Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Να πράξει τώρα το καθήκον του και το υπουργείο Οικονομικών. Δεν το οφείλουμε στους Χρυσαυγίτες, αλλά στους Δημοκράτες

Ευχαριστούμε πάρα πολύ τον αποστολέα του μηνύματος.... ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΖΩΝΗ
07/10/2013
Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
Πιστεύω ακράδαντα ότι δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για να ταχθεί κανείς στο πλευρό του οργανωμένου εγκλήματος και του ναζισμού.
Ούτε τα μνημόνια, ούτε η φτωχοποίηση, ούτε όλα μαζί τα δεινά που έχουν πλήξει τη χώρα συνολικά και ατομικά τον καθένα, μπορούν να δικαιολογήσουν την (ακόμη και δια της ψήφου) ένταξη στο οργανωμένο έγκλημα.

Πολύ περισσότερο που τίποτε δεν μπορεί να περιμένει κανείς από αυτούς που αποκαλούν όλους τους άλλους ξεφτιλισμένους, αλλά δεν διστάζουν να εξευτελιστούν οι ίδιοι, όταν με τις απολογίες τους απαρνούνται αυτά που οι ίδιοι μέχρι χτες αποκαλούσαν «ιδεολογία» τους, επειδή φοβούνται τον πέλεκυ της Δικαιοσύνης και τρέμουν τη φυλακή.

Κανένα πρόβλημα δεν μπορούν να λύσουν άνθρωποι που δεν είναι σε θέση να
διατηρήσουν την ψυχραιμία τους ούτε τη στιγμή της αποφυλάκισής τους.

Δεν είναι αρχηγός κόμματος αυτός που υποστηρίζει πως (αν και αρχηγός κόμματος) πέφτει το ένα βράδυ νωρίς για ύπνο και ξυπνά την άλλη μέρα αργά το μεσημέρι.

Ούτε μπορεί το ίδιο πρόσωπο τη μια να αποκαλεί τα στελέχη του τάγματα εφόδου και να παραδέχεται ότι χαιρετά (καμιά φορά…) ναζιστικά και την άλλη να δηλώνει στην απολογία του πως διαφωνεί με όλα αυτά τα στρατοκρατικά και τις μαύρες μπλούζες και τη ναζιστική ιδεολογία.

Δεν είναι εκπρόσωπος κόμματος αυτός που εμφανίζεται να κλωτσά και να δέρνει και να σπρώχνει μπροστά στις κάμερες και μετά να υποστηρίζει πως όλα συνέβησαν με… τη δύναμη του μυαλού του ή από τα… ηχητικά κύματα.
Δεν είναι κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος κόμματος αυτός που δημοσίως υμνεί τον Χίτλερ και (από το βήμα της Βουλής) δηλώνει πως η Δημοκρατία δεν αποκαταστάθηκε το 1974, αλλά το… 1967.

Δεν είναι βουλευτές αυτοί που κατά την ορκωμοσία μένουν καθιστοί όταν δίνουν τον όρκο τους οι μουσουλμάνοι βουλευτές (προφανώς αδιαφορώντας ή αγνοώντας τη Συνθήκη της Λωζάννης και μπερδεύοντας τους Έλληνες πολίτες μουσουλμανικού θρησκεύματος με τους… Πακιστανούς στους οποίους οι ίδιοι πουλάνε προστασία) και απολογούμενοι να δηλώνουν πως τάσσονται κατά του ρατσισμού.

Είναι δυνατόν να υπάρχει έστω και ένας που να πιστεύει ότι αυτό το συνονθύλευμα μπορεί να δώσει κάποια λύση στα σημερινά αδιέξοδα;

Προφανώς, όχι.

Και επομένως η ψήφος είναι συνειδητή.

Και γιατί να μην είναι;

Συνειδητά δεν λένε σήμερα κάποιοι πως όλα αυτά τα πάθαμε επειδή δεν ψηφίστηκε το περίφημο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο;

Αν και γνωρίζουν πως έχουμε νόμους για να τιμωρηθεί κάθε είδος εγκλήματος – και προφανώς και ο ρατσισμός;

Αν ίσχυαν αυτά που λένε, τότε δεν θα είχε συλληφθεί κανείς από δαύτους, ούτε θα αντιμετώπιζαν ένα τόσο βαρύ κατηγορητήριο (ως γνωστόν τα κατηγορητήρια σε κάποιους νόμους στηρίζονται).

Δεν φταίνε, λοιπόν, ούτε τα μνημόνια, ούτε οι αρπαχτές, ούτε όλα όσα πράγματι συνέβησαν στη χώρα.

Και ας μην κρύβονται κάποιοι πίσω από αυτά, διότι αυτά έπληξαν και τους υπόλοιπους Έλληνες, που όμως δεν βρέθηκαν να υποστηρίζουν εγκληματικές οργανώσεις ή κόμματα ναζιστικού τύπου.

Δικαιολογίες για τον εαυτό τους ψάχνουν, αρνούμενοι την πραγματικότητα, που δεν είναι άλλη από την επιλογή τους να συμπαραταχθούν με το κοινό έγκλημα.

Ωστόσο, το υπουργείο των Οικονομικών οφείλει τώρα να ξεκαθαρίσει το θέμα της Λίστας Λαγκάρντ.

Δεν συνδέω το θέμα με την υπόθεση της Χρυσής Αυγής, που αποδείχθηκε… μαύρα μεσάνυχτα.

Είναι δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα.

Και το επιχείρημα «αφού δεν μας λέτε τι απέγινε η λίστα Λαγκάρντ, πάω κι’ εγώ στη Χ.Α», αποτελεί φτηνή δικαιολογία μιας εγκληματικής επιλογής.

Το λέω, επειδή τώρα που έκαναν το καθήκον τους το υπουργείο Δημόσιας Τάξης και η Δικαιοσύνη, οφείλει να πράξει το καθήκον του και το υπουργείο των Οικονομικών.

Ένα καθήκον στο οποίο μέχρι στιγμής δεν έχει ανταποκριθεί – και γι’ αυτό δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία.

Ένα καθήκον που το οφείλουμε όχι στους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής (σ’ αυτούς πιστεύω ότι δεν οφείλει κανείς τίποτε), αλλά σε όλους τους άλλους δημοκράτες Έλληνες, που παρά τα δεινά τους, επιμένουν να επιλέγουν τη Δημοκρατία και τη νομιμότητα.