Αν η μία όψη του οικονομικού μοντέλου που μας οδήγησε στην κρίση ήταν το υψηλό χρέος (δημόσιο αλλά και ιδιωτικό), η άλλη όψη ήταν το τεράστιο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, δηλαδή το έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου. Στο σημείο οξείας εκδήλωσης
της κρίσης το 2010, αυτό το έλλειμμα ξεπέρασε το τρομακτικό 13% του ΑΕΠ. Όλες οι εσωτερικές παθογένειες «συνοψίστηκαν», λοιπόν, σε μια τεράστια σε έκταση ανάγκη χρηματοδότησης από το εξωτερικό, που ήταν το αποτέλεσμα και η άλλη όψη των τεράστιων χρεών.
Μέχρι και τα τέλη του 2013, ο τότε υπουργός Οικονομικών κ. Στουρνάρας και η κυβέρνηση συνολικά, δεν έχαναν ευκαιρία να πανηγυρίσουν το «διπλό πλεόνασμα»: πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό και πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Διότι, ως αποτέλεσμα της κρίσης και των πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης, το τεράστιο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε ραγδαία, από το 13% του ΑΕΠ σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα.
Όμως από το τελευταίο δίμηνο του 2013 η εικόνα σ’ αυτό τον τομέα έχει αντιστραφεί πλήρως: οι εξαγωγές μειώνονται και οι εισαγωγές αυξάνονται, με αποτέλεσμα το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών να παίρνει ξανά την ανηφόρα. Από τον Οκτώβριο του 2013, οπότε έκαναν βουτιά υποχώρησης κατά 9,1%, μέχρι και το Μάιο του 2014 (τα τελευταία διαθέσιμα επίσημα στοιχεία), οπότε υποχώρησαν κατά 8,3%, οι εξαγωγές είναι σε διαρκή πορεία μείωσης επί ένα οκτάμηνο. Από την άλλη, οι εισαγωγές έχουν πάρει την ανηφόρα: Έτσι, στο πεντάμηνο Ιανουαρίου – Μαΐου 2014 το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου αυξήθηκε κατά 9,5% και ανήλθε σε 8.836,7 εκατ. ευρώ έναντι 8.072,6 εκατ. ευρώ το α’ πεντάμηνο πέρυσι.
Έτσι, οι κυβερνητικοί ιθύνοντες έπαψαν να πανηγυρίζουν, λησμόνησαν και αφαίρεσαν από το δημόσιο λόγο τους οποιαδήποτε αναφορά στο «διπλό πλεόνασμα»…
Θα πει κανείς ότι και άλλες χώρες έχουν ένα μικρό ή «λογικό» έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών χωρίς κανείς να ισχυρίζεται ότι πάσχουν από μείζονες οικονομικές ανισορροπίες – γιατί όχι και η Ελλάδα;
Ο λόγος είναι απλός: γιατί στην Ελλάδα αυτά τα δεδομένα αποκαλύπτουν ένα γενναίο έλλειμμα διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Οι Έλληνες εξαγωγείς (όπως και όλοι οι Έλληνες επιχειρηματίες, από τον πιο μικρό μέχρι και τον πιο μεγάλο), επωφελήθηκαν από μια γενναία μείωση του κόστους εργασίας εξαιτίας της μείωσης του κατώτερου μισθού κατά 22,5% αλλά και της «ευελιξίας» των εργασιακών σχέσεων και της εμπέδωσης ενός συστήματος κυβερνητικής και κρατικής ανοχής στη συστηματική καθυστέρηση – παρακράτηση μισθού αλλά και στην παρακράτηση καταβολών σε δημόσια ταμεία και ασφαλιστικά ταμεία.
Όταν παρ’ όλα αυτά οι εξαγωγές μειώνονται συστηματικά, αυτό σημαίνει δύο πράγματα: Πρώτο, ότι οι Έλληνες εξαγωγείς αρνούνται να προσαρμόσουν το ποσοστό κέρδους τους ώστε να ευνοήσουν τις εξαγωγές τους. Δεύτερο και σημαντικότερο, ότι αρνούνται να επενδύσουν τα οφέλη τους από τη δραστική μείωση του κόστους εργασίας σε όλα αυτά που αυξάνουν τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα: ποιότητα προϊόντων, καινοτόμα προϊόντα, συντήρηση και συσκευασία, δίκτυα πωλήσεων και διαφήμιση κ.λπ. Αποδεικνύονται δηλαδή κρατικοδίαιτοι και αρκούνται στα κέρδη που τους εξασφαλίζει το κράτος με τις ρυθμίσεις για τους μισθούς και τις εργασιακές σχέσεις…
Τούτου δοθέντος, η «μεγάλη υπόσχεση» περί αλλαγής οικονομικού μοντέλου κινδυνεύει να αποδειχτεί μία από τις συνήθεις ελληνικές μεγαλοστομίες. Και όταν το οικονομικό μοντέλο που μας οδήγησε στην κρίση δεν αλλάζει, τότε μια νέα υποτροπή της κρίσης θα βρεθεί αναπόφευκτα στο δρόμο μας.