(Οδός Διγενή Ακρίτα), τιμήθηκε σήμερα το πρωί, η επέτειος της ομαδικής εκτέλεσης από τους Γερμανούς των Ελλήνων πατριωτών, με πρώτο τον αείμνηστο Δήμαρχο Κατερίνης Αιμίλιο Ξανθόπουλο, τον Φεβρουάριο του 1943.
Την εκδήλωση που διοργάνωσαν ο Δήμος
Κατερίνης και ο Οργανισμός Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Πρόνοιας
τίμησε με την παρουσία του, ο Δήμαρχος Κατερίνης Σάββας Χιονίδης, καθώς
και εκπρόσωποι: της Περιφερειακής Ενότητας Πιερίας, του Δήμου Ελασσόνας, της 24ης
Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας, της Αστυνομικής Διεύθυνσης Πιερίας, της
Πυροσβεστικής υπηρεσίας, δημοτικοί και
τοπικοί σύμβουλοι του Δήμου Κατερίνης, εκπρόσωποι κομμάτων κ.α. εκπρόσωποι
των τοπικών αρχών, φορέων και συλλόγων.
Την εκδήλωση επένδυσε μουσικά η
Φιλαρμονική του Δημοτικού Ωδείου Κατερίνης.
Η ΟΜΙΛΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Ομιλία – αναφορά στο ιστορικό της ημέρας εκφώνησε ο διευθυντής του 2ου
Δημοτικού Σχολείου Κατερίνης Νικόλαος Ναχόπουλος - Δρ. Τοπικής Ιστορίας, ο οποίος τόνισε:
«Είναι
φορές που ο νους του ανθρώπου αδυνατεί ή μάλλον αρνείται να κατανοήσει και πολύ
περισσότερο να δικαιολογήσει κάποιες πράξεις άλλων, που και εκείνοι θέλουν να
λέγονται άνθρωποι.
Μια
τέτοια πράξη είναι η παράνομη και ανήθικη
εκτέλεση των συμπατριωτών μας, τους οποίους τιμούμε σήμερα,
Στις
23 Φεβρουαρίου του 1943 εκτελέσθηκαν από τους Γερμανούς στην περιοχή του
Σιδηροδρομικού Σταθμού Κατερίνης 40 συμπατριώτες μας από τον Άγιο Δημήτριο και
το Λιβάδι, μαζί και ο πρώην δήμαρχος Κατερίνης Αιμίλιος Ξανθόπουλος, ως
αντίποινα για την ανατίναξη - από αντάρτες του ΕΛΑΣ - του μεταλλείου χρωμίου,
το οποίο βρισκόταν στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου.
Θα προσπαθήσω να αποτυπώσω τα γεγονότα εκείνων των
ημερών με συναίσθηση της ιστορικής ευθύνης προς τα άτομα τα οποία θυσίασαν τη
ζωή τους. Επίσης, με αίσθημα σεβασμού κι ευγνωμοσύνης προς τους ηλικιωμένους,
οι οποίοι βίωσαν τα δραματικά εκείνα γεγονότα και βρίσκονται σήμερα εδώ,
ανάμεσά μας, αλλά και με ιδιαίτερη προσοχή προς τους νεότερους, οι οποίοι
πρέπει να γνωρίζουν τα όσα συνέβησαν για να μάθουν την αλήθεια, να κατανοήσουν
την ιστορία και να εκτιμήσουν την αξία του υπέρτατου αγαθού της ελευθερίας, η
οποία ποτέ και για κανέναν λαό, δεν υπήρξε δεδομένη κι αυτονόητη.
Από
τις αρχές του 1943, αντάρτικες ομάδες έκαναν αισθητή την παρουσία τους στην
περιοχή με σκοπό να υλοποιήσουν την απόφαση που είχε ληφθεί το Δεκέμβριο του 1942 στην Αθήνα, σε
Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ και σύμφωνα με την οποία έπρεπε να
παρεμποδίσουν την παραγωγή και μεταφορά
πρώτων υλών από την Ελλάδα στη Γερμανία, χρήσιμων στην πολεμική βιομηχανία των
κατακτητών.
Τη
νύχτα της 18ης Φεβρουαρίου του 1943 ένα τμήμα του ΕΛΑΣ Θεσσαλίας
επιτέθηκε στο μεταλλείο, το οποίο βρισκόταν κοντά στο χωριό του Αγίου
Δημητρίου, στη θέση «Μπάρα» και στο οποίο γινόταν εξόρυξη χρωμίου, απαραίτητη πρώτη ύλη για την
επεξεργασία του ατσαλιού, που χρησίμευε στην πολεμική βιομηχανία της
Γερμανίας. Οι αντάρτες κατέστρεψαν το
μεταλλείο και πήραν ως αιχμαλώτους δύο Γερμανούς.
Την
είδηση της επίθεσης πληροφορήθηκε τηλεφωνικά την ίδια μέρα η γερμανική διοίκηση
της Θεσσαλονίκης και αμέσως αποφάσισε τα μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν ως
αντίποινα, για την καταστροφή του ορυχείου, αλλά και τις ενέργειες που θα
οδηγούσαν στην απελευθέρωση των δυο Γερμανών αιχμαλώτων.
Στις 20 Φεβρουαρίου, δόθηκε διαταγή σε ένα
λόχο Γερμανών στρατιωτών να κατευθυνθεί σιδηροδρομικώς από τη Θεσσαλονίκη προς
την Κατερίνη και από εκεί στον Άγιο Δημήτριο, με αποκλειστικό σκοπό να συλλάβει
ομήρους από το χωριό, ώστε να εξαναγκαστούν οι αντάρτες να απελευθερώσουν τους
δύο απαχθέντες Γερμανούς. Έγινε προσπάθεια να κρατηθεί η επιχείρηση μυστική,
για να μην φύγουν οι Αηδημητρινοί από το χωριό, ώστε να μπορέσουν να συλλάβουν
όσο το δυνατόν περισσότερους αιχμαλώτους. Δηλαδή, για μια ακόμη φορά, τα
γερμανικά αντίποινα στράφηκαν εναντίον ενός γειτονικού με το τόπο του συμβάντος
χωριού, όπως άλλωστε συνέβη σε πολλές ανάλογες περιπτώσεις.
Τις επόμενες μέρες ήρθαν στην Κατερίνη από τη
Θεσσαλονίκη τρεις Γερμανοί της Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας, με σκοπό να
συλλέξουν περισσότερες πληροφορίες για το συμβάν. Σύμφωνα με την έκθεση που
συνέταξε ο επικεφαλής της ομάδας Κλάασεν οι αντάρτες, οι οποίοι είχαν επιτεθεί
στο μεταλλείο, πρέπει να ήταν περίπου τριάντα με πενήντα άντρες. Αφού
αιφνιδίασαν τους δύο Γερμανούς, αφαίρεσαν τα όπλα τους και τους συνέλαβαν.
Επιπλέον, σύμφωνα πάντα με την έκθεση του Κλάασεν, οι αντάρτες εξουδετέρωσαν
τους τέσσερεις Έλληνες χωροφύλακες που είχαν επιφορτιστεί με τη φύλαξη του
μεταλλείου. Στη συνέχεια λεηλάτησαν τα καταλύματα των Γερμανών, αφαιρώντας
διάφορα είδη ένδυσης και εξοπλισμού, έπιπλα και τρόφιμα. Επίσης, προξένησαν
φθορές στις μηχανές, σκόρπισαν τις πρώτες ύλες, αφαίρεσαν ποσότητες εκρηκτικών
και στο τέλος έβαλαν φωτιά με αποτέλεσμα να καταστραφούν ολοκληρωτικά οι
εγκαταστάσεις του μεταλλείου. Από την καταστροφή διασώθηκε μόνο ο εξοπλισμός
που υπήρχε στις στοές, καθώς και τα καταλύματα των εργατών.
Πολλοί Αηδημητρινοί φοβούμενοι τα αντίποινα των
Γερμανών έφυγαν από το χωριό και κρύφτηκαν στο δάσος, σε καλύβες. Στο χωριό
παρέμειναν οι ηλικιωμένοι και κάποιοι που δεν πίστευαν ότι οι Γερμανοί θα
προέβαιναν σε αντίποινα. Για την προστασία όμως του χωριού και όσων απέμειναν
συγκροτήθηκε μια ομάδα είκοσι περίπου ατόμων και έστησαν δύο παρατηρητήρια στις
δυο άκρες του χωριού.
Τη νύχτα της 21ης Φεβρουαρίου, ημέρα Κυριακή, σαν
σήμερα δηλαδή, ο Γερμανικός λόχος που είχε φτάσει από τη Θεσσαλονίκη,
κατευθύνθηκε προς στον Άγιο Δημήτριο. Καθώς πλησίαζαν οι Γερμανοί στο χωριό,
παρά τις προφυλάξεις με τις οποίες κινούνταν, έγιναν αντιληπτοί από το παρατηρητήριο
του Αη-Θανάση. Οι άνθρωποι που ήταν στο παρατηρητήριο έριξαν πυροβολισμούς
εναντίον τους, χωρίς όμως να απαντήσουν οι Γερμανοί. Το γεγονός αυτό όμως έδωσε
την ευκαιρία σε ορισμένους ακόμη κατοίκους του χωριού να προλάβουν να φύγουν.
Μόλις ξημέρωσε, οι Γερμανοί κινήθηκαν προς το παρατηρητήριο, που ήταν στον
Αη-Θανάση, αναγκάζοντας τους αντάρτες να αποσυρθούν στη θέση «Πουρνάρια». Οι
Γερμανοί έστησαν πολυβόλα εκεί και γάζωσαν με ριπές το χωριό. Στη συνέχεια
μπήκαν στο χωριό και συγκέντρωσαν στην πλατεία όσους κατοίκους βρήκαν. Αμέσως
με τη σύλληψη των ομήρων, δόθηκε διαταγή στον πρόεδρο του Αγίου Δημητρίου Δημητράκη Τσαλό να συναντήσει τους
αντάρτες και να τους μεταφέρει το γερμανικό τελεσίγραφο, σύμφωνα με το οποίο
καλούνταν οι αντάρτες να παραδώσουν τους δυο Γερμανούς ομήρους μέχρι τις 12 το
μεσημέρι της 23ης Φεβρουαρίου. Σε διαφορετική περίπτωση οι όμηροι θα
εκτελούνταν.
Το απόγευμα της Κυριακής 21 του μηνός, οι Γερμανοί
επιβίβασαν 40 άτομα από τους συλληφθέντες σε καμιόνια και ξεκίνησε η φάλαγγα
για την Κατερίνη. Στο δρόμο συνάντησαν πέντε Λιβαδιώτες, οι οποίοι επέστρεφαν
στο χωριό τους. Τους συνέλαβαν και ελευθέρωσαν πέντε ομήρους, κυρίως
γυναίκες.
Στο μεταξύ, οι αντάρτες που ειδοποιήθηκαν για την
επιχείρηση των Γερμανών, έστειλαν μια ομάδα, η οποία έστησε ενέδρα στη θέση
Χλιαριά χωρίς όμως να επιτύχουν το σκοπό τους. Πάνω στο επεισόδιο που
δημιουργήθηκε κατάφερε να δραπετεύσει ένας από τους ομήρους, εβραίος, ονόματι Τζάκο, τον οποίο είχαν φέρει οι
Γερμανοί από τη Θεσσαλονίκη μαζί με άλλους εβραίους και εργαζόταν στο
ορυχείο.
Οι Γερμανοί μόλις έφτασαν στην Κατερίνη έκλεισαν
τους ομήρους αρχικά στο κτήριο του σημερινού 5ου Γυμνασίου (στο
παλιό Γυμνάσιο) και στη συνέχεα τους οδήγησαν στον Σιδηροδρομικό Σταθμό και
τους έκλεισαν σε ένα βαγόνι.
Τη Δευτέρα το πρωί, 22 Φεβρουαρίου, ένα γερμανικό
αυτοκίνητο ανέβηκε στον Άγιο Δημήτριο με σκοπό να παραλάβει τους δυο Γερμανούς
αιχμαλώτους σε περίπτωση που τους απελευθέρωναν οι αντάρτες. Την ίδια μέρα
αντιπροσωπεία τεσσάρων κατοίκων του Αγίου Δημητρίου, συγγενείς των ομήρων, πήγε
στο Πύθιο, όπου και συνάντησε τους αντάρτες και τους ζήτησε να ελευθερώσουν
τους δυο Γερμανούς, χωρίς όμως να γίνει δεκτό το αίτημά τους.
Την Τρίτη το πρωί, 23 Φεβρουαρίου, οι Γερμανοί
προέβησαν σε μια ακόμη σύλληψη. Συνέλαβαν και φυλάκισαν μαζί με τους υπόλοιπους
ομήρους τον Αιμίλιο Ξανθόπουλο, δήμαρχο Κατερίνη κατά την περίοδο 1933-1937, ο
όποιος ήταν επιμελητής τροφοδοσίας των εργατών του μεταλλείου, με την κατηγορία
ότι εφοδίαζε τους αντάρτες του ΕΛΑΣ.
Με
τη λήξη του γερμανικού τελεσιγράφου, την Τρίτη το μεσημέρι, και αφού δεν είχε
επιστρέψει το αυτοκίνητο με τους δυο Γερμανούς ομήρους, οι Γερμανοί προχώρησαν
στην υλοποίηση της απόφασής τους, εκτελώντας τους 40 Έλληνες ομήρους, 20 για
κάθε Γερμανό!
Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία ο πρόεδρος του χωριού
συναντήθηκε με τους αντάρτες, συζήτησε μαζί τους και δέχτηκαν να γίνει η
ανταλλαγή. Για το σκοπό αυτό έστειλαν τον ίδιο μαζί με κάποιον Κοκκινοπλίτη να
ζητήσουν από το Δεσπότη να μεσολαβήσει για την ανταλλαγή. Πριν όμως προλάβουν
να φτάσουν στην Κατερίνη, πληροφορήθηκαν ότι είχε ήδη γίνει η εκτέλεση. Στη
συνέχεια εκτελέστηκαν από τους αντάρτες και οι δυο Γερμανοί.
Κυρίες
και κύριοι
Μέχρι
τώρα προσπάθησα να μιλήσω χωρίς συναίσθημα, παραθέτοντας απλά τα ιστορικά
γεγονότα θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο ίσως θα σταθώ πιο αντικειμενικός
απέναντι στην ιστορία. Αλλά όμως απέναντί μου δεν έχω μόνο την ιστορία. Εδώ απέναντί μου έχω ανθρώπους που έζησαν τα
γεγονότα, ανθρώπους που έπαθαν, που πόνεσαν, που πένθησαν, ανθρώπους που είδαν
τη ζωή τους να γκρεμίζεται από τη μια στιγμή στην άλλη. Βλέπω συγγενείς και
απογόνους των ανθρώπων που εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς άδικα, χωρίς να
φταίξουν σε κάτι και το κυριότερο χωρίς να καταλάβουν και αυτοί το γιατί.
Εμείς
άραγε ξέρουμε το γιατί;
Γιατί εκτελέστηκαν οι 40 συμπολίτες μας; Γιατί
εκτελέστηκαν χιλιάδες Έλληνες σε εκατοντάδες παρόμοιες εκτελέσεις που έγιναν σε
ολόκληρη την Ελλάδα την περίοδο της Κατοχής; Γιατί εκτελέστηκαν χιλιάδες αθώοι
άνθρωποι; Μήπως επειδή έπραξαν το αυτονόητο;
Μήπως επειδή υπερασπίστηκαν την πατρίδα τους; Επειδή υπήρξαν πατριώτες και
αρνήθηκαν τη συνεργασία με τους κατακτητές; Τους κατακτητές που ήρθαν με το
θράσος του δυνατού να επιβάλουν τα επεκτατικά τους σχέδια, χωρίς να ανέχονται
και να συγχωρούν οποιονδήποτε αγωνιζόταν εναντίον τους, απαιτώντας το
αυτονόητο, δηλαδή την ελευθερία και την εθνική αξιοπρέπεια;
Τι
κρυβόταν άραγε πίσω από τα σχέδια των Γερμανών. Ήταν μόνο η παράνοια ενός εγκληματία που βάλθηκε να
κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο με οποιοδήποτε τίμημα; Μπορούμε να αρκεστούμε σε
μια τέτοια εφησυχαστική εξήγηση; Αν πιστεύαμε μια τόσο επιφανειακή αιτιολογία
θα αδικούσαμε τη σκέψη μας αλλά και όλους όσοι θυσιάστηκαν άδικα. Η μελέτη της ιστορίας και η αποκάλυψη πλέον
στοιχείων και αρχείων της εποχής, καταδεικνύουν ότι πίσω από τη φοβερή πολεμική
μηχανή του τρίτου Ράιχ και τις ωμότητες της, υπήρχαν οι βλέψεις των
βιομηχανικών κολοσσών της Γερμανίας για ένα νέο μοίρασμα της γερμανικής αγοράς,
συμφώνα με τα συμφέροντα τους.
Οι
Γερμανοί κατακτητές δεν περιορίστηκαν στην παράνομη εδαφική κατοχή της χώρας
μας, αλλά προχώρησαν και στη λεηλασία των πλουτοπαραγωγικών της πηγών και στη
συγκεκριμένη περίπτωση των ορυχείων, όχι μόνο του Αγίου Δημητρίου, αλλά και
άλλων περιοχών, τα μεταλλεύματα των οποίων προωθούνταν στη Γερμανία προς
ενίσχυση της πολεμικής της βιομηχανίας.
Οι ομαδικές αυτές εκτελέσεις των γερμανών δεν
μπορούμε να δεχτούμε ότι ήταν απλά πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά θεωρούμε ότι
ήταν εγκλήματα βάσει σχεδίου, τα οποία δεν αποτιμώνται και δεν αποζημιώνονται,
γιατί καθώς λέει ο Διονύσιος Σολωμός: «Χαρές και πλούτη να χαθούν και τα
βασίλεια κι όλα, τίποτα δεν είναι αν
στητή μένει η ψυχή κι ολόρθη».
Η
εκτέλεση των 40 συμπατριωτών μας ήταν μια θυσία στο βωμό της πατρίδας και της
ελευθερίας. Αλήθεια όμως πόσο εύκολο είναι - όχι μόνο για τους Γερμανούς - αλλά
και για πολλούς ακόμα ευρωπαϊκούς λαούς, να ξεχνούν αυτές τις θυσίες, τους
αγώνες, το αίμα, τον ευτελισμό και την ταπείνωση που υπέστη ο λαός μας; Γιατί
σήμερα τόσες φωνές να εναντιώνονται στον λαό που έχει αποδείξει ότι ξέρει να
αγωνίζεται, να ορθώνει το ανάστημά του σε αξίες και ιδανικά που η κάθε γενιά,
με άγραφους νόμους, παρέδιδε στη επόμενη;
Κυρίες και κύριοι:
Σήμερα που η δύσκολη θέση της χώρας μας δημιουργεί σχέσεις
εξάρτησης και απαίτησης εμπράγματων εγγυήσεων, το βλέμμα προς το παρελθόν δεν
αποτελεί πισωγύρισμα, αλλά πηγή δύναμης για εθνική ανάταξη. Σήμερα, ίσως
περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η ιστορία διδάσκει, μορφώνει, παραδίδει πρότυπα
ηρωισμού, αποτελεί φωτεινό παράδειγμα θυσίας, κλείνει μέσα της γεγονότα
δυσνόητα στους σύγχρονους λαούς και συμπυκνώνει ουσία και περιεχόμενο που δεν
καταγράφονται παρά μόνο στα μεγάλα γεγονότα που άλλαξαν τη φορά και τη ρότα του
κόσμου που σήμερα ζούμε.
Η θυσία των Αη-Δημητρινών, των Λιβαδιωτών και του
δημάρχου Αιμίλιου Ξανθόπουλου δεν πήγε χαμένη. Το αίμα τους έσμιξε με το αίμα
όλων των άλλων που θυσιάστηκαν για την πατρίδα τους κι έγινε λαϊκό ποτάμι που
φούσκωσε και έδιωξε τους κατακτητές από τη χώρα μας. Η θυσία τους χαράχτηκε
ανεξίτηλη στη μνήμη μας και ανυψώθηκε στη σφαίρα του ηρωισμού και των ιδανικών.
Απόκτησαν την αθανασία, το σεβασμό και την ευγνωμοσύνη μας.
Το μήνυμα της θυσίας τους δεν το ξεθώριασε ο
χρόνος. Αποτελεί προσταγή πάνω απ’ όλα για ενότητα των Ελλήνων, φιλοπατρία και
συναδέλφωση με όσους λαούς αγωνίζονται για την ειρηνική συνύπαρξη, την πρόοδο
και την προκοπή της ανθρωπότητας.
Εμείς σήμερα σε αυτή την σεμνή τελετή με θαυμασμό
και κατάνυξη μπορούμε να υποκλιθούμε στη μνήμη τους και να αναλογιστούμε πως το
δικαίωμα που μας έδωσαν να είμαστε σήμερα παρόντες μέσα στην ιστορία, δεν είναι
χάρισμα, αλλά βαρύ χρέος απέναντι στη στάση ζωής που εκείνοι χάραξαν.
Το έθνος ολόκληρο υποκλίνεται στη θυσία τους. Ας
είναι αιωνία η μνήμη τους!»