Της Αικατερίνης Διαμαντοπούλου
Έχει γίνει πια κατανοητό ότι η χρεοκοπία της χώρας δεν ήταν απλά θέμα κακής δημοσιονομικής πολιτικής αλλά ενός ευρύτερου, λανθασμένου παραγωγικού μοντέλου.
Στηριχθήκαμε στο φτηνό χρήμα ελέω επιτοκίων ευρώ, διοχετεύσαμε αυτό το φθηνό χρήμα στην κατανάλωση κυρίως, δεν στηρίξαμε την παραγωγή, δεν σχεδιάσαμε και δεν προβλέψαμε το παραγωγικό μέλλον της χώρας μέσα στην παγκοσμιοποιημένη αγορά όπου οι νέες τεχνολογίες δείχνουν το δρόμο.
Οι ελληνικές βιομηχανίες έκλειναν η μία μετά την άλλη πολύ πριν το 2010, η έμφαση στον τομέα των υπηρεσιών και στη μεταπρατική οικονομία χρηματοδοτήθηκε αφειδώς από τις τράπεζες σε βάρος άλλων δραστηριοτήτων, οι αναπτυξιακοί νόμοι επιδοτούσαν με εκατομμύρια επενδύσεις σε κλάδους αμφίβολου μέλλοντος, χαμηλής και μέσης τεχνολογίας και χωρίς καμία ρήτρα για τις δημιουργούμενες θέσεις εργασίας. Κατέληξε το ελληνικό κράτος να δαπανά για κάθε νέα θέση εργασίας μέσω αναπτυξιακού κατά μέσο όρο 300.000 ευρώ!
Για να ανακάμψουμε οικονομικά σήμερα δεν αρκεί συνεπώς να "ξαναπέσει ζεστό χρήμα στην αγορά" όπως επαναλαμβάνεται συνεχώς από χείλη με δημόσιο λόγο και επιρροή σαν ένα είδος "μάντρα". Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποτελέσει και κατάρα που θα μας χρεώσει ακόμη πιο πολύ, θα μας ρίξει σε μεγαλύτερα δεινά και εθνική κατάθλιψή. Εξάλλου η Ελλάδα από το 1984 έως σήμερα έχει λάβει τέσσερα κοινοτικά πλαίσια στήριξης που υπολογίζονται σε 146 δισ. – πόσα από αυτά τα χρήματα διοχετεύτηκαν και αξιοποιήθηκαν για παραγωγικούς σκοπούς με μέλλον;
Το ζητούμενο λοιπόν είναι να πέσει χρήμα σε συγκεκριμένους κλάδους, σε συγκεκριμένους αποδέκτες και με συγκεκριμένο, διάφανο, γρήγορο και έξυπνο τρόπο. Με λίγα λόγια τα όποια νέα χρήματα πρέπει να πέσουν εκεί που θα δημιουργήσουν προστιθέμενη αξία για το μέλλον.
Για να γίνει αυτό θα πρέπει να οριστούν αυτοί οι οικονομικοί κλάδοι. Να αποφασίσουμε σαν χώρα που θα στρέψουμε τις δυνάμεις μας, την προσπάθεια μας. Σε ποιους κλάδους μπορεί η Ελλάδα να στοχεύσει με βάση τους πόρους και τις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού της, το μέγεθος και τη θέση της. Είναι μια άσκηση εθνικής αυτοσυνειδησίας θα μπορούσε να πεί κανείς : Ποιοι είμαστε, τι έχουμε, τι μπορούμε να κάνουμε ….μέσα στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, με τις τεχνολογίες αιχμής και έχοντας υπόψη τις προβλέψεις των think tanks για το μέλλον.
Αφού οριστούν αυτοί οι κλάδοι – με όσο το δυνατό εμπλοκή των φορέων και συναίνεση – πρέπει να σχεδιάσουμε ένα χρηματοδοτικό σύστημα που να ανταποκρίνεται στη δομή της ελληνικής επιχειρηματικότητας και που να την ωθεί να στραφεί στους κλάδους του νέου παραγωγικού υποδείγματος, να αποκτήσει εξωστρέφεια και τεχνολογική ανταγωνιστικότητα, να δημιουργήσει σταθερές και αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας. Η όποια χρηματοδότηση πρέπει να εμπεριέχει και τη λογική των fund και του ρίσκου, πρέπει να καλύψει το κενό που αφήνουν οι υπόλοιπες τράπεζες, να στηρίξει ανθρώπους και δεξιότητες, ιδέες και εργατικότητα. Μακριά από λάθη του παρελθόντος και πελατειακές λογικές, με το βλέμμα στραμμένο στις ευκαιρίες και τις δυνατότητες. Μακριά και από τη συνήθη γραφειοκρατία που θεωρείται συχνά ο μόνος τρόπος λειτουργίας ενός οργανισμού. Οι χρηματοδοτήσεις μέσω ΕΣΠΑ πολλές φορές χαραμίστηκαν αφού ανάμεσα στην υποβολή του επιχειρηματικού σχεδίου - που σημαίνει εντοπισμός της επιχειρηματικής ευκαιρίας – και την τελική υλοποίηση του περνούσαν μέσα κατά μέσο όρο πέντε χρόνια άλλοτε και οκτώ. Έγγραφα, πιστοποιήσεις, υπογραφές, επιτροπές που αναμένεται μήνες για να συσταθούν, πολιτικός κύκλος μικρός με αλλαγές κυβερνήσεων, υπουργών, γενικών γραμματέων που ακινητοποιούν το μηχανισμό με τη σειρά τους για μήνες... και άλλα πολλά. Στον χρόνο της ελληνικής γραφειοκρατίας η επιχειρηματική ευκαιρία - που υφίσταται σε πραγματικό και πιεστικό χρόνο - δεν έχει απλά περάσει, έχει εξαφανιστεί! Μαζί της και η ορμή, η διάθεση, οι συνθήκες. Και με την εξαφάνιση αυτών, μένουν πίσω μόνο τα χρέη.
Είναι λοιπόν η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα, και ως τέτοια πρέπει να σχεδιαστεί και υλοποιηθεί, η τελευταία ευκαιρία της ελληνικής οικονομίας για μια αληθινή προοπτική. Είναι η τελευταία ευκαιρία να αποκτήσουμε παραγωγικό μοντέλο και να το χρηματοδοτήσουμε. Είναι η τελευταία ευκαιρία να αποκτήσουμε ξανά την αυτοπεποίθηση που δίνει η προκοπή της παραγωγής και της καινοτομίας.
* Διαμαντοπούλου Αικατερίνη - Οικονομολόγος ΜΒΑ - Σύμβουλος Επενδύσεων
* Διαμαντοπούλου Αικατερίνη - Οικονομολόγος ΜΒΑ - Σύμβουλος Επενδύσεων
http://www.capital.gr/