Οι εγχύσεις
ειδικών φαρμάκων παρέχουν σημαντικά οφέλη στην όραση των πασχόντων από μια
συνηθισμένη οφθαλμοπάθεια, αλλά η σκέψη ότι πρέπει να
γίνει ένεση στο μάτι τρομάζει
πολλούς ασθενείς.
Σε πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύθηκε
στο περιοδικό American Journal of Ophthalmology,
επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ ανακάλυψαν ότι από τους 300
ασθενείς με υγρή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας που επρόκειτο να κάνουν έγχυση
φαρμάκου στο μάτι, το 56% βίωναν έντονο άγχος πριν από τη θεραπεία.
Οι επιστήμονες θέλησαν να
μάθουν τι ακριβώς ήταν αυτό που τους φόβιζε και έτσι τους έθεσαν μία σειρά από
ερωτήματα, τα οποία αποκάλυψαν ότι αυτό που τους απασχολούσε δεν ήταν ο πόνος
όπως θα περίμενε κανείς.
Για τους περισσότερους από
αυτούς (το σχεδόν 40%) η κύρια αγωνία ήταν ότι θα τυφλωθούν επειδή η βελόνα θα
καταστρέψει το μάτι τους, ενώ ένα άλλο 37% φοβόντουσαν ότι η θεραπεία δεν θα
αποδώσει ή θα επιδεινώσει την κατάστασή τους.
Μάλιστα οι φόβοι αυτοί αναφέρθηκαν
ακόμα και από ασθενείς που είχαν ήδη κάνει αρκετές εγχύσεις στο μάτι και
προετοιμάζονταν για τις επόμενες, γεγονός που υποδηλώνει ότι παρά τις
αλλεπάλληλες θεραπείες δυσκολεύονταν ακόμα να εξοικειωθούν με αυτές.
Μόλις το 3,3% των ασθενών
είπαν ότι τους απασχολούσε το ενδεχόμενο να πονέσουν, κάτι που πιθανώς
οφείλεται στο ότι είχαν ήδη ενημερωθεί ότι η ένεση θα γίνει με τοπική
αναισθησία.
Δεν είναι η πρώτη φορά που
μια έρευνα δείχνει ότι η συγκεκριμένη μορφή θεραπείας δημιουργεί άγχος στους
ασθενείς, αλλά το μεγάλο ερώτημα είναι κατά πόσον είναι αιτιολογημένη η αγωνία τους.
Όπως εξηγεί ο χειρουργός-οφθαλμίατρος
Δρ. Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος,
MD, ιδρυτής και επιστημονικός διευθυντής
του Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας LaserVision,
καθηγητής Οφθαλμολογίας Πανεπιστημίου Νέας Υόρκης, NYU Medical School, η ωχρά
κηλίδα είναι μία δομή που βρίσκεται στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού και
αποτελεί το κέντρο της όρασης (είναι υπεύθυνη για την ευκρινή όραση, την
αντίληψη των χρωμάτων κ.λπ.).
Οποιαδήποτε αλλοίωση σε αυτήν έχει
ως αποτέλεσμα μείωση της όρασης κυρίως στο κέντρο του οπτικού πεδίου, και έτσι
γίνεται αμέσως αντιληπτή.
«Η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας είναι η μερική
ή ολική αλλοίωσή της που συνήθως συμβαίνει σε άτομα άνω των 50 ετών και σήμερα
αποτελεί την κύρια αιτία μη αναστρέψιμης απώλειας όρασης και τύφλωσης στους
ηλικιωμένους, ιδιαίτερα στα ανεπτυγμένα κράτη», λέει. «Η ηλικιακή εκφύλιση της
ωχράς μπορεί να έχει δύο μορφές, την ξηρή και την υγρή. Η ξηρή μορφή οφείλεται
σε σταδιακή αλλοίωση των κυττάρων της ωχράς, ενώ η υγρή μορφή οφείλεται στην
ανάπτυξη παθολογικών αγγείων κάτω από τον αμφιβληστροειδή, στην περιοχή της
ωχράς, με συνέπεια να εμφανίζονται αιμορραγίες και οιδήματα (συλλογή υγρού)».
Η υγρή μορφή της εκφύλισης της ωχράς είναι
πιο σπάνια από την ξηρή, αλλά ευθύνεται για το 90% των περιπτώσεων σοβαρής
απώλειας της όρασης. Ευτυχώς, είναι η μορφή που μπορεί να αναχαιτιστεί με τη συστηματική
έγχυση ειδικών αντιαγγειογενετικών φαρμάκων (είναι
τα aflibercept, bevacizumab, ranibizumab) τα οποία μπορεί
να σταματήσουν την εξέλιξή της και να ελαττώσουν την πιθανότητα τύφλωσης.
Οι ενδοϋαλώδεις εγχύσεις, όπως
λέγονται, γίνονται με τοπική αναισθησία, σε ειδικά εξοπλισμένο και, φυσικά,
αποστειρωμένο χειρουργείο. «Στην αρχή γίνεται επιφανειακή αναισθησία στο μάτι
με ειδικό κολλύριο, απολυμαίνεται το μάτι με ένα ειδικό διάλυμα και
τοποθετείται ένα ειδικό εργαλείο που κρατά ανοικτά τα βλέφαρα, εμποδίζοντας το
ακούσιο βλεφάρισμα», λέει ο Δρ.
Κανελλόπουλος. «Στη συνέχεια γίνεται τοπική αναισθησία με σταγόνες, τζελ ή μικροέγχυση
αναισθητικού, και ακολουθεί η έγχυση του φαρμάκου η οποία γίνεται με λεπτή
βελόνα, συνήθως στο κατώτερο, έξω τμήμα του οφθαλμού (προς το αφτί)».
Ο ασθενής μπορεί να μην νιώσει
τίποτα, να αισθανθεί κάποια πίεση ή να νιώσει ενόχληση για λίγα δευτερόλεπτα,
ενώ σε μερικές περιπτώσεις οι ασθενείς βλέπουν ένα δίκτυο γραμμών καθώς
αναμιγνύεται το φάρμακο με το υγρό (υαλοειδές υγρό) που υπάρχει στο εσωτερικό
του ματιού.
«Για μία-δύο μέρες μετά την έγχυση
υπάρχει περίπτωση το μάτι να είναι λίγο επώδυνο και η όραση κάπως θολή, αλλά τα
συμπτώματα αυτά ελέγχονται με κάποιο απλό παυσίπονο ενώ στη συνέχεια
υποχωρούν», εξηγεί ο Δρ. Κανελλόπουλος.
«Αν η βελόνα τρυπήσει τριχοειδές αγγείο στην επιφάνεια του ματιού, υπάρχει
περίπτωση το λευκό του ματιού (ο σκληρός χιτώνας) να είναι κόκκινο για χρονικό
διάστημα έως δύο εβδομάδες. Αν το μάτι είναι κόκκινο αλλά δεν υπάρχει πόνος και
η όραση είναι καλή, τότε πιθανώς είναι κάτι αβλαβές».
Περίπου ένα μήνα μετά την έγχυση ο γιατρός αξιολογεί το
αποτέλεσμα της θεραπείας και είναι πιθανό να την επαναλάβει, αφού συνήθως απαιτούνται
τρεις ή περισσότερες διαδοχικές μηνιαίες ενέσεις έως ότου επιτευχθεί η μέγιστη
δυνατή οπτική οξύτητα και πάψουν να υπάρχουν ενδείξεις δραστηριότητας της
εκφύλισης.
Στη συνέχεια, η παρακολούθηση και τα μεσοδιαστήματα της
θεραπείας καθορίζονται κατά περίπτωση από τον θεράποντα ιατρό.
«Οι ενδοϋαλώδεις εγχύσεις έχουν κάποιο μικρό κίνδυνο σοβαρών
επιπλοκών (οι πιθανότητες είναι περίπου 0,1% ανά έγχυση), όπως η ενδοφθαλμίτιδα
(είναι λοίμωξη μέσα στο μάτι), ενδοφθάλμια φλεγμονή, αποκόλληση
αμφιβληστροειδούς κ.ά.», προειδοποιεί ο Δρ.
Κανελλόπουλος. «Γι’ αυτό και κατά την πρώτη εβδομάδα μετά την έγχυση
γίνεται επανέλεγχος του ασθενούς, ενώ του συνιστάται αν εκδηλώσει ύποπτα
συμπτώματα (π.χ. “φώτα” που αναβοσβήνουν στην περιφερειακή όρασή του, γραμμές
στο οπτικό πεδίο, απώλεια όρασης σε κάποιο σημείο σαν να πέφτει μια “κουρτίνα”
κ.λπ.) να συμβουλευθεί αμέσως τον γιατρό του».