εξουσία» (Καστανιώτης, 2009). Στις σελίδες του ο νευρολόγος και τέως υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας παραθέτει μια σειρά πολιτικών ηγετών που έπασχαν είτε από σωματικές είτε από ψυχικές ασθένειες. Από τον Τσόρτσιλ και τον Κένεντι μέχρι τον Ντε Γκωλ και τον Μιτεράν, ο συγγραφέας αναφέρεται στις παθήσεις -ή και πάθη-, με τις οποίες ήρθαν αντιμέτωποι σημαντικοί πολιτικοί του 20ου αιώνα, εστιάζοντας την προσοχή του στο ρόλο που διαδραμάτιζαν αυτές στις αποφάσεις που λάμβαναν.
Κοινή συνισταμένη πάντως των περισσότερων ασθενών πολιτικών
που καταγράφονται από τον Όουεν, αποτελούσε η απόκρυψη των παθήσεών τους από το
ευρύ κοινό. Η πλειοψηφία τους διατηρούσε επιμελώς κρυφά από τους πολίτες τα
προβλήματα υγείας από τα οποία έπασχαν, μολονότι αυτά μπορούσαν να επηρεάζουν
δραματικά την άσκηση των καθηκόντων τους. Τοιουτοτρόπως, αναμφίβολα
διαταράσσονταν οι σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτικών και πολιτών που
οφείλουν να διέπουν τις σύγχρονες δημοκρατίες, αγγίζοντας οι πρώτοι μέχρι και
τα όρια της εξαπάτησης. Γι’ αυτό και ο Βρετανός νευρολόγος προτείνει στη μελέτη
του τη θεσμοποίηση της υποβολής σε ιατρικές εξετάσεις όλων των υποψηφίων
πολιτικών αντιπροσώπων, καθώς επίσης και την ετήσια περιοδική εξέταση όσων
βρίσκονται στην εξουσία, με τα αποτελέσματα αμφοτέρων να ανακοινώνονται
δημοσίως.
Παραδείγματα πολιτικών ηγετών, βέβαια, που απέκρυβαν
συστηματικά από τους πολίτες τα σωματικά ή ψυχικά προβλήματα της υγείας τους,
έχουν κατά καιρούς λάβει χώρα και στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα.
Κυβερνητικά μέλη και κυρίως πρωθυπουργοί του παρελθόντος δεν δίσταζαν να
κρατούν κρυφές τις παθήσεις τους, με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις τους δύο
κορυφαίους πολιτικούς άνδρες της μεταπολιτευτικής Ελλάδας (Κ. Καραμανλή και Α.
Παπανδρέου). Ωστόσο, από την κατηγορία των συγκεκριμένων πολιτικών, ασχέτως εάν
συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τις κομματικές του τοποθετήσεις, εξαιρείται
ύστερα από την άμεση δημοσιοποίηση της περιπέτειας της υγείας του ο Σταύρος
Θεοδωράκης.
Ο επικεφαλής του Ποταμιού, με δύο αναρτήσεις του στα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης, δεν δίστασε να ενημερώσει το σύνολο των Ελλήνων πολιτών
για το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει τις τελευταίες εβδομάδες. Μην
υπολογίζοντας το όποιο κόστος -πολιτικό ή προσωπικό- που ενδεχομένως θα επέφερε
η συγκεκριμένη κίνηση, ούτε βέβαια επιχειρώντας την άντληση κομματικών
υποστηρικτών μέσω αυτής, δημοσιοποίησε την ασθένειά του. Και αυτό διότι όπως
μαρτυρά ο ίδιος σε πρόσφατη συνέντευξή του «από
την στιγμή που αποφάσισα για γίνω πολιτικός ήξερα ότι δεν θα δίνω λόγο μόνο
στην οικογένεια και στους φίλους μου, αλλά και στην κοινωνία» (Καθημερινή,
25.6.2017).
Ως εκ τούτου, τόσο από τη θαρραλέα αντιμετώπιση της νόσου του,
κυρίως όμως από την αποκάλυψή της προς την ελληνική κοινωνία, ο κ. Θεοδωράκης
αποδεικνύει ότι διακατέχεται από μία καταστατική για όσους ασχολούνται με τα
κοινά αρχή, την ηθική αυτοσυνείδηση. Μαζί με το ήθος, την ειλικρίνεια και την
αξιοπρέπεια που αποκρυσταλλώνονται στη μη απόκρυψη της ασθένειάς του, η
εκπορευόμενη από τη θέση που καταλαμβάνει στο πολιτικό μας σύστημα ηθική της ευθύνης
φανέρωσε και την αντίστοιχη αυτοσυνείδησή του· την
αναγκαιότητά, δηλαδή, καθενός και πόσο μάλλον ενός πολιτικού να λέει την
αλήθεια στους συμπολίτες του με τρόπο έντιμο, ευθύ και αμερόληπτο*. Γι’ αυτό και πέραν των ευχών για
περαστικά και ταχεία θεραπεία, είναι άξιος ακόμα περισσοτέρων συγχαρητηρίων για
τη γενναία, τίμια και αξιοπρεπέστατη στάση του.
* Μακρυδημήτρης Αντ. (2015), Είναι
ηθική η πολιτική; Και άλλα ερωτήματα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών