Ερμηνευτική απόδοση
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Η´ 26 - 39
26 Επειτα από αυτά έπλευσαν και αγκυροβόλησαν εις την χώραν των Γαδαρηνών, η οποία είναι αντίπερα από την Γαλιλαίαν. 27 Οταν δε ο Ιησούς εβγήκεν εις την ξηράν, τον συνάντησεν ένας άνθρωπος της πόλεως εκείνης, ο οποίος είχε μέσα του δαιμόνια από πολλά χρόνια και δεν εφορούσε ένδυμα και δεν έμενε σε σπίτι, αλλά μέσα εις τα μνήματα. 28 Οταν όμως είδε τον Ιησούν εκραύγασε δυνατά, έπεσεν εις τα πόδια του και με φωνήν μεγάλην είπε· “ποία σχέσις υπάρχει ανάμεσα εις εμέ και σε, Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψίστου; Σε παρακαλώ, μη με βασανίσης και μη με κλείσης από τώρα στον φρικτόν Αδην”. 29 Είπε δε αυτά ο δαιμονιζόμενος, διότι ο Χριστός διέταξε το ακάθαρτον πνεύμα να βγη και να φύγη από τον άνθρωπον, επειδή από πολλά χρόνια τον είχεν αρπάξει και κυριεύσει. Οι δε άλλοι άνθρωποι, ένεκα της αγριότητος αυτού, τον έδεναν με αλυσίδες και με ισχυρά δεσμά εις τα πόδια, δια να τον φυλάσσουν, ώστε να μη επιτίθεται και κακοποιή τους άλλους. Αλλά αυτός έσπαζε τα δεσμά και ωδηγείτο βιαίως από τον δαίμονα εις ερημικούς τόπους. 30 Τον ερώτησε δε ο Ιησούς, λέγων· “ποιό είναι το όνομά σου;” Εκείνος δε απήντησε· “λεγεών”. Διότι πολλά δαιμόνια είχαν εισέλθει στον άνθρωπον αυτόν. 31 Και παρακαλούσαν τα δαιμόνια αυτόν, να μη τα διατάξη και πάνε εις τα τρίσβαθα του Αδου. 32 Ητο δε εκεί μία αγέλη με πολλούς χοίρους, που έβοσκαν στο βουνό· και τον παρακαλούσαν τα δαιμόνια να τους δώση την άδειαν να μπουν εις εκείνους τους χοίρους. Και τους το επέτρεψεν ο Κυριος (διότι κατά λόγον δικαιοσύνης έπρεπε να τιμωρηθούν με την απώλειαν των χοίρων οι ιδιοκτήται των, επειδή τους έτρεφαν, μολονότι αυτό απηγορεύετο από τον μωσαϊκόν νόμον). 33 Αφού δε εξήλθον τα δαιμόνια από τον άνθρωπον, εμπήκαν στους χοίρους και ώρμησε ασυγκράτητο όλο το καπάδι επάνω στον κρυμνόν, ερρίφθη από εκεί εις την θάλασσαν και επνίγησαν οι χοίροι. 34 Οταν δε οι βοσκοί είδαν το γεγονός αυτό, έφυγαν και το ανήγγειλαν εις την πόλιν και εις όσους συναντούσαν, από αυτούς που έμεναν στους αγρούς. 35 Εβγήκαν δε από την πόλιν οι άνθρωποι, δια να ίδουν αυτό που έγινε. Ηλθαν στον Ιησούν και είδαν τον άνθρωπον, από τον οποίον είχαν βγη τα δαιμόνια, να κάθεται κοντά εις τα πόδια του Ιησού, ντυμένος, ήρεμος και φρόνιμος, και εφοβήθησαν. 36 Είχαν δε διηγηθή εις αυτούς εκείνοι που είδαν το γεγονός, πως ελευθερώθηκε ο δαιμονιζόμενος. 37 Και όλον το πλήθος της περιοχής των Γαδαρηνών τον παρεκάλεσαν να φύγη από αυτούς, διότι είχαν κυριευθή από μεγάλον φόβον, δια την τιμωρίαν που τους επεβλήθη. Ενοχοι δε και δι' άλλα καθώς ήσαν, εφοβούντο πολύ και άλλας τιμωρίας. Ο δε Ιησούς εμπήκε στο πλοίον και επέστρεψε. 38 Παρακαλούσε δε αυτόν ο άνθρωπος, από τον οποίον είχαν βγη τα δαιμόνια, να μένη μαζή του. Ο Ιησούς όμως τον έστειλε ειρηνικά εις την πόλιν του, λέγων· 39 “γύρισε στο σπίτι σου και να διηγήσαι όσα έκαμε εις σε ο Θεός”. Και εκείνος έφυγε και διαλαλούσε εις όλην την πόλιν, όσα ο Ιησούς έκαμε εις αυτόν.
Αρχαίο κείμενο
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Η´ 26 - 39