Η Νοέλ Μπόξερ
και “Το χνάρι που δεν έσβησε” στα Public
Γράφει η Μάγδα
Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη
Την Πέμπτη 2 Ιουνίου έρχεται να
παρουσιάσει το νέο της βιβλίο “Το χνάρι που δεν έσβησε” η
Νοέλ Μπάξερ .
Διοργανωτές της εκδήλωσης είναι οι εκδόσεις Διόπτρα και τα Public στη Κατερίνη ενώ θα μιλήσει η
καθηγήτρια Ελληνικής Φιλολογίας Γιώτα Παπαδοπούλου και αποσπάσματα του βιβλίου
θα διαβάσουν η ηθοποιός Άννα Γκιμπή και η νηπιαγωγός Γεωργία Πιπινά.
Για όσους αναγνώστες δεν
την έχουν διαβάσει ακόμη και θέλουν να τη γνωρίσουν, η Νοέλ Μπάξερ γεννήθηκε
στην Αθήνα το 1960 από Βρετανό πατέρα και Ελληνίδα μητέρα. Τα παιδικά της χρόνια τα έζησε στην Καβάλα. Σπούδασε στην Ελλάδα
(ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων) και στην Αγγλία (μεταπτυχιακές
σπουδές στην αρχαιολογία). Εργάστηκε στη διαφήμιση και, μετά, ως υπεύθυνη επικοινωνίας και
δημοσίων σχέσεων σε ελληνικές επιχειρήσεις. Αρθρογραφεί σε περιοδικά και
εφημερίδες. Για χόμπι γράφει παιδικές ιστορίες για την κόρη της. Ξεκίνησε
εκδοτικά με σειρά από διηγήματα.
Ακολούθησαν:
(1996),Μια φορά κι έναν καιρό, σήμερα,
Ανατολικός,
(2008),Από δρυ παλιά κι από πέτρα,
Ψυχογιός,
(2012),Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας,
Ψυχογιός
(2016),Το
χνάρι που δεν έσβησε, Διόπτρα
Το βιβλίο που θα
παρουσιαστεί εκτυλίσσεται στην Πόλη που Κύλησε στη
Θάλασσα, στο παλιό αρχοντικό µε το µεγάλο πεύκο που έκρυψε αναστεναγµούς,
µυστικά, προδοσίες και λάθος έρωτες, µια γυναίκα φορώντας παλιά νυφικά
στριφογυρίζει σαν τους δερβίσηδες σε έναν χορό που ενώνει τους χρόνους. Ένα
µαργαριτάρι θα κυλήσει ανάµεσα στο στήθος δύο γυναικών από διαφορετικές γενιές,
µαρτυρώντας πως τα ανθρώπινα λάθη, όπως τα πάθη, δυστυχώς επαναλαµβάνονται.
Η µαύρη πέτρα που έριξε στη θάλασσα ένας άντρας φορτωµένος µε όνειρο βαρύ κατέληξε στον βυθό που δεν ξέπλυνε ούτε ξεθώριασε ούτε έσβησε τις µνήµες και τις αδικίες µιας χώρας η οποία βάδισε σπαρταρώντας από τον Μεταξά ως τη Χούντα. Σε αυτή την Ελλάδα περιφέρεται µια κοπέλα σέρνοντας τη βαλίτσα της γεµάτη αγιογραφίες της Παναγίας, κι ένας αριστερός νέος, ανίδεος τι τον περιµένει, µπαίνει σώγαµπρος στο σπίτι χουντικών, παλιών βασιλοφρόνων.
Επί δεκαεπτά χρόνια, ένα αντρικό πανωφόρι περίµενε υποµονετικά σε ένα παλιό υπόγειο το γνώριµο σώµα, αυτόν που θα πατήσει το χνάρι που δεν έσβησε. Ένα αγόρι, το 1990 πια, στον δρόµο προς την άνδρωση.Ένα πληθωρικό πολυπρόσωπο µυθιστόρηµα, γραµµένο µε ψυχή και µε την ιδιαίτερη χαρακτηριστική γραφή της Νοέλ Μπάξερ που, για µία ακόµη φορά, µπλέκοντας έξοχα τη µυθιστορία µε την ελληνική ιστορία, ανιχνεύει τις µύχιες πτυχές της ανθρώπινης φύσης.
Η µαύρη πέτρα που έριξε στη θάλασσα ένας άντρας φορτωµένος µε όνειρο βαρύ κατέληξε στον βυθό που δεν ξέπλυνε ούτε ξεθώριασε ούτε έσβησε τις µνήµες και τις αδικίες µιας χώρας η οποία βάδισε σπαρταρώντας από τον Μεταξά ως τη Χούντα. Σε αυτή την Ελλάδα περιφέρεται µια κοπέλα σέρνοντας τη βαλίτσα της γεµάτη αγιογραφίες της Παναγίας, κι ένας αριστερός νέος, ανίδεος τι τον περιµένει, µπαίνει σώγαµπρος στο σπίτι χουντικών, παλιών βασιλοφρόνων.
Επί δεκαεπτά χρόνια, ένα αντρικό πανωφόρι περίµενε υποµονετικά σε ένα παλιό υπόγειο το γνώριµο σώµα, αυτόν που θα πατήσει το χνάρι που δεν έσβησε. Ένα αγόρι, το 1990 πια, στον δρόµο προς την άνδρωση.Ένα πληθωρικό πολυπρόσωπο µυθιστόρηµα, γραµµένο µε ψυχή και µε την ιδιαίτερη χαρακτηριστική γραφή της Νοέλ Μπάξερ που, για µία ακόµη φορά, µπλέκοντας έξοχα τη µυθιστορία µε την ελληνική ιστορία, ανιχνεύει τις µύχιες πτυχές της ανθρώπινης φύσης.
Λέει η συγγραφέας σε μια
συνέντευξη της στο Athensvoice «Το χνάρι που δεν έσβησε», έχει τόση ιστορία
όση ήταν απαραίτητη. Γιατί πώς θα τα έλεγα τούτα που ήθελα χωρίς καθόλου
ιστορική αναφορά; Όμως, και πάλι η θέση της είναι στον
καμβά. Κυλάει
μπροστά η πλοκή του βιβλίου, η δράση, μεγάλη και φωτεινή, και από πίσω
παράλληλα τρέχει χρονικά, με χαμηλωμένο φως, η Ιστορία. Κάπου φαίνεται, κάπου
δεν φαίνεται. Κυρίως δεν φαίνεται. Δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα. Έχω τραβήξει
μια γραμμή. Διαχωρίζω το πέρα από το δώθε.
Πιστεύω ακράδαντα στην αξία του
παρελθόντος και το θέλω να συμμετέχει. Το θεωρώ σπουδαίο βοήθημα για να
κατανοεί ο άνθρωπος το παρόν και να οδηγεί λίγο σοφότερος το μέλλον. Το κάνω
και στη ζωή μου, θα άφηνα έξω τα βιβλία μου; Τους
μυθιστορηματικούς φίλους μου; Από αυτό ο αναγνώστης βγαίνει κερδισμένος. ….” Το βιβλίο φαίνεται
πολύ ενδιαφέρον και η ιστορία θα γυρίσει τους αναγνώστες που έζησαν εκείνη την
εποχή να φρεσκάρουν τη μνήμη τους, να
μιλήσουν στα παιδιά τους για να μη ξεχαστεί το παρελθόν γιατί χωρίς αυτό δεν
μπορείς να προχωρήσεις το μέλλον.
Περισσότερο όμως τη
θαύμασα όταν διάβασα σεργιανίζοντας τους δρόμους του διαδικτύου-πάντα το
συνηθίζω πριν από μια παρουσίαση να γνωρίζω τον συγγραφέα- σε μια συνέντευξή
της :” Η παλιοΚρίση, ο σπαραγμός, η εγκατάλειψη αλλά… Θα είμαι η τελευταία που
θα φύγει από την Ελλάδα. Εγώ θα κλείσω τη πόρτα…”
Όταν διαβάζεις τέτοια λόγια σε μια εποχή που με το πρώτο εμπόδιο φεύγουν οι νέοι από τη χώρα χωρίς να τους δίνεται η δυνατότητα να παλέψουν και η ίδια που είναι μισή Αγγλίδα, που μπορεί να φύγει κι αύριο αν θέλει, σφίγγει τη γροθιά και επιμένει να κλείσει τελευταία τη πόρτα, το μόνο που μένει είναι να τη γνωρίσουμε και να της σφίξουμε το χέρι. Μόνο γι αυτή της τη δήλωση πρέπει να μιλήσουμε μαζί της και να πάρουμε δύναμη από τη δύναμη της και αισιοδοξία από το χαμόγελόι της για το αύριο.
Όταν διαβάζεις τέτοια λόγια σε μια εποχή που με το πρώτο εμπόδιο φεύγουν οι νέοι από τη χώρα χωρίς να τους δίνεται η δυνατότητα να παλέψουν και η ίδια που είναι μισή Αγγλίδα, που μπορεί να φύγει κι αύριο αν θέλει, σφίγγει τη γροθιά και επιμένει να κλείσει τελευταία τη πόρτα, το μόνο που μένει είναι να τη γνωρίσουμε και να της σφίξουμε το χέρι. Μόνο γι αυτή της τη δήλωση πρέπει να μιλήσουμε μαζί της και να πάρουμε δύναμη από τη δύναμη της και αισιοδοξία από το χαμόγελόι της για το αύριο.
Ραντεβού στα Public την
Πέμπτη 2 Ιουνίου για να ακούσουμε για το βιβλίο της, τους ήρωες της, να
συζητήσουμε με την ίδια για τα ερωτήματα που μας γεννήθηκαν ακούγοντάς το, να
μας πει για τα επόμενα σχέδια της και να μας υπογράψει τα αντίτυπα της κάνοντας
το δικό μας μοναχικό ταξίδι πίσω στο χρόνο
....