Σαν σήμερα, στις 18 Ιανουαρίου του 1984, ο Βασίλης Τσιτσάνης αφήνει την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Ο θάνατος του μεγάλου συνθέτη και δεξιοτέχνη, σημειώνεται ανήμερα των γενεθλίων του. Η μουσική παρακαταθήκη που αφήνει πίσω του, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια της ελληνικής μουσικής.
Ο "Βλάχος", ή "Τσίλιας", όπως τον αποκαλούσαν οι ρεμπέτες φίλοι του, γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου του 1915. Ηπειρωτικής καταγωγής ωστόσο, μιας και οι γονείς του κατάγονταν και οι δύο από την Ήπειρο.
Γιος τσαρουχά, ήρθε σε επαφή με τα μουσικά όργανα από πολύ μικρή ηλικία αφού ο πατέρας του είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια της πατρίδας του. Η παραδοσιακή μουσική ήταν πάντα ριζωμένη στην καρδιά του Τσιτσάνη.
Η οικογένεια του Κώστα Τσιτσάνη, έχασε μία δεκάδα παιδιών και κατέληξε με τα ζώντα τρία αγόρια και το ένα κορίτσι τους, να συμπληρώνουν την οικογένεια και τα αδέρφια του Βασίλη.
Από τα δεκατέσσερα παιδιά της οικογένειας, επέζησαν οι Νίκος, Χρήστος, Βασίλης και Τερψιχόρη.
Ένα παιδί τους, που έφυγε μεγάλο από τη ζωή, στην ηλικία των δεκαπέντε ετών, το 1916, ήταν η αιτία ώστε, το νεογέννητο και μόλις ενός έτους παιδί τους, να λάβει στη μνήμη του το όνομά του, Βασίλης.
Το ίδιο είχε συμβεί και με τον αδερφό του Χρήστο.
Ο Χρήστος Τσιτσάνης, ο αδελφός του Βασίλη, που έπαιζε και αυτός μπουζούκι, ήταν επί σειρά ετών ιδιοκτήτης και αυτο-απασχολούμενος στο οικογενειακό τους καφενείο στα Τρίκαλα, που έφερε την επωνυμία, Τσιτσάνης.
Το μαγαζί είχε αρχικά ονομαστεί Μουριά, το άνοιξαν δε, μετά το θάνατο του πατέρα τους Κώστα. Βρισκότανε κοντά στο πατρικό τους σπίτι, επί της οδού Λαρίσης.
Αργότερα, από το δικό του γάμο με τη Ζωή Σαμαρά, ο Βασίλης Τσιτσάνης θα αποκτήσει δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα.
Το μαντολίνο που έγινε μπουζούκι
Η απώλεια του πατέρα του, στα 11 του χρόνια, ήταν καταλυτική για την πορεία της ζωής του Τσιτσάνη. Το μαντολίνο του αγαπημένου του πατέρα και μέντορα, είχε μετατραπεί σε μπουζούκι από έναν ντόπιο οργανοποιό. Δεν ήθελε και πολύ να μαγευτεί από τον ήχο του.
Από τα γυμνασιακά του χρόνια, έπαιζε βιολί. Παρόλα αυτά, προτίμησε τον "περιθωριακό" για την εποχή, ήχο του μπουζουκιού. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα πρώτα του τραγούδια τα έγραψε σε ηλικία 15 ετών. Λίγα χρόνια μετά, άφησε την ιδιαίτερη πατρίδα του για να μεταβεί στην Αθήνα και να σπουδάσει νομικά. Ήταν τέλη του 1936.
Η ζωή στην Αθήνα
Για να συμπληρώσει τα έσοδά του δούλευε παράλληλα σε ταβέρνες. Το μαγαζί Τα Μπιζέλια, στον Κολωνό ήταν το πρώτο του "σπίτι".
Εκεί γνώρισε και τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο ο οποίος τον πήγε στην Columbia. Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1937, αλλά το κύριο μέρος των προπολεμικών δίσκων του πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια.
Η "Αρχόντισσα" είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε αλλά μαζί μ' αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία τραγούδια όπως τα "Να γιατί γυρνώ", "Γι 'αυτά τα μαύρα μάτια σου" και πολλά άλλα που ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ
news247.gr