Ποικίλοι είναι οι λόγοι που συγκλίνουν είτε στην ίδρυση νέων
υπουργείων, είτε στη συγχώνευση, τη διαίρεση και την ανακατανομή των
αρμοδιοτήτων μεταξύ υπαρχουσών
υπουργικών δομών. Κατ’ αρχάς η επαναχάραξη ενός
υπουργικού σχήματος διενεργείται με αμιγώς διοικητικά κριτήρια, προς εξασφάλισιν
της αποτελεσματικότητας και αν μη τι άλλο της ποιότητας του παραγόμενου
κυβερνητικού έργου. Ταυτόχρονα τη συγκρότηση μίας νέας υπουργικής δομής μπορεί
να επιτάσσει ο επείγων χαρακτήρας ορισμένων προβλημάτων, που απαιτεί άμεσες
παρεμβάσεις της κεντρικής διοίκησης. Στους παράγοντες πάντως που επηρεάζουν τη
διαμόρφωση της κυβερνητικής σύνθεσης σε επίπεδο δομών, περιλαμβάνονται και
καθαρά κομματικοί, προσωπικοί, έως και συμβολικοί λόγοι, εντοπιζόμενοι στην
ελληνική διοικητική ιστορία.
Στις απαρχές της οργάνωσης του σύγχρονου νεοελληνικού κράτους
ο κυβερνητικός μηχανισμός απαρτιζόταν μόλις από 7 «Γραμματείες»-Υπουργεία. Ο
αριθμός τους από το 1833 έως το 1910 παρέμεινε αμετάβλητος, περιορίζοντας τοιουτοτρόπως
την κρατική παρέμβαση σε στοιχειώδεις -και μόνο- τομείς πολιτικής (διοίκηση,
διπλωματία, εθνική άμυνα, οικονομία). Εντούτοις, από τη δεύτερη δεκαετία του 20ου
αιώνα ο ρόλος του κράτους άρχισε να μεταβάλλεται διεθνώς λόγω των συγκυριών, με
κορυφαία εξ’ αυτών τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως εκ τούτου, ο πολλαπλασιασμός των
κοινωνικών αναγκών συνέδραμε στην επέκταση των κρατικών παρεμβατικών τάσεων σε
νέα πεδία πολιτικής και κατά συνέπεια στην εμφάνιση νέων υπουργείων. Ο αριθμός
τους πλέον διαρκώς αυξομειωνόταν, φθάνοντας τα 16 στη δεκαετία του 1950, στα δε
έτη της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας το σύνολό τους συνηθίζει να είναι υπερδιπλάσιο
έναντι των πρώτων εν Ελλάδι δομών. Προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, άλλωστε,
κινείται και η παρούσα συγκυβέρνηση.
Ενόσω το αρχικό κυβερνητικό σχήμα των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ
περιελάμβανε μόλις 10 υπουργεία, σύντομα το συγκεκριμένο μοντέλο
εγκαταλείφθηκε. Αιτίες όπως οι επικαλύψεις αρμοδιοτήτων και η αδυναμία έγκαιρης
διαμόρφωσης και εφαρμογής δημοσίων πολιτικών, συνέτειναν στην πρωθυπουργική
απόφαση διαίρεσης ορισμένων εξ’ αυτών. Τοιουτοτρόπως, ύστερα από τις εθνικές
εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, ο αριθμός των υπουργικών δομών ανήλθε στις
14. Τα σχέδια προεδρικών διαταγμάτων που
ήλθαν στο φως της δημοσιότητας μόλις πρόσφατα πάντως, κατέδειξαν τη βούληση του
πρωθυπουργού για ανακατασκευή του κυβερνητικού οικοδομήματος. Βάσει αυτών,
κυρίως δε του προ ολίγων ωρών ανασχηματισμού, η εκ νέου διάσπαση των
υπουργείων, ιδίως εκείνου των Εσωτερικών, εκτοξεύει τον αριθμό τους στα 18,
βυθίζοντας έτσι τον φορέα της εκτελεστικής εξουσίας στη δίνη του
υπουργειο-πληθωρισμού.
Για μία ακόμη φορά οι αιτίες του εν λόγω φαινομένου
ποικίλουν. Στη σύσταση του αυτόνομου πλέον υπουργείου Μεταναστευτικής
Πολιτικής, είναι βέβαιο πως πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτισε η τρέχουσα
συγκυρία, επιβάλλοντας την άμεση λήψη αποφάσεων για την αντιμετώπιση του
συγκεκριμένου, μείζονος σημασίας, προβλήματος. Από την άλλη, η ίδρυση του
υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης -τρίτο τη τάξει,
μάλιστα, στην ενδοκυβερνητική ιεραρχία-, όπως και η ενσωμάτωση των μεταφορών
στο επανασυστηνόμενο υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, εκπορεύονται
από τις υποχρεώσεις της χώρας, μεταξύ άλλων και απέναντι στους πιστωτές της· πολλώ δε μάλλον από την ανάγκη αποφυγής της διατάραξης των
ισορροπιών εντός των τειχών του βασικού κυβερνητικού εταίρου. Όποιες κι αν
είναι πάντως οι αιτίες, σαφώς και δεν μπορούν να συγκριθούν με τις συνέπειες
της διόγκωσης του κυβερνητικού συνόλου.
Πέραν της διοικητικής ασυνέχειας και της σύγχυσης στην
οργάνωση του κράτους που προκαλούν οι συνεχείς μεταβολές των υπουργικών δομών,
αναπόφευκτα επιφέρουν και λειτουργικά προβλήματα στην εκάστοτε κυβέρνηση. Η απονέκρωση
του Υπουργικού Συμβουλίου, εκπορευόμενη και από τον υψηλό αριθμό των λοιπών
κυβερνητικών μελών (αναπληρωτών υπουργών και υφυπουργών), καθώς και η αδυναμία
αποτελεσματικού συντονισμού της δράσης τους, στρέφονται ενάντια στην συλλογική
λειτουργία της κυβερνητικής μηχανής. Ως εκ τούτου, οι συντρέχουσες αρμοδιότητες
και οι προκαλούμενες από αυτές υπουργικές συγκρούσεις παραλύουν το έργο της
κεντρικής διοίκησης. Οι δε παρενέργειες της εν λόγω παράλυσης εμφανίζονται σε έτερα
διοικητικά πόστα και υπηρεσίες, υπό τις συνήθεις μορφές της γραφειοκρατίας και
της διαφθοράς, οι οποίες με τη σειρά τους αποτελούν διαχρονικούς ανασταλτικούς
παράγοντες του όποιου επενδυτικού ενδιαφέροντος στη χώρα.
Κοντολογίς, όλες τις ανωτέρω
εκφάνσεις του υπουργειο-πληθωρισμού θα όφειλε να έχει στο νου ο εκάστοτε
πρωθυπουργός. Τους
λειτουργικούς λόγους και τις εξελισσόμενες ανάγκες θα άρμοζε να προτάσσει και
όχι πολιτικές σκοπιμότητες και ιδιοτελή συμφέροντα. Αλλά φευ! Οι έννοιες της
διοικητικής αποτελεσματικότητας και της ευσύνοπτου διακυβέρνησης εξακολουθούν
να παραμένουν άγνωστες για τους κυβερνώντες μας.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών,
Συγγραφέας του
βιβλίου «Πρωθυπουργοκεντρισμός : Η
δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της Κυβέρνησης στο πολιτικό μας σύστημα» (εκδ.
Μπατσιούλας, 2014).