Στις αρχές της δεκαετίας του 90’
μεσουρανούσε στην ιδιωτική τηλεόραση η σειρά «Της Ελλάδος τα παιδιά». Στο συγκεκριμένο σίριαλ σατιρίζονταν τα
τεκταινόμενα σε μία μονάδα της Πολεμικής
Αεροπορίας, όπου πρωταγωνιστούσαν
τρεις σμηνίτες και ένας σμήναρχος, ο περιβόητος «σμήναρχος Κάκαλος». Σ’ ένα από
τα επεισόδια της σειράς με τον ευρηματικό τίτλο «Από σμήναρχος…σμηνίτης» προβάλλονταν οι περιπέτειες του Κάκαλου,
σχετικές με την υπηρεσιακή του προαγωγή. Ενόσω ο δύσμοιρος ο σμήναρχος ανέμενε
το σήμα του ΓΕΑ για την αξιοκρατική προαγωγή του στο βαθμό του ταξίαρχου -ή και
απευθείας του υποπτέραρχου!-, η υπερίσχυση πελατειακών και αναμφίβολα
κομματικών παραγόντων είχε ως συνέπεια το διαδοχικό υποβιβασμό του στους
βαθμούς του σμηναγού, του αρχισμηνία και εν τέλει του σμηνίτη. Για καλή του
τύχη, βέβαια, όλα αυτά αποτελούσαν έναν άσχημο εφιάλτη. Σε κάθε περίπτωση
πάντως, όσο ευφάνταστο και αν ήταν το σενάριο του συγκεκριμένου επεισοδίου, δεν
απέχει και πολύ από αυτό που συμβαίνει στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα
τις τελευταίες ώρες.
Πριν από λίγες ώρες ανακοινώθηκε ο
διορισμός της μέχρι πρότινος προέδρου του Αρείου Πάγου ως επικεφαλής πια του
Νομικού Γραφείου του πρωθυπουργού. Υπενθυμίζεται ότι η προσφάτως
συνταξιοδοτηθείσα δικαστικός, πέραν από πρόεδρος ενός εκ των ανωτάτων
δικαστηρίων της χώρας, κατά το διάστημα μεταξύ 25ης Αυγούστου και 20ης
Σεπτεμβρίου του 2015, έπειτα από την παραίτηση της τότε συγκυβέρνησης,
διετέλεσε και υπηρεσιακή πρωθυπουργός, με σκοπό την ομαλή διεξαγωγή των τότε πρόωρων
εκλογών. Ως εκ τούτου, η περίπτωση της μοιάζει σημαντικά μ’ εκείνη του Κάκαλου,
διότι όπως ένας διοικητής και ανώτερος αξιωματικός των ενόπλων δυνάμεων
κατέληξε να είναι ένας απλός φαντάρος, κατά τον ίδιο τρόπο και μία πρώην
ανώτατη δικαστικός και κυβερνητική αρχηγός έφθασε στο σημείο να καταλαμβάνει
μία απλή θέση συμβούλου του σημερινού πρωθυπουργού. Ωστόσο, η μοναδική διαφορά
μεταξύ των δύο ξεχωριστών περιπτώσεων έγκειται στο γεγονός, πως ενώ ο Κάκαλος
σε ουδεμία περίπτωση επέλεξε τον υποβιβασμό του, η κ. Θάνου πιθανότατα επιδίωξε
τον δικό της.
Όσο και εάν η Κυβέρνηση και το επιτελείο
του πρωθυπουργού προσπαθούν να δικαιολογήσουν την επιλογή της τέως προέδρου του
Αρείου Πάγου, προτάσσοντας τα προσόντα και την πείρα που αδιαμφισβήτητα
διαθέτει, η εκ μέρους της αποδοχή της θέσης ενός, έστω άμισθου, μετακλητού
υπαλλήλου του πρωθυπουργικού γραφείου δεν μπορεί παρά να καταδεικνύει και μια
προσωπική βουλιμία για δημόσια αξιώματα. Πέραν τούτου, βέβαια, γεννώνται μεγαλύτερα
ερωτήματα και ως προς την ηθική και, αν μη τι άλλο, συνταγματική υπόσταση του
εν λόγω διορισμού. Διότι μπορεί μεν στην πλειονότητα των σύγχρονων
αντιπροσωπευτικών δημοκρατιών να επιτρέπεται η διασταύρωση μεταξύ των τριών (3)
εξουσιών -νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής-, αντενδείκνυται όμως ο
εναγκαλισμός και η αλληλεξάρτησή τους. Στην Ελληνική Δημοκρατία, ωστόσο, ο
εναγκαλισμός και η πλήρης εξάρτηση της δικαστικής από την εκτελεστική απορρέουν
δυστυχώς από το άρθρο 90 παρ. 5 του ισχύοντος Συντάγματος περί του τρόπου προαγωγής
των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών.
Μολονότι
σε έτερη συνταγματική διάταξη (άρθρο 87 παρ. 1) ορίζεται ρητά η λειτουργική και
προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών, στο άρθρο 90 ουσιαστικά αυτοαναιρείται. Διότι, όταν οι προαγωγές στις θέσεις των προέδρων, των
αντιπροέδρων, των εισαγγελέων και των γενικών επιτρόπων των τριών (3) ανωτάτων
δικαστηρίων της χώρας διενεργούνται με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου,
εύκολα κινούνται υποψίες και γεννώνται ερωτήματα σχετικά με την σχέση της
εκάστοτε Κυβέρνησης με τη δικαστική ηγεσία. Για το λόγο αυτό δύναται να
δικαιολογηθεί πλήρως -από συνταγματικής και όχι τόσο από ηθικής απόψεως- η
στάση της πρώην Προέδρου του Αρείου Πάγου κατά τους προηγούμενους μήνες, όταν
υπερμαχόταν για την αναγκαιότητα αναθεώρησης μίας έτερης συνταγματικής
διάταξης, του άρθρου 88 παρ. 5, περί του ορίου συνταξιοδότησης των ανωτάτων
δικαστικών λειτουργών. Τότε η κ. Θάνου επεδίωκε, ορθώς, την αύξηση του εν λόγω
ορίου από το 67ο έτος στο 70ο. Η ορθότητα της εν λόγω
απόψεώς της έγκειται στο γεγονός ότι η διατήρηση του σημερινού ορίου της
συνταξιοδότησης φαλκιδεύει την προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών. Και τούτο
επειδή λόγω της πείρας, της γνώσης, ακόμη και της σοφίας που μπορεί να έχει
συσσωρεύσει ένας δικαστικός λειτουργός μέχρι και τη συνταξιοδότησή του, είναι
εύλογη η εκ μέρους του διεκδίκηση μιας άλλης μορφής σταδιοδρομίας, ως μέλος
π.χ. μιας Ανεξάρτητης Αρχής, μιας υπουργικής επιτροπής, ή ακόμα και του
πρωθυπουργικού γραφείου. Θέσεων, δηλαδή, προσφερόμενων από την εκάστοτε
εκτελεστική εξουσία, η διεκδίκηση των οποίων αδιαμφισβήτητα δύναται να
φαλκιδεύει τη δικαστική ανεξαρτησία*
και, αν μη τι άλλο, το πνεύμα του Συντάγματος.
Εν κατακλείδι, η ρίζα του διαχρονικού δημοσίου προβλήματος της πλήρους
εξάρτησης της δικαιοσύνης από την πολιτική εξουσία, που επαναφέρεται για μία
ακόμη φορά στην επικαιρότητα διαμέσου της τοποθέτησης μιας συνταξιοδοτηθείσας
ανωτάτης δικαστικού στον στενό πυρήνα του πρωθυπουργού, εντοπίζεται στο φορέα
επιλογής της δικαστικής ηγεσίας, που δεν είναι άλλος από την εκάστοτε
Κυβέρνηση. Εάν η επιλογή των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών δεν μεταφερθεί σ’
έναν ανεξάρτητο φορέα, αντίστοιχα με την τρέχουσα επικαιρότητα περιστατικά,
όπως και κατά το παρελθόν, θα επαναλαμβάνονται διαρκώς. Κι αν η περίπτωση του
δύσμοιρου σμηνάρχου και μετέπειτα σμηνίτη Κάκαλου επρόκειτο για έναν προσωπικό
εφιάλτη, η συνέχιση του εναγκαλισμού της δικαστικής ανεξαρτησίας από την
εκτελεστική θα αφορά έναν αναμφίβολα ανησυχητικό θεσμικό εφιάλτη.
* Παντελής Αντ. (2007), Εγχειρίδιο
Συνταγματικού Δικαίου, β’ έκδοση, εκδόσεις Λιβάνη, σελ. 397-398
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Συγγραφέας του βιβλίου «Πρωθυπουργοκεντρισμός
: Η δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της Κυβέρνησης στο πολιτικό μας σύστημα»
(εκδ. Μπατσιούλας, 2014).