O Δρ. Κουτσιούκ ήταν Τούρκος αξιωματικός κατά την εισβολή του τουρκικού στρατού στην Κύπρο και η αφήγησή του για τα όσα συνέβησαν στο μαρτυρικό νησί, προκαλεί ανατριχίλα
Το βιβλίο «Νταλγκά-Νταλγκά, η μαρτυρία ενός Τούρκου αξιωματικού για τη δεύτερη εισβολή», της δημοσιογράφου Σοφίας Ιορδανίδου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Νέα Σύνορα - Α. Λιβάνη», περιλαμβάνει τη συγκλονιστική αφήγηση του Δρ. Κουτσιούκ για τα γεγονότα του 1974 στην Κύπρο. Ο οικονομολόγος Κιουτσιούκ, από τον οποίο πήρε συνέντευξη η κα. Ιορδανίδου, συμμετείχε στις επιχειρήσεις Αττίλας 2, τον Αύγουστο του ’74, ως έφεδρος αξιωματικός του τουρκικού στρατού.
«Τον τίτλο του βιβλίου Νταλγκά-Νταλγκά (Κύματα-κύματα) τον διαλέξαμε μαζί», αναφέρει στον πρόλογο η Σ. Ιορδανίδου. «Ελπίζω ότι το βιβλίο αυτό θα διαβαστεί και στην Κύπρο. Όχι για να μάθει κάτι στον κόσμο που δεν ξέρει ή δεν έζησε, αλλά για να κρατήσει, πλάι στ’ άλλα, που έχουν γραφτεί από Ελληνοκυπρίους, τις μνήμες ζωντανές και να συμβάλει στη νοηματοδότηση του αγώνα που συνεχίζουν όλα αυτά τα χρόνια για λύση του προβλήματος, με τρόπο που θα δικαιώσει το αίμα που έχυσαν. Θέλω, τελειώνοντας αυτό το σύντομο σημείωμα “δίκην εισαγωγής”, να τους βεβαιώσω ότι όσο έγραφα “η μισή μου καρδιά στην Κύπρο βρισκόταν”...».
Ο Κουτσιούκ αναφέρεται τόσο στα γεγονότα της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης το ’55 όσο και στη δράση της τουρκικής Αριστεράς. Ωστόσο, ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν οι σελίδες που περιλαμβάνουν τις αφηγήσεις του για τα γεγονότα που σχετίζονται με την τουρκική εισβολή. Ο Δρ. Κουτσιούκ αναφέρεται σε συγκλονιστικές σκηνές, όπως τις σφαγές των συλληφθέντων Ε/κ από τους Τούρκους στρατιώτες, που σκοπό είχαν την εξάπλωση της τρομοκρατίας από τον Αττίλα, με απώτερο στόχο την εδραίωσή του στην Κύπρο και την κατάληψη των εδαφών της.
«Θα σου πω για τη δολοφονία μιας γυναίκας, μια κτηνώδη πράξη που όσο ζω δε θα σβήσει απ’ το μυαλό μου. Ήμασταν σε κάποιο χωριό, δε θυμάμαι πια τ’ όνομά του, για εκκαθαριστική επιχείρηση, υπό τις διαταγές του λοχαγού Αλκατσόγλου. Σ’ ένα από αυτά τα χωριά της Κύπρου, τα γεμάτα κυπαρίσσια κι ευκάλυπτους. Ανταλλάσσονταν λίγοι πυροβολισμοί κι εγώ χώθηκα σ’ ένα κήπο γεμάτο άγουρα ακόμα σταφύλια, σε μια άκρη του οποίου υπήρχε μια μικρή στέρνα. Έκοψα ένα τσαμπί σταφύλι και, όπως γευόμουν τις ξινές ρώγες του, δίσταζα ν’ αποφασίσω αν έπρεπε να κάνω ένα μπάνιο όσο οι στρατιώτες θα λεηλατούσαν τα σπίτια.
Ξαφνικά, άκουσα κοντά μου πυροβολισμούς και είδα δύο στρατιώτες, τον Σεφίκ και τον Σουλεϊμάν, να φωνάζουν περήφανοι: “Oldurdum, oldurdum, komutanim”, δηλαδή “σκότωσα, σκότωσα, αρχηγέ”. Τους ήξερα. Ήταν χουλιγκάνοι. Πλησίασα προς τα εκεί που έδειχναν χειρονομώντας ενθουσιασμένοι. Μια νέα ευτραφής γυναίκα κειτόταν σφαδάζοντας στο χώμα. Είχε τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα και ανοιχτά τα σκέλια, απ’ όπου έτρεχαν άσπρα πηχτά υγρά και αίμα. Είχαν αδειάσει τα πιστόλια τους μεσ’ στον κόλπο της. Παρατηρούσα τα χέρια της και τα πόδια της. Μου φαίνονταν μικρότερα απ’ το υπόλοιπο σώμα της. Καθώς την κοίταγα που ξεψύχαγε με χυμένο έξω το σταφύλι των σπλάχνων της, με κόμπους λίπους κολλημένους στο ανοιχτό πληγωμένο φύλο της, με κυρίεψε μια αναγούλα. Ένα προϊστορικό θηλαστικό πιασμένο στα δίχτυα ενός αποτρόπαιου θανάτου.
Την κοίταζα και ένιωθα να μεγαλώνει, να μεγαλώνει σαν φουσκωτή λαστιχένια κούκλα. Πέταξα πέρα τα σταφύλια. Έκανα μεταβολή κι ακριβώς απέναντι, παρατεταγμένοι στην ευθεία, διακόσιοι είκοσι πέντε στρατιώτες ετοιμάζονταν για την αναφορά, σαν να μην έτρεχε τίποτε. Ο ανθυπολοχαγός Τζεμάλ τους έδινε τις απαραίτητες εντολές παρουσίασης. Ο λοχαγός τους έδινε συγχαρητήρια, επισημαίνοντας ότι η επιχείρηση είχε ολοκληρωθεί με απόλυτη επιτυχία. Στα τελευταία λόγια του λοχαγού, κάτι εξερράγη μέσα μου θρυμματίζοντας την απάθεια που το σοκ είχε δημιουργήσει, γυάλινο κλουβί γύρω μου. Δηλαδή θα ’φευγαν και θα τ’ άφηναν όλα “καθαρά” στο χωριό. Μαζί και τη γυναίκα άταφη, βορά στα όρνια. Πήδηξα με τ’ όπλο προτεταμένο προς τον λοχαγό και ρώτησα κοφτά: “Τι θα γίνει μ’ αυτή τη γυναίκα;”. Θυμήθηκα τα πτώματα που κινούνταν παραμορφωμένα απ’ τη ζέστη και τρελαινόμουν.
Με το δάχτυλο στη σκανδάλη απευθύνθηκα στον Αλκατσόγλου σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση. “Διέταξέ τους να τη θάψουν, αλλιώς σε σκοτώνω”. Είδα τον φόβο να πλημμυρίζει το βλέμμα του. Έδωσε εντολή να σκάψουν έναν τάφο και να τη ρίξουν μέσα. Υπό την απειλή του όπλου, εκτός εαυτού, τους ανάγκασα να τη σκεπάσουν με τις ματωμένες κουβέρτες της και να βάλουν φωτιά. Εξιλαστήριο πυρ, φλόγες αντί λουλούδια, ήταν ό,τι μπορούσα να προσφέρω μέσα στην κόλαση του πολέμου σ’ αυτή την άγνωστη. Καθώς ανέβαινα με τους άλλους στα καμιόνια να φύγω, με τράνταξε ένα υστερικό γέλιο. Μια σκέψη αταίριαστη στη σοβαρότητα της στιγμής σφήνωσε στο μυαλό μου. Τι μ’ έπιασε και το ’παιξα Αντιγόνη με όπλο και μουστάκια, ξαφνιάζοντας αυτούς τους σκληρούς κι ανυποψίαστους άνδρες;
Μήπως ήταν το πρώτο άταφο κουφάρι που αντίκριζα; Εκατοντάδες ήταν σπαρμένα στα χωράφια. Γιατί αντέδρασα έτσι ειδικά σ’ αυτή τη γυναίκα; Ήταν γιατί δεν μπόρεσα να αποτρέψω τη δολοφονία της, που έγινε μπροστά στα μάτια μου; Ήταν γιατί η στάση του θανάτου της της αφαιρούσε τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια του φύλου της; Λες κι οι νεκροί νοιάζονται να ’ναι αξιοπρεπείς! Ήταν γιατί ξεχείλισε το ποτήρι της αηδίας που ένιωθα μέσα μου για τις κτηνωδίες που αντίκριζα κάθε μέρα; Φαντάζομαι πως απάντηση δεν υπάρχει, όχι τουλάχιστον αρκετά λογική για ν’ αντέχει στην κριτική του μη-εμπόλεμου. Έκανα χρόνια να ξαναφάω σταφύλι. Για εβδομάδες είχα στα μάτια μου εναλλασσόμενες, σαν οπτικό εφφέ ταινίας τρόμου, τις εικόνες του σταφυλιού, των υγρών της νεκρής μήτρας, της νεκρής μήτρας, των σταφυλιών, και πάλι απ’ την αρχή.
Κι όμως, εκείνο το ίδιο βράδυ του φόνου κοιμήθηκα βαθιά.
Κι όμως, εκείνο το ίδιο βράδυ του φόνου κοιμήθηκα βαθιά.
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ