Είναι οι παππούδες και οι γιαγιάδες όλων μας. Οι ήρωες που μας μεγάλωσαν όταν οι γονείς μας δούλευαν με τις ώρες. Αυτοί που γέμιζαν τα μικρά χεράκια μας με σοκολάτες ΙΟΝ και μας έκλειναν
συνωμοτικά το μάτι. Στη δική τους αγκαλιά τρέχαμε με δάκρυα στα μάτια, όταν οι «αντίπαλοι» δεν μας έκαναν το χατίρι. Σαν μαζευόμασταν όλοι στο πατρικό, ήταν το καλύτερό τους. Κάθονταν στην άκρη του τραπεζιού και χόρταιναν μόνο στην εικόνα μας. Ένιωθαν πλήρεις, ικανοποιημένοι και ευτυχισμένοι. Ποτέ δε θα παρατηρούσες πάνω τους σημάδια απαισιοδοξίας και μιζέριας. Είχαν μάθει από παλιά να πορεύονται με τα απλά, τα λίγα και τα γήινα. Προσπάθησαν να μας το μεταδώσουν, μα σκιαχτήκαμε στην όψη του και το αποφύγαμε όπως ο διάολος το λιβάνι.
Μα σα μεγαλώσαμε, μεταμφιεστήκαμε με το προσωπείο του «εργασιομανή», του «δεν προλαβαίνω, του «έχω δικές μου σκοτούρες, μ’ αυτούς θα ασχολούμαι τώρα;». Απαρνηθήκαμε τις αξίες τους, θάψαμε στη στάχτη τα σοφά τους λόγια, υιοθετήσαμε άλλες ιδέες, πιο σικ και μοντέρνες, τους γυρίσαμε την πλάτη και για ακόμη μια φορά γίναμε οι ίδιοι δακτυλοδεικτούμενοι μαλάκες, που κατηγορούσαμε πριν χρόνια.
Μέσα στην παραζάλη της καθημερινότητας μας αλλοτριωθήκαμε και ξεχάσαμε να ζούμε. Μετατραπήκαμε σε μηχανές που μοιράζουν δεξιά και αριστερά κατσουφιασμένα βλέμματα, πικρόχολα λόγια που στάζουν μισανθρωπιά και αρνητισμό. Πώς γίναμε έτσι ή καλύτερα πώς επιτρέψαμε στους εαυτούς μας αυτήν την αλλαγή; Το χάος, μας ρούφηξε στο άπειρό του και μας παρέδωσε ξανά στη μάνα φύση κενούς, αγενείς και ηλίθιους. Ζητώ συγνώμη για την τελευταία προσβλητική ταμπέλα που κρεμώ στο λαιμό του ανθρώπινου είδους, αλλά η πραγματικότητα, όπως φαντάζει μέσα από τα δικά μου μάτια, δεν μου επιτρέπει να πω κάτι διαφορετικό.
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ
http://arive.gr