Η σημασία της εμπλοκής των τοπικών κοινωνιών
του Γ. Π. Στάμου
Αν κάτι αναδείχθηκε καθαρά τον καιρό των Μνημονίων, είναι η αδήριτη ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, με τη γεωργία να αποτελεί το βασικό πεδίο της παραγωγικής ανασυγκρότησης. Από όσο είμαι σε θέση τουλάχιστον να γνωρίζω, η παρέμβαση του οικολογικού κινήματος στη σχετική συζήτηση είναι ανύπαρκτη. Είμαι της γνώμης, ωστόσο, ότι χωρίς την οικολογική προοπτική η οποιαδήποτε απόπειρα ανάταξης του χώρου της γεωργίας θα οδηγήσει και πάλι στα γνωστά αδιέξοδα.
Τι μπορεί να προσφέρει η οικολογική προοπτική, και μάλιστα η αριστερή; Την ιδέα ότι η κατανόηση των φαινομένων της γεωργικής παραγωγής δεν είναι υπόθεση γεωργικών τεχνικών, αλλά διαμορφώνεται στο πλαίσιο μιας συζήτησης όπου μετέχουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι. Σε ότι αφορά την Αριστερά, βασική της επιδίωξη είναι να εδράσει τη συζήτηση στο έδαφος του ρεαλισμού, την παραδοχή δηλαδή ότι είναι άλλο πράγμα τα φυσικά φαινόμενα που τρέχουν εκεί έξω και άλλο η γνώση που αποκτάμε γι’ αυτά μέσω έντονης διανοητικής προσπάθειας και συλλογισμών. Να πει, με άλλα λόγια, ότι τα φυσικά φαινόμενα εκεί έξω διαθέτουν τη δική τους αντικειμενική δυναμική, ανεξάρτητα από την αντίληψη και τη γνώση που σχηματίζουν οι άνθρωποι για αυτά. Να προσθέσει, όμως, ότι ο τρόπος που κατανοούμε τα αντικειμενικά φυσικά αντικείμενα είναι διαδικασία κοινωνική και αντανακλά τον συσχετισμό κοινωνικών δυνάμεων. Κατά συνέπεια, διαθέτει ισχυρά ιδεολογικά φορτία, εξυπηρετεί κοινωνικά προτάγματα και πραγματώνεται σε ένα πεδίο κοινωνικών συγκρούσεων.
Προδήλως, συμμέτοχοι στη συζήτηση για την παραγωγική ανασυγκρότηση είναι οι τεχνοκράτες της γεωργίας, ίσως οι εθνολόγοι και οι ειδικοί της περιβαλλοντικής ιστορίας. Για λόγους που δεν είναι του παρόντος, φοβάμαι ότι μια τέτοια σύνθεση δεν μπορεί να υπηρετήσει με συνέπεια την οικολογική προοπτική. Φοβάμαι ακόμα περισσότερο ότι και η εμπλοκή στη συζήτηση μερίδων του οικολογικού κινήματος ελάχιστα μπορεί να προσφέρει, καθόσον η προβληματική της οικολογίας εμφανίζεται ελάχιστα αναπτυγμένη γύρω από τη διαδικασία της γεωργικής παραγωγής. Ακόμα χειρότερη αναμένω την εμπλοκή διαβρωμένων ως το κόκκαλο συνεταιριστικών και συνδικαλιστικών σχημάτων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, νομίζω ότι μόνο οι τοπικές κοινωνίες στην ολότητά τους έχουν να συμβάλουν στη συζήτηση, και ειδικά στην οικολογική προοπτική — και μάλιστα πολύ περισσότερο από όσο γενικά νομίζεται.
Για παράδειγμα, η εμπειρία μου λέει ότι οι τοπικές κοινωνίες αναγνωρίζουν και περιγράφουν επαρκώς την πολλαπλότητα που ενέχουν τα φαινόμενα, τόσο εκείνα του φυσικού κόσμου όσο και αυτά της κοινωνίας, και, κυρίως, το πόσο στενά αλληλεπιδρούν τα μεν με τα δε. Επομένως, η παρέμβαση των τοπικών κοινωνιών μπορεί να φέρει στην καρδιά της συζήτησης την ιδέα των φυσικοκοινωνικών υβριδίων. Γιατί, σήμερα, η οικολογική Αριστερά μιλά για φυσικοκοινωνικά υβρίδια και παραδέχεται ότι δρώντα δεν είναι μονάχα τα κοινωνικά στοιχεία. Το έδαφος, το κλίμα, το φυσικό τοπίο, οι οικολογίες, γενικά, μετέχουν εξίσου ως δρώντα στοιχεία και ορίζουν προδιαγραφές ζωής. Απλουστευτικά παραδείγματα είναι η συσχέτιση ανάμεσα στη σεισμικότητα και το χτιστό περιβάλλον, την υδατική οικονομία και την παραγωγική διαδικασία, το φυσικό ανάγλυφο και την οργάνωση του ελεύθερου χρόνου κλ.π. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις τα φυσικά στοιχεία κατέχουν ρόλους που προσδιορίζουν αποφασιστικά τις ντόπιες κοινωνικές πρακτικές: Ο πελεκάνος της Πρέσπας, λ.χ., αποτελεί την οικοτουριστική ατραξιόν της περιοχής. Ο οικοτουρισμός όμως είναι βασικός οικονομικός πόρος της περιοχής. Επομένως ο πελεκάνος και το ρίσκο εξαφάνισής του έρχονται να καθορίσουν την ένταση και την ποιότητα της αλιευτικής, της γεωργοκτηνοτροφικής, της τουριστικής, αλλά και κάθε άλλης δραστηριότητας στην περιοχή.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, είμαι της γνώμης ότι η εμπλοκή των τοπικών κοινωνιών προσφέρει δυνατότητες να τεθεί υπό έντονη κριτική η τεχνοκρατική προσέγγιση, η οποία κατά κανόνα αγνοεί την κοινωνική συγκυρία και περιορίζεται στη σύνταξη αντικοινωνικών καταλόγων με αιτούμενα και προαπαιτούμενα –κάτι σαν αυτά της Τρόικας–, που ναι μεν εκφράζουν και υπηρετούν τις επιδιώξεις του δεδομένου συσχετισμού δυνάμεων, όμως, αντί να προσφέρουν λύσεις με μια ορισμένη προοπτική, μάλλον επιδεινώνουν τα προβλήματα. Τον καιρό της κυριαρχίας των πολυεθνικών κολοσσών Monsanto, DuPont, Syngenta, Group Limagraine κ.ά., οι τεχνοκρατικές προσεγγίσεις στη γεωργία επικεντρώνονται κατά τεκμήριο σε περιορισμένου εύρους στόχους, καθόσον οι συνταγές των τεχνοκρατών βασίζονται στην ιδέα της ενιαίας και ομογενούς κοινωνίας όπου η κοινωνική διαίρεση και οι ταξικές αντιθέσεις είναι ανύπαρκτες, ενώ οι κοινωνικές διαμάχες γεφυρώνονται τελικά στη βάση δοσμένων από τα πριν και τάχαμ’ αυτονόητων αυτοματισμών του νεοφιλελεύθερου ορθού λόγου.
Αντίθετα, η οικολογική προοπτική της τοπικής κοινωνίας θα εντάξει τις δράσεις στο πλαίσιο ενός ολόκληρου κοσμοειδώλου που περιγράφει έναν αέναα εξελισσόμενο κόσμο, ο οποίος περιλαμβάνει έμβια και φυσικά αντικείμενα σε αλληλοδιαπλοκή. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο όπου το ρίσκο εκφράζεται καθαρά, μπορεί να περιγραφεί με επάρκεια ο περιβαλλοντικός κίνδυνος και να διατρέχει ρητά ή άρρητα –πάντα παρών όμως– την κουβέντα και να της δίνει οικολογικό νόημα. Εκεί, οι διαμάχες δεν γεφυρώνονται ποτέ και ο συμβιβασμός, πάντα προσωρινός, προκύπτει ως αποτέλεσμα έντιμης διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε αντιτιθέμενες επιδιώξεις.
Εν κατακλείδι, η επιστημονική γνώση, ενώ διαθέτει συστηματικότητα, την ίδια στιγμή διακρίνεται από στενότητα και προκατασκευές. Αντίθετα, η λαϊκή γνώση, που δεν διαθέτει συστηματικότητα, διακρίνεται για την ευρύτητά της και ευνοεί την ελευθερία της συζήτησης. Καθίσταται, έτσι, αναγκαία η μεταξύ τους συνδιαλλαγή για τη διαχείριση του κοινού τους αντικειμένου. Και, για να το πούμε καθαρά: η τυπική τεχνοκρατική γνώση που αναπτύσσεται υπό την κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων ιδεοληψιών οφείλει να λειτουργήσει συμπληρωματικά με τη λαϊκή γνώση που αποτυπώνει η ιστορική εμπειρία και περιγράφει εν πολλοίς, και μάλλον άθελά της, την προοπτική της οικολογικής Αριστεράς.
Ο Γ.Π. Στάμου είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ.