καθηγητής στο Παν. Λευκωσίας και διευθυντής του παραρτήματος του Ιδρύματος Friedrich Ebert.
Την ερχόμενη Κυριακή 4 Φεβρουαρίου στο β' γύρο των προεδρικών εκλογών αναμετρώνται ο νυν πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης από το συντηρητικό ΔΗΣΥ με τον Σταύρο Μαλά του κομμουνιστικού ΑΚΕΛ. Στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές τον Φεβρουάριο του 2013, στην καρδιά της κυπριακής κρίσης, είχε εκλεγεί ο Νίκος Αναστασιάδης, έναν μήνα πριν το μεγάλο κυπριακό σοκ με το κλείσιμο των τραπεζών και το πρωτοφανές κούρεμα ιδιωτικών καταθέσεων (bail in) στις δύο μεγάλες συστημικές τράπεζες της Κύπρου. Ηττημένος τότε ήταν ο Σταύρος Μαλάς απο το ΑΚΕΛ. Πέντε χρόνια μετά η συγκυρία φέρνει τους ίδιους υποψηφίους να διεκδικούν την προεδρία.
«Σε αντίθεση με την Ελλάδα, στην Κύπρο η κρίση δεν επέφερε έναν ριζικά νέο ή απλώς νέο πολιτικό προσανατολισμό του κομματικού συστήματος. Τα παλιά παραδοσιακά κόμματα εναλλάσσονται ακόμη στην εξουσία. Ο επόμενος πρόεδρος της Κύπρου θα προέλθει ξανά από ένα εκ των δύο μεγάλων κομμάτων, το ΔΗΣΥ ή το ΑΚΕΛ», αναφέρει σε συνέντευξή στη DW o Xoύμπερτ Φάουστμαν, καθηγητής Ιστορίας και Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας και διευθυντής του κυπριακού παραρτήματος του γερμανικού Ιδρύματος Friedrich Ebert που πρόσκειται στους Σοσιαλδημοκράτες. Για τον Γερμανό καθηγητή η κυπριακή κρίση, ειδικότερα «η προϊστορία» της, ήταν παρούσα στον πρόσφατο προεκλογικό αγώνα και ενδεχομένως να επηρεάσει και πάλι το αποτέλεσμα. «Το ΑΚΕΛ που πάει στον β' γύρο βρισκόταν στην εξουσία μέχρι το 2013. Για πολλούς οι επιλογές του οδήγησαν στο bail in. Πολλοί από τους υποστηρικτές του ΔΗΣΥ δεν θέλουν να διαχειριστεί το ΑΚΕΛ και πάλι την οικονομική και φορολογική πολιτική. Το ΑΚΕΛ, που κάποτε ήταν κατά της λιτότητας, ήταν τελικά το κόμμα που πρώτο την εφάρμοσε. Δεν επωφελείται λοιπόν τώρα με το να κάνει απλώς αντιπολίτευση στον Νίκο Αναστασιάδη, ο οποίος συνέχισε να εφαρμόζει την πολιτική λιτότητας που εισήγαγε το ΑΚΕΛ», επισημαίνει ο Χ. Φάουστμαν.
«Δεν μπορούμε να πούμε ότι η κρίση πέρασε»
Σε αυτές τις κυπριακές εκλογές η κρίση παρουσιάζεται βέβαια ως επί το πλείστον σε παρελθοντικό χρόνο. Δικαίως για πολλούς, μιας και η χώρα ολοκλήρωσε τυπικά και επίσημα το πρόγραμμα προσαρμογής της. Πόσο «success story» έχει όμως στην πράξη η όλη υπόθεση της κυπριακής οικονομικής προσαρμογής; Ισχύει τελικά το αφήγημα της επιτυχίας που κάθε τόσο χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κυπριακή εμπειρία της ευρωκρίσης; «Ισχύει ως έναν βαθμό. Ισχύει ότι το νησί πέρασε μόνο δύο χρόνια ύφεσης και στη συνέχεια επανήλθε αργά στην ανάπτυξη, πέρυσι πχ. η ανάπτυξη ανήλθε στο 3,8%. Φαίνεται ότι η κρίση σε ορισμένους τομείς έχει ξεπεραστεί, πέντε χρόνια μετά το απότομο ξέσπασμά της. Η Κύπρος αντέδρασε με εποικοδομητικό τρόπο. Εφάρμοσε αρκετές μεταρρυθμίσεις άμεσα -αυτό είναι μια διαφορά από την Ελλάδα. Αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι η κρίση πέρασε οριστικά, υπάρχουν ακόμη εμφαφή κατάλοιπα της κρίσης. Η ανεργία είναι αρκετά υψηλή, ιδίως η ανεργία στους νέους ενώ οι μισθοί για όσους εισέρχονται τώρα στην αγορά εργασίας είναι χαμηλοί» αναφέρει ο Χ. Φάουστμαν.
Σε αυτά προσθέτει το υψηλό ποσοστό μετανάστευσης στου νέους, επειδή οι προοπτικές εύρεσης εργασίας είναι χαμηλές. «Η Κύπρος πάσχει από brain drain, χάνει άτομα με υψηλές δεξιότητες που δεν έχουν εργασιακό μέλλον στην Κύπρο, όπως και στην Ελλάδα» επισημαίνει ο ίδιος. Άλλη μια συνέπεια της κυπριακής κρίσης ήταν η μείωση κατά 20-30% του βιοτικού επίπεδου, «αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε βέβαια ότι η Κύπρος ήταν ένα πλούσιο νησί. Σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που επλήγησαν από την κρίση η Κύπρος, τηρουμένων των αναλογιών, ήταν πλουσιότερη. Επλήγησαν κυρίως οι εύποροι, οι πλούσιοι», λέει ο Χ. Φάουστμαν συμπληρώνοντας ότι αυτό δεν σημαίνει ότι δεν επλήγη και η μεσαία τάξη αλλά και οι φτωχοί άνθρωποι. Ειδικότερα για το κυπριακό bail in τον Μάρτιο του 2013 σημειώνει: «Στη δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Κύπρου, τη Λαϊκή, οι άνθρωποι που είχαν καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ έχασαν τα χρήματά τους ενώ οι πελάτες της μεγαλύτερης τράπεζας, της Τράπεζας Κύπρου, με καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ έχασαν πάνω από το 40% των χρημάτων τους. Δεν είχε ξαναγίνει κάτι αντίστοιχο στην Κύπρο. Βέβαια όσοι δεν είχαν καταθέσεις σε αυτές τις τράπεζες ή είχαν καταθέσεις κάτω των 100.000 ευρώ δεν επηρεάστηκαν, εντούτοις πολλοί εύποροι Κύπριοι αλλά και καταθέτες από τη μεσαία τάξη, όπως επίσης και πολλές επιχειρήσεις επλήγησαν πολύ σκληρά από αυτό το μέτρο. Ήταν πρωτοφανές»
Το «πείραμα», η Γερμανία και οι λόγοι της ταχείας ανάρρωσης
O Χούμπερτ Φάουστμαν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και διευθυντής του παραρτήματος του Ιδρύματος Friedrich Ebert στην Κύπρο
Αναφορικά με την τραυματική εμπειρία της ιδιότυπης διάσωσης του κυπριακού τραπεζικού συστήματος και την επιβάρυνση των ιδιωτών καταθετών, ο Χ. Φάουστμαν εκτιμά ότι στην Κύπρο έγινε ένα «πείραμα» με στόχο ενδεχόμενη εφαρμογή του και σε άλλες χώρες της κρίσης. «Στην Ιταλία δύσκολα θα μπορούσε να εφαρμοστεί ένα αντίστοιχο μοντέλο γιατί ήταν πολυ μεγάλη». Ο Γερμανός καθηγητής θεωρεί μάλιστα ότι υπάρχουν επαρκείς λόγοι να ασκήσει κανείς κριτική ειδικότερα στη Γερμανία: «Πολλά γερμανικά ΜΜΕ προέβαλαν την εικόνα της Κύπρου ως μιας χώρας όπου Ρώσοι μεγιστάνες ξεπλένουν μαύρο χρήμα. Έτσι οι Γερμανοί φορολογούμενοι αν καλούνταν να πληρώσουν για τη διάσωση των φτωχών Κυπρίων θα έσωζαν τελικά τους πολύ κακούς Ρώσους. Υπήρξαν τέτοιες υπεραπλουστεύσεις. Όμως αυτά δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα κι έτσι ήταν τελικά άδικη η αντιμετώπιση της Κύπρου. Κι αυτό γιατί ναι μεν εφαρμόστηκε μια νέα πολιτική, αλλά μόνο εκεί, τουλάχιστον μέχρι τώρα».
Το ενδιαφέρον είναι επίσης κατά τον Γερμανό καθηγητή ότι επειδή η Κύπρος και άλλα κράτη που επέβαλαν σκληρά μέτρα επιστρέφουν στην ανάπτυξη ή υλοποιούν μεταρρυθμίσεις, πολλοί στη Γερμανία βλέπουν αυτή την εξέλιξη σαν επιβεβαίωση της ορθότητας των προγραμμάτων διάσωσης, εκ των υστέρων βέβαια. Πόσο μάλλον όταν αυτή η θετική πορεία καταγράφεται σε χώρες όπως η Κύπρος αλλά και η Ελλάδα που είχαν ασκήσει σκληρή κριτική ιδίως στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αλλά και την Άγκελα Μέρκελ για την πολιτική λιτότητας που πρέσβευαν.
Τέλος, ο Χούμπερτ Φάουστμαν σχολιάζοντας το έτερο αφήγημα περί «ταχείας ανάρρωσης» της κυπριακής οικονομίας, σε αντίθεση με την αργή ανάκαμψη της Ελλάδας, κάνει μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Η Κύπρος «θεραπεύτηκε» μεν, φαινομενικά τουλάχιστον, όχι όμως μόνο εξαιτίας του μνημονίου αλλά όπως σημειώνει χαρακτηριστικά: «Είναι μικρή χώρα, με 800.000 κατοίκους. Οι Κύπριοι επίσης είχαν την τύχη να μην υπάρχει εκροή κεφαλαίων στο εξωτερικό, οι Ρώσοι και άλλοι επενδυτές δεν σήκωσαν από εδώ τα κεφάλαιά τους, με αποτέλεσμα ένα μέρος του κυπριακού οικονομικού μοντέλου να διατηρηθεί ως είχε. Επίσης ένα κοινό που είχε η Κύπρος με την Ελλάδα ήταν ότι στον τομέα του τουρισμού, που είναι εξίσου σημαντικός και για τις δύο χώρες, η μία χρονιά ρεκόρ διαδεχόταν την άλλη. Κι αυτό γιατί την ίδια περίοδο με την ευρωκρίση, ανταγωνιστικές χώρες όπως η Τουρκία και η Αίγυπτος έπαψαν να είναι για πολλούς ελκυστικοί τουριστικοί προορισμοί εξαιτίας του φόβου της τρομοκρατίας ή εξαιτίας εσωπολιτικών παραγόντων. Είναι έτσι πολύ περισσότεροι οι λόγοι για τους οποίους η Κύπρος σχετικά γρήγορα ξεπέρασε την κρίση.»
Δήμητρα Κυρανούδη
http://www.dw.com/