μητρότητας σε μόνιμους και αναπληρωτές εκπαιδευτικούς, ερωτούν τους υπουργούς Παιδείας και Εργασίας βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ των οποίων και οι βουλευτές Πιερίας Ε. Σκούφα και Στ. Καστόρης, ζητώντας παράλληλα και τη μείωση για τους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς του προαπαιτούμενου χρόνου εργασίας που καθιστά δυνατή τη χορήγηση επιδόματος ανεργίας.
Διαφορετικό νομοθετικό πλαίσιο
Όπως επισημαίνουν οι βουλευτές, το
ισχύον νομοθετικό πλαίσιο προσδιορίζει διαφορετικές πρακτικές για τους μόνιμους
και τους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς: Αρχικά, ενώ για τους μόνιμους
εκπαιδευτικούς προβλέπεται χορήγηση αναρρωτικής άδειας για διάστημα μικρότερο
των τριών ημερών με υπεύθυνη δήλωση από τον ασθενή, δεν προβλέπεται κάτι
αντίστοιχο για τους αναπληρωτές. Επιπλέον, οι μόνιμοι εκπαιδευτικοί δικαιούνται
βραχυχρόνιας αναρρωτικής άδειας ύστερα από γνωμάτευση οποιουδήποτε θεράποντος
γιατρού, ενώ για τους αναπληρωτές ισχύει το παραπάνω ύστερα από γνωμάτευση
γιατρού μόνο του ΕΟΠΠΥ .
Διαφορετική αντιμετώπιση και στην μητρότητα
Επίσης, οι άδειες μητρότητας για τις μόνιμες
εκπαιδευτικούς ορίζονται στους 2 μήνες πριν και 3 μήνες μετά την
πιθανολογούμενη ημερομηνία τοκετού. Το διάστημα αυτό ισοδυναμεί σε 150
ημερολογιακές ημέρες. Αντίθετα, η προβλεπόμενη άδεια μητρότητας για τις
αναπληρώτριες εκπαιδευτικούς ανέρχεται σε 119 ημερολογιακές ημέρες.
Επιπροσθέτως, για τις μόνιμες εκπαιδευτικούς, σε περίπτωση απώλειας του εμβρύου
μέχρι την 24η εβδομάδα της εγκυμοσύνης προβλέπεται η χορήγηση
αναρρωτικής άδειας σύμφωνα με τη σύσταση του θεράποντος γιατρού. Δεν υπάρχει
αντίστοιχη πρόβλεψη για τις αναπληρώτριες. Τέλος, σε περίπτωση πρόωρου ή
πρώιμου τοκετού μετά την 24η εβδομάδα της εγκυμοσύνης και πριν την
έναρξη της άδειας κύησης στις μόνιμες εκπαιδευτικούς προβλέπεται τρίμηνη άδεια
λοχείας ανεξάρτητα από την έκβαση του εμβρύου. Από τη νομοθεσία δεν προκύπτει
ανάλογη πρόβλεψη για τις αναπληρώτριες εκπαιδευτικούς.
Διαφορετική μεταχείριση και στο επίδομα ανεργίας
Όσον αφορά το νομοθετικό πλαίσιο
που ορίζει τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση επιδόματος ανεργίας σε αναπληρωτές
εκπαιδευτικούς, δεν εντοπίζεται κάποια διαφοροποίηση σε σχέση με τους άλλους
εργαζόμενους, παρόλο που η φύση του εκπαιδευτικού επαγγέλματος είναι
διαφορετική. Η βασική πρόβλεψη που εκπορεύεται
από την νομολογία είναι ότι, για έναν νέο δικαιούχο επιδόματος ανεργίας
απαιτούνται 125 εργάσιμες ημέρες τους τελευταίους 14 μήνες χωρίς την
προσμέτρηση των δύο τελευταίων μηνών πριν από τη λήξη της σύμβασης και επιπλέον
160 ημέρες συνολικά (80 κατ’ έτος) από τα προηγούμενα δύο χρόνια. Αυτή η βασική
πρόβλεψη καθίσταται μάλλον προβληματική για τους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς,
επειδή, σε πολλές περιπτώσεις, η πρόσληψή τους μπορεί να γίνει προς τη λήξη του
σχολικού έτους, χωρίς να μπορούν να εξασφαλίσουν τον απαιτούμενο χρόνο για την
εξασφάλιση του επιδόματος ανεργίας.
Από τα παραπάνω γίνονται προφανή,
ότι υπάρχει διαφορετική μεταχείριση των αναπληρωτών εκπαιδευτικών σε σχέση με
τους μόνιμους για τη χορήγηση αναρρωτικών αδειών και αδειών μητρότητας και
είναι προβληματικό το πλαίσιο χορήγησης επιδόματος ανεργίας στους αναπληρωτές
εκπαιδευτικούς. Δεδομένου ότι στις προθέσεις των υπουργείων είναι η κατά το
δυνατόν ίση μεταχείριση όλων των εκπαιδευτικών και εργαζομένων
Ερωτώνται ο κ. υπουργός και η κ.
υπουργός:
α) Σε ποιες συγκεκριμένες ενέργειες
είναι διατεθειμένοι να προβούν, ώστε να ενιαιοποιηθεί το καθεστώς χορήγησης
αναρρωτικών αδειών και αδειών μητρότητας σε μόνιμους και αναπληρωτές
εκπαιδευτικούς;
β) Σε ποιες συγκεκριμένες ενέργειες
είναι διατεθειμένοι να προβούν, ώστε να μειωθεί για τους αναπληρωτές
εκπαιδευτικούς ο προαπαιτούμενος χρόνος εργασίας που καθιστά δυνατή τη χορήγηση
επιδόματος ανεργίας;