αναγνωρίζουσι μόνον ίνα ονειδίσωσι την Βουλήν επί τω καταμερισμώ αυτής εις πολλά κόμματα. Πόθεν όμως ο πολλαπλασιασμός των κομμάτων; Ουχί άλλοθεν ειμή εκ της προσκλήσεως εις την εξουσίαν των μειοψηφιών». Το συγκεκριμένο απόσπασμα προέρχεται από ένα πραγματικά ιστορικό κείμενο. Από το άρθρο «Τίς πταίει;» του Χαρίλαου Τρικούπη, δημοσιευθέν στην εφημερίδα «Καιροί» το θέρος του 1874, με το οποίο απαριθμούσε τα προβλήματα και τις κακοδαιμονίες του πολιτικού συστήματος της εποχής του, μαζί με τις παρενέργειές τους στην οργάνωση και λειτουργία του κράτους. Σε αυτό ο μεγάλος Μεσολογγίτης πολιτικός θεωρούσε ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη θεμελίωση του κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα -την εξάρτηση, δηλαδή, της διατήρησης μιας Κυβέρνησης στην εξουσία από τη «δεδηλωμένη» εμπιστοσύνη της Βουλής- την παρουσία δύο (2) ισχυρών πολιτικών δυνάμεων, που θα εναλλάσσονται στον κυβερνητικό φορέα, όπως και έγινε. Τοιουτοτρόπως, από την τρικουπική εποχή παγιώθηκε ο δικομματισμός στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, μετρώντας αισίως σχεδόν ενάμιση αιώνα ζωής, τουλάχιστον έως το 2012. Διότι στις εκλογές του Μαΐου εκείνου του έτους αμφισβητήθηκε έντονα και για πρώτη φορά ο πάλαι ποτέ κραταιός δικομματισμός.
Από το 80% έως και το 90% των ψήφων που λάμβαναν τα δύο (2) πρώτα σε εκλογική δυναμική κόμματα, το ποσοστό τους σ’ εκείνη την εκλογική αναμέτρηση ξεπέρασε μετά βίας το 30%. Μάλιστα, σε εκείνες τις κάλπες, έχοντας συγκεντρώσει τη στήριξη του 17% σχεδόν του εκλογικού σώματος ξεχώρισε μια παραδοσιακά μικρή πολιτική δύναμη, η οποία ύστερα από δυόμιση χρόνια θα αναρριχούταν μετά βαΐων και κλάδων στην κυβερνητική εξουσία. Εντούτοις, στις βουλευτικές εκλογές του 2012 αισθητή είχε γίνει επίσης η απουσία ενός τρίτου πολιτικού πόλου, ικανού να ξεριζώσει μια για πάντα τα μακροχρόνια και μάλλον αποτελεσματικά δικομματικά στοιχεία του πολιτικού μας συστήματος.
Το υπό κατάρρευση ΠΑΣΟΚ αδυνατούσε να διαδραματίσει το συγκεκριμένο ρόλο, κάτι που άρχισε να επιβεβαιώνεται από τις ευρωεκλογές του 2014. Οι εθνολαϊκιστές ΑΝΕΛ σύντομα ξεφούσκωσαν, φθάνοντας κοντά στο εκλογικό όριο του 3%. Μόνο το Ποτάμι, ειδικά από το φθινόπωρο του 2014, φαινόταν ικανό να διεισδύσει ως σοβαρός και υπεύθυνος τρίτος πόλος στο υπό διαμόρφωση νέο δικομματικό σκηνικό μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Ωστόσο, μια σειρά από προβλήματα και λάθη στρατηγικής, όπως η έλλειψη πολιτικής-κομματικής εμπειρίας της πλειονότητας των στελεχών του, η περιχαράκωσή του στα μεγάλα αστικά κέντρα με την ταυτόχρονη εγκατάλειψη της περιφέρειας, πολλώ δε μάλλον η παρείσφρηση ορισμένων “λαθρεπιβατών” στις τάξεις του, που από την πρώτη στιγμή μάχονταν υπογείως για την ένωσή του με το ΠΑΣΟΚ, λίαν συντόμως καθήλωσαν τα ποσοστά του, φέροντάς το κοντά στον αφανισμό. Οι τελευταίοι, μάλιστα, κατέστησαν αδύνατη την περαιτέρω προσέλκυση στο αυτοπροσδιοριζόμενο «Κέντρο των Αλλαγών» πολιτών του ακέφαλου τότε φιλελεύθερου κεντρώου και κεντροδεξιού χώρου, οι οποίοι τόσο το Μάιο του 2014 όσο και το Γενάρη του 2015 είχαν αποτελέσει την πλειοψηφία των ψηφοφόρων του.
Μπροστά στο ενδεχόμενο του πολιτικού αφανισμού πάντως, το τελευταίο χρονικό διάστημα διενεργούνται κινήσεις για τη σωτηρία του προ διετίας συσταθέντος φορέα. Ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα της αρχηγού του ΠΑΣΟΚ, ο πρόεδρός του πρόσφατα συμφώνησε πρόσφατα στη συγκρότηση μιας κοινής «Επιτροπής Διαλόγου». Παρά ταύτα, γνωρίζοντας εκ των προτέρων τις παραδοσιακά αδηφάγες τάσεις του πάλαι ποτέ κραταιού σοσιαλδημοκρατικού κινήματος για τη συγκρότηση ενός ομοσπονδιακού μορφώματος υπό την κ. Γεννηματά, σύμφωνα με έγκριτο ρεπορτάζ της κυριακάτικης Καθημερινής σε προχωρημένο στάδιο βρίσκονται διαβουλεύσεις του Σταύρου Θεοδωράκη με τον πρόεδρο της ΝΔ Κυριάκο Μητσοτάκη.
Είναι γεγονός, πως οι ανακατατάξεις που επέφερε στην εν Ελλάδι πολιτική σκηνή η εκλογή Μητσοτάκη, έχουν επηρεάσει σημαντικά το Ποτάμι. Τούτο διότι ο νέος πρόεδρος της ΝΔ μοιράζεται τις ίδιες αρχές και αξίες, τις ίδιες μεταρρυθμιστικές ιδέες και πολιτικές αντιλήψεις με το κόμμα της Σεβαστουπόλεως. Την αναγκαιότητα δομικών αλλαγών στο διοικητικό σύστημα, τη μείωση των φόρων για την αναπτέρωση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας και την υλοποίηση μεταρρυθμιστικών τομών για την προσέλκυση επενδύσεων, που πρέσβευε και πρεσβεύει το Ποτάμι, αδιαμφισβήτητα ασπάζεται διαχρονικά και ο κ. Μητσοτάκης. Δεν ήταν τυχαίο, άλλωστε, το γεγονός ότι ο κ. Θεοδωράκης σε πλείστες συνεντεύξεις του, επί της προηγούμενης συγκυβερνήσεως, εξυμνούσε από τους Υπουργούς της τον κ. Μητσοτάκη, απορρίπτοντας σφόδρα άλλους τύπου “Ντινόπουλου”. Ούτε, βέβαια, μένουν απαρατήρητα τα ένθερμα χειροκροτήματα που αποκόμισε ο πρόεδρος της ΝΔ στην ομιλία του στο πρόσφατο συνέδριο του Ποταμιού από τα στελέχη του κινήματος.
Με τα προεκτεθέντα δεδομένα, άνετα το «Κοινοβούλιο του Κέντρου», το οποίο οραματίζεται ο Σταύρος Θεοδωράκης, μπορεί να συγκροτηθεί με τη συνδρομή του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η κατά τον Max Weber “Dienstwissen” (επαγγελματική εμπειρία) που διαθέτει ο πρώτος ταιριάζει απόλυτα με την “Fachwissen” (επιστημονική και πολιτική γνώση και πείρα) του δευτέρου. Βρίσκοντας τον κατάλληλο τρόπο, με δεδομένες τις προγραμματικές συγκλίσεις και μια άτυπη αυτονομία, Κυριάκος και Σταύρος, όπως και οι κύριοι Θεοχάρης, Λυκούδης και τόσα άλλα εξαίρετα, κοινοβουλευτικά και μη, στελέχη του Ποταμιού, μπορούν να συμπορευθούν στο διαδεδομένο και σε πολλές άλλες χώρες δικομματικό πολιτικό μας σύστημα. Πόσω μάλλον όταν, έπειτα και από τις τελευταίες εξελίξεις με το ΔΝΤ, η παρούσα συγκυβέρνηση επί 15 μήνες αποδεικνύει περίτρανα το ότι δεν ξέρει και δεν μπορεί να κυβερνήσει, απασχολούμενη αποκλειστικά με τη διαχείριση της εξουσίας, τα επικοινωνιακά τεχνάσματα και την αποκατάσταση κομματικών στρατιωτών τύπου “Καρανίκα”.
Συνεπώς, και με δεδομένη την επίσπευση των πολιτικών εξελίξεων κατά τους επόμενους μήνες, είναι στο χέρι του Σταύρου Θεοδωράκη να συμπράξει στο ανωτέρω ενδεχόμενο, εξασφαλίζοντας τόσο την αναγκαία συνέχιση της παρουσίας του κόμματός του στο πολιτικό μας γίγνεσθαι, όσο όμως και τη μεταστροφή της καταστροφικής πορείας της χώρας από τις ευρωεκλογές του 2014 και ύστερα. Είναι επίσης στο χέρι του Κυριάκου Μητσοτάκη να διαμορφώσει το κατάλληλο πεδίο για την εν λόγω συμπόρευση στο επερχόμενο Συνέδριο της ΝΔ δια της συγκρούσεως με καθεστωτικές νοοτροπίες και φατριαστικές αντιλήψεις, που συνεχίζουν να φυτοζωούν στην παράταξή του. Και οι δυο (2) τους, άλλωστε, το χρωστούν σε μια παραδοσιακά «σιωπηλή πλειοψηφία», ήτοι στους κοινούς τους ψηφοφόρους· εκείνους που έχοντες κατά το πρόσφατο παρελθόν ψηφίσει Ποτάμι, συνέβαλαν τα μέγιστα στην εσωκομματική νίκη του κ. Μητσοτάκη.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο 2ο Συνέδριο του Ποταμιού. Όλο το Ποτάμι τον καταχειροκρότησε.Δημοσιεύτηκε από K-I-N στις Παρασκευή, 11 Μαρτίου 2016
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Υπ. Διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών,
Συγγραφέας του βιβλίου «Πρωθυπουργοκεντρισμός : Η δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της Κυβέρνησης στο πολιτικό μας σύστημα» (εκδ. Μπατσιούλας, 2014).