Του Παναγιώτη Α. Καλλίρη*
Αν και οι πυρκαγιές αποτελούν τα τελευταία χρόνια τον μεγαλύτερο κίνδυνο των ελληνικών
δασών ελάχιστες γνώσεις και γενικά πληροφορίες όσον αφορά το πραγματικό μέγεθος των άμεσων και έμμεσων επιπτώσεων από αυτήν την καταστροφή έχουν γίνει αντιληπτές από την κοινή γνώμη και κυρίως από τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μαζί με τις τελευταίες φλόγες σβήνουν και τα φώτα της «δημοσιότητας» και η αυλαία της παράστασης με το έργο «Δασικές πυρκαγιές» πέφτει. Ομως, το έργο συνεχίζεται πίσω από την κατεβασμένη αυλαία και δυστυχώς, η δεύτερη πράξη περιέχει τις πιο τραγικές σκηνές.
Και είναι τόσο σημαντική η αποκατάσταση ενός κατεστραμμένου φυσικού δασικού οικοσυστήματος; Ναι, γιατί είναι αποδεδειγμένο ότι το φυσικό περιβάλλον και ο πολιτισμός πάνε μαζί. Πάντα η υποβάθμιση του ενός έφερε αργά ή γρήγορα και την υποβάθμιση και καταστροφή του άλλου.
Η αποκατάσταση των καμένων δασικών οικοσυστημάτων δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ευκαιριακά γιατί αυτά δεν είναι αποτέλεσμα ανθρωπίνων παρεμβάσεων, αλλά φυσικών διεργασιών και εξελίξεων.
Είναι προτιμότερο να αφήσουμε το ίδιο το οικοσύστημα να ξεκινήσει πρώτο την αποκατάσταση και μετά αν το μπορούμε να το υποβοηθήσουμε κάνοντας πολύ προσεκτικά βήματα. Εάν αποφασίσουμε εμείς πριν από αυτό, τότε κινδυνεύουμε όχι απλά να σπαταλήσουμε άδικα τα χρήματα του ελληνικού λαού, αλλά να προκαλέσουμε ίσως μεγαλύτερη καταστροφή από αυτήν που προηγήθηκε.
Μακροχρόνιες παρατηρήσεις στα ελληνικά φυσικά δασικά οικοσυστήματα απέδειξαν ότι η φύση ακολουθεί μια θαυμαστή διαδικασία αποκατάστασης της φυσικής βλάστησης που σίγουρα οι περισσότεροι έχετε δει ίσως ευκαιριακά όταν περνάτε μέσα από καμένες περιοχές. Πρόκειται για το φαινόμενο της φυσικής ή οικολογικής διαδοχής. Πρώτα ριζοβλαστάνουν – φυτρώνουν όπου υπάρχουν τα λεγόμενα υδροχαρή είδη, δηλαδή τα πλατάνια, οι μοσχοϊτιές, οι ψευδακακίες κ.λπ. Αμέσως μετά τα αείφυλλα πλατύφυλλα, δηλαδή τα πουρνάρια, οι κουμαριές και τα σχίνα. Ενάμιση μήνα μετά τη φωτιά μέσα από το καμένο χώμα, από τις ρίζες των καμένων κορμών ξεφυτρώνουν στις ρίζες των βελανιδιών μαζί με τα κυκλάμινα και τις ανεμώνες φρέσκα μικρά δροσερά κλαδιά, ακόμη και έπειτα από περίοδο παρατεταμένης ξηρασίας. Αμέσως μετά τα αγκαθωτά φρύγανα, οι αφάνες, οι ασφόδελοι και τα θυμάρια. Μετά οι πόες ετήσιες και πολυετείς. Και αφού αυτά μέσα σε ένα χρόνο καλύψουν το χώμα ασκώντας μια τέλεια προστασία από τη διαβρωτική δράση των βροχών ανάμεσα τους φυτρώνουν δειλά τα πρώτα λίγα πεύκα.
Την επόμενη χρονιά, το έδαφος έχει προστατευθεί περισσότερο, σκιάζεται και είναι πιο δροσερό και τα πεύκα φυτρώνουν συνεχώς έως και πέντε και έξι χρόνια μετά τη φωτιά. Και το οικοσύστημα σταδιακά αποκαθίσταται σταθερά μέσα από μια οικολογική ευγενή επιλογή και μείξη ειδών. Την ονομαζόμενη βιοποικιλότητα που είναι διαφορετική για κάθε οικότοπο. Και το κυριότερο μέσα σε αυτά τα υπό «ανέγερση» φυσικά οικοσυστήματα μελισσοσμήνη και δεκάδες είδη της άγριας ενδημικής πανίδας και ορνιθοπανίδας αρχίζουν και βρίσκουν τροφή και καταφύγιο.
Ο μικρόκοσμος και ο μεγάκοσμος ακολουθώντας αρχαίες μαγικές συνταγές θεμελιώνουν το δικαίωμα της ζωής μας στον καμένο τόπο. Μια κοσμογονία αθόρυβα ξαπλώνεται σπιθαμή προς σπιθαμή και ένα θαύμα συντελείται.
Πρέπει να διευκρινίσω για να μην παρεξηγηθώ ότι αναφέρομαι αποκλειστικά στα λίαν ξηροθερμικά περιβάλλοντα. Γιατί σε άλλα περιβάλλοντα – σταθμούς τα πράγματα είναι διαφορετικά. Σ’ αυτά τα εδάφη φυτρώνουν εύκολα μόνο δύο πράγματα. Τα πεύκα και οι αυθαίρετες κατοικίες και καλλιέργειες. Εξαρτάται από μας να διαλέξουμε τι μας συμφέρει περισσότερο.
Πρέπει λοιπόν πριν σχεδιάσουμε οποιαδήποτε αποκατάσταση να σκύψουμε πρώτα πάνω στο έδαφος. Να εντοπίσουμε την οικολογική διαδοχή των ειδών στον συγκεκριμένο τόπο-σταθμό προσδιορίζοντας την ηλικία τους και τη βιοποικιλότητά τους. Να επανασχεδιάσουμε τη φυσική αποκατάσταση του δάσους που κάηκε, τη σύνθεση των ειδών υποβοηθώντας την και όχι αντικαθιστώντας την. Να ενισχύσουμε την προστασία του εδάφους με μικρού βάθους παράλληλες με τις χωροσταθμικές ισοϋψείς καμπύλες αρόσεις και κορμοδέματα δηλαδή μικρά ξύλινα φράγματα. Να εμπλουτίσουμε την περιοχή με σπόρους όχι μόνο πεύκων αλλά και θάμνων και φρύγανων και αγριολούλουδων και όσο το δυνατόν περισσότερων ειδών από αυτά που αναγνωρίζουμε στην περιοχή. Είναι προτιμότερο να σπείρουμε νωρίς το φθινόπωρο σπόρους από τα είδη που προϋπήρχαν στην περιοχή.
Ο καλύτερος χειρισμός είναι η υποβοήθηση της αποκατάστασης της φυσικής διαδικασίας και όχι η βίαιη αντικατάστασή της. Μια προσπάθεια σ’ αυτόν τον τομέα θα δώσει καλύτερο λειτουργικό περιβαλλοντικό και αισθητικό αποτέλεσμα και τουλάχιστον θα αποτρέψει να σκορπιστούν χρήματα άδικα.
Οι εφαρμοστές Δασολόγοι, είτε το θέλουν είτε όχι, πρέπει να δουλέψουν ερευνητικά για κάθε τόπο ξεχωριστά. Μόνο που το εργαστήριό τους θα είναι ολόκληρα βουνά και δασικά οικοσυστήματα.
Δεν πρέπει κατά τη γνώμη μας να ελέγχουμε τόσο την υπηρεσία και την πολιτεία για το πόσα στρέμματα ξαναφυτεύονται μετά τις πυρκαγιές. Αλλά πόσα στρέμματα άλλαξαν, αλλάζουν και θα αλλάξουν χρήση μετά τις φωτιές. Γιατί εκεί δεν πρόκειται να φυτρώσει ούτε θυμάρι. Αυτή είναι η μεγαλύτερη καταστροφή του οικοσυστήματος και του πολιτισμού.
Πριν όμως να σχεδιάσουμε την αποκατάσταση των καμένων δασικών οικοσυστημάτων χρειάζεται να αποκαταστήσουμε κάτι πολύ σημαντικότερο που αν δεν προηγηθεί τότε ματαιοπονούμε και κυριολεκτώ. Τι είναι αυτό;
Είναι αποκατάσταση των καμένων αξιών και των υποβαθμισμένων αντιλήψεων για τη μοναδική αξία του φυσικού περιβάλλοντός μας.
* Ο κ. Παναγιώτης Α. Καλλίρης είναι δασολόγος της Δ/νσης Δασών Κορινθίας
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 30.08.2006
https://dasarxeio.com/