι ηγήτορες των σημαντικών μονάδων, την ευθύνη να δώσουν τις απαραίτητες εντολές ώστε η παράδοση και η διάλυση των μονάδων να γίνουν με τέτοιο τρόπο ώστε τουλάχιστον οι άντρες τους, οι φαντάροι, να πάρουν τον δρόμο επιστροφής στα σπίτια τους όσο πιο συντεταγμένα ήταν δυνατόν.
Οι αξιωματικοί όλων των κατηγοριών -μόνιμοι, μόνιμοι εξ εφέδρων, έφεδροι εκ μονίμων- και ιδιαίτερα εκείνοι των ανώτερων και ανώτατων βαθμίδων επιστρέφοντας στα σπίτια τους διαπίστωναν ότι ήταν κυριολεκτικά «στον αέρα». Άνεργοι και χωρίς πιθανότητες ανεύρεσης κάποιας δουλειάς. Μια σκλαβωμένη χώρα, εξάλλου, δεν διαθέτει στρατό. Και οι ίδιοι, ακόμη κι αν διέθεταν επαγγελματικά κάποια προσόντα π.χ. ήταν μηχανικοί, δεν υπήρχε Εθνική Οικονομία…
Για να «επιβιώσουν» επαγγελματικά οι στρατιωτικοί υπήρχαν γι’ αυτούς καταρχήν δύο δρόμοι, τουλάχιστον για τους μόνιμους. Με τη χώρα υπό τριπλή κατοχή, μια φυσιολογική διέξοδος θα ήταν να αναλάβουν ένοπλο αγώνα εναντίον του κατακτητή. Ένας άλλος δρόμος θα ήταν να φύγουν προς τη Μέση Ανατολή και να ενταχθούν στις υπό οργάνωση στρατιωτικές δυνάμεις που κατά προτεραιότητα προωθούσε η ευρισκόμενη στην εξορία Ελληνική Κυβέρνηση η οποία αποτελούσε προϋπόθεση για την προώθηση της βασικής της επιδίωξης: Την προβολή των εθνικών διεκδικήσεων (ΚΑΤΣΙΚΩΣΤΑΣ, Δ., 2015, σελ.41). Μια τρίτη λύση ήταν οι επιστροφή στον τόπο καταγωγής, στην επαρχία, για να επιβιώσουν τουλάχιστον στην αρχή και ιδιαίτερα κατά τον δύσκολο χειμώνα 1941-42.
Μια τέταρτη προοπτική ανοίχθηκε από την κυβέρνηση Τσολάκογλου προς το τέλος του 1941 και ήταν η κατάληψη θέσεων που δημιουργήθηκαν στον κρατικό μηχανισμό από την πρώτη Κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου, η οποία βλέποντας το έντονο πρόβλημα επιβίωσης των Αξιωματικών δημιούργησε ευκαιρίες στο Υπουργείο Άμυνας και των Σωμάτων Ασφαλείας, αλλά και σε άλλες υπηρεσίες, κεντρικές ή περιφερειακές, άλλων Υπουργείων όπως π.χ. Νομαρχίες, του Υπουργείου Επισιτισμούς κλπ. Ιδιαίτερα, σε περιοχές με υψηλή Εθνική ευαισθησία και επικινδυνότητα όπως για παράδειγμα στην Μακεδονία όπου η δημιουργία της Βουλγαρικής Λέσχης θεσσαλονίκης αλλά και ο προβληματισμός και οι ανησυχίες που δημιούργησε «η εξέγερση της Δράμας» και η αιματηρή για τους κατοίκους της Ανατολικής Μακεδονίας καταστολή της επέσπευσε την αποστολή αξιωματικών στην Θεσσαλονίκη και στελέχωση θέσεων πολιτικών υπαλλήλων με Αξιωματικούς με κύρια αποστολή την παρακολούθηση και παρεμπόδιση της βουλγαρικής προπαγάνδας μετά και την τοποθέτηση του συνταγματάρχη Ιππικού Αθ. Χρυσοχόου ως Γενικού Επιθεωρητή Νομαρχιών Μακεδονίας . Ενέργεια, εξάλλου, που επικροτήθηκε από πολλούς αστούς πολιτικούς (π.χ. Γ. Παπανδρέου, Αλ. Σβώλος ο οποίος ως Μακεδόνας ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος στο θέμα αυτό). (ΠΑΠΑΠΟΛΥΒΙΟΥ, Π., 2001, σελ. 49).
Μεταξύ των Στρατιωτικών υπήρχε έντονος προβληματισμός και σκεπτικισμός για τη δημιουργία ένοπλων αντιστασιακών δυνάμεων, διότι εκτιμούσαν ότι ενώ θα προκαλούσαν μικρή ζημία στους Γερμανούς, τα αντίποινα στον άμαχο πληθυσμό θα μπορούσαν να είναι πολλαπλής βαρύτητας και σημασίας. Ο ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ (2011(1973), τ. 1 σελ. 146, αναφέρει πέντε λόγους για να δικαιολογήσει την επιφυλακτικότητα των στρατιωτικών έναντι της ένοπλης αντίστασης εναντίον των κατακτητών με κυριότερη δικαιολογία το ότι δεν υπήρχε κάποια εντολή, κάποια ενθάρρυνση είτε από την Εξόριστη Κυβέρνηση είτε από τους παλαιούς πολιτικούς. Το αντίθετο μάλιστα. Από το Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής (ΣΣΜΑ), από την άλλη πλευρά, στην αρχή τουλάχιστον και μέχρι το καλοκαίρι του 1943 δεν επιδείχθηκε κανένα ενδιαφέρον προς την κατεύθυνση αυτή, απεναντίας ήταν στέρεα προσανατολισμένο σε αγώνα συλλογής πληροφοριών και διενέργεια σαμποτάζ.
Μεταξύ των Στρατιωτικών υπήρχε έντονος προβληματισμός και σκεπτικισμός για τη δημιουργία ένοπλων αντιστασιακών δυνάμεων, διότι εκτιμούσαν ότι ενώ θα προκαλούσαν μικρή ζημία στους Γερμανούς, τα αντίποινα στον άμαχο πληθυσμό θα μπορούσαν να είναι πολλαπλής βαρύτητας και σημασίας. Ο ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ (2011(1973), τ. 1 σελ. 146, αναφέρει πέντε λόγους για να δικαιολογήσει την επιφυλακτικότητα των στρατιωτικών έναντι της ένοπλης αντίστασης εναντίον των κατακτητών με κυριότερη δικαιολογία το ότι δεν υπήρχε κάποια εντολή, κάποια ενθάρρυνση είτε από την Εξόριστη Κυβέρνηση είτε από τους παλαιούς πολιτικούς. Το αντίθετο μάλιστα. Από το Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής (ΣΣΜΑ), από την άλλη πλευρά, στην αρχή τουλάχιστον και μέχρι το καλοκαίρι του 1943 δεν επιδείχθηκε κανένα ενδιαφέρον προς την κατεύθυνση αυτή, απεναντίας ήταν στέρεα προσανατολισμένο σε αγώνα συλλογής πληροφοριών και διενέργεια σαμποτάζ.
Ο άλλος δρόμος, το να φύγουν δηλαδή οι αξιωματικοί στην Μέση Ανατολή ήταν ανοικτός μεν αλλά περιορισμένων δυνατοτήτων. Και αυτό διότι ο αρχικός τουλάχιστον σχεδιασμός του Συμμαχικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής δεν προέβλεπε την ανάπτυξη περισσότερων από τις τρεις Ταξιαρχίες πέραν βέβαια της μικρής δύναμης της Αεροπορίας και των σκαφών του Πολεμικού μας Ναυτικού που στο σύνολό τους έφθασε στην Αλεξάνδρεια. Σε κάθε περίπτωση, η διαφυγή προς τη Μέση Ανατολή κατέστη μία πολύ υψηλού κινδύνου επιλογή καθώς με το Ν.Δ. 427/41 που εξέδωσε η κατοχική Ελληνική κυβέρνηση, οι χωρίς άδεια διαφεύγοντες στο εξωτερικό Στρατιωτικοί, Δημόσιοι υπάλληλοι και ιδιώτες θα στερούνταν των συντάξεών τους, θα δημεύονταν οι περιουσίες τους και τα μέλη των οικογενειών τους θα εκτοπίζονταν (ΚΑΤΣΙΚΩΣΤΑΣ, Δ., 2015, σελ. 58, Σημείωση 96). ++++
Σε κάθε περίπτωση, μετά την κατάληψη της χώρας από τον κατακτητή, στην Ελλάδα υπήρχαν κατά βάση δύο κατηγορίες «υπηρετούντων» αξιωματικών: Οι «μόνιμοι» που υπηρετούσαν στο στρατό κατά την έναρξη του πολέμου και ήταν περίπου 4.500 και είχαν ταυτιστεί με την κυβέρνηση τότε και τον βασιλιά ή ήταν πολιτικά ουδέτεροι και οι «έφεδροι εκ μονίμων» που ήταν απότακτοι «δημοκρατικοί» - αντιβασιλικοί που αριθμούσαν περίπου 3.000 και είχαν ανακληθεί από την κυβέρνηση στην υπηρεσία για τον επερχόμενο πόλεμο. Περίπου 1.500 από τους απότακτους δεν είχαν κληθεί στην υπηρεσία γιατί δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη στο καθεστώς Μεταξά. Το σύνολο των παραπάνω «υπηρετησάντων» κατά τον πόλεμο Αξιωματικών μετά την κατάληψη της χώρας θεωρούσαν ότι τελούσαν εν υπηρεσία υπό τις διαταγές της εξόριστης κυβέρνησης καθώς αυτή ποτέ δεν εξέδωσε διαταγή παράδοσης και επομένως ήταν εν αναμονή εντολών της. Πολλοί από τους μόνιμους τους «συντηρητικούς» αξιωματικούς που ήταν επιφυλακτικοί στην δημιουργία αντάρτικου βοήθησε στο συμμαχικό αγώνα με τη δημιουργία δικτύων συλλογής και μεταφοράς πληροφοριών στο ΣΜΑ, διαφυγής αξιωματικών στο Κάϊρο. Η κατηγορία αυτή των «μανίμων» αξιωματικών αποκατέστησε επαφή για οδηγίες με την Ελληνική κυβέρνηση και οι «μόνιμοι εξ εφέδρων» και οι απότακτοι μέσω των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. Σε κάθε περίπτωση τα πιο δυναμικά στελέχη των απότακτων που δεν συμμετείχαν στον πόλεμο και είχαν, ούτως ή άλλως, συσσωρευμένη συνωμοτική πείρα προτίμησαν να παραμείνουν στην Αθήνα και να ετοιμάσουν ένοπλες μονάδες αντάρτικου στο βουνό, όπως ήταν ο Ζέρβας (ΕΔΕΣ), ο Ψαρρός (ΕΚΚΑ), ο Σαράφης κλπ. ενώ άλλοι έφυγαν προς την Μέση Ανατολή. Αυτή βέβαια η τάση φυγής προς το Κάϊρο οδήγησε στην δημιουργία ενός άλλου προβλήματος με πολλές και σύνθετες πτυχές που ήταν να διαταραχθεί δραματικά η αριθμητική σχέση Αξιωματικών/Οπλιτών, με αποτέλεσμα οι πλεονάζοντες Αξιωματικοί ως «αποκατεστημένοι αργόμισθοι.. να υπο-απασχολούνται.. να αδρανούν…να εποφθαλμιούν τους συναδέλφους τους σε μάχιμες ή επιτελικές θέσεις.. να τους διαβάλουν ως ανεπαρκείς επαγγελματικά.. εκθειάζοντας τη δική τους αξία…» με συνέπεια, όταν η κατάσταση έγινε εκρηκτική να συγκροτηθεί τον Αύγουστο του ΄42 ο Ιερός Λόχος, που απαρτίζονταν μόνον από Αξιωματικούς που συμμετείχαν εθελοντικά ως απλοί οπλίτες (ΚΑΤΣΙΚΩΣΤΑΣ, Δ., 2015, σελ. 60).
Το καλοκαίρι του ΄41, οι Ελληνικές Ένοπλες μονάδες στη Μέση Ανατολή, αριθμούσαν 250 μάχιμους αξιωματικούς και 5.500 οπλίτες που ακολούθησε την κυβέρνηση στην εξορία και συμπεριλάμβανε και το ήδη υπάρχον τάγμα των εφέδρων Ελλήνων της Αιγύπτου και το μεγαλύτερο τμήμα της επονομαζόμενης Ταξιαρχίας του ΄Εβρου, η οποία προκειμένου να αποφύγει την αιχμαλωσία εισήλθε στην ουδέτερη Τουρκία και μετά από πολλές δοκιμασίες, παρεμβάσεις των Ελληνικών και Αγγλικών προξενικών αρχών τουλάχιστον οι μισοί, επέστρεψαν στην Ελλάδα και οι άλλοι μισοί, περί τους χίλιους, πήγαν στην Αίγυπτο. Μετά την δημιουργία από την εξόριστη Ελληνική κυβέρνηση του Αρχηγείου Βασιλικού Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής (ΕΒΕΣΜΑ) με Διοικητή τον Στρατηγό Τζανετάκη Εμμανουήλ με την δύναμη αυτή συγκροτήθηκε η Ι Ταξιαρχία που είχε την παραπάνω δύναμη.
(Συνεχίζεται)