Δημοκρατία - Οικονομία - Σύνταγμα
Το τέλος του επαγγελματία πολιτικού
Του Σταύρου ΚαλεντερίδηΠολιτικός επιστήμονας, διεθνολόγος και επικοινωνιολόγος
Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 43Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος το οποίο περιλαμβάνεται στο νόμο 4387/2016, η συγκυβέρνηση κατήργησε την ειδική εισφορά αλληλεγγύης 8% για τους πολιτικούς και καθιέρωσε γι’ αυτούς ένα πολύ πιο ευνοϊκό καθεστώς εισφοράς, με μία κλίμακα η οποία προκάλεσε μειώσεις στις ετήσιες επιβαρύνσεις τους της τάξεως από 1.049 μέχρι 1.999 ευρώ!
Οι ευνοϊκές ρυθμίσεις αφορούν -μεταξύ άλλων- τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρωθυπουργό , Υπουργούς και βουλευτές, γενικούς και ειδικούς Γραμματείς των Υπουργείων, Περιφερειάρχες, Δημάρχους και μέλη ανεξάρτητων αρχών. Ωστόσο, οι εκπρόσωποι των ΟΤΑ έσπευσαν να απαρνηθούν μετά βδελυγμίας τα ελαφρυντικά προνόμια που τους παρείχε ο εν λόγω νόμος. Όμως, δεν γνωρίζουμε -ακόμα- μετά βεβαιότητος αν αυτοί τα αποστρέφονται με λαϊκίστικη διάθεση για να διασώσουν την υπόληψη τους ή αν θέλησαν όντως με αγαθά κίνητρα να διαχωρίσουν τη θέση τους από αυτήν την άδικη κοινοβουλευτική συνωμοσία. Αν ισχύει το δεύτερο, σημαίνει πως οι βουλευτές όχι απλώς επεφύλαξαν για τους εαυτούς τους μια ωραιότατη “αύξηση”, αλλά και δεν δίστασαν ύπουλα να εμπλέξουν κι άλλες κατηγορίες πολιτικών -παρά τη θέλησή τους- ως συνένοχους για να μην δεχτούν μόνοι την λαϊκή κατακραυγή!
Συμπληρωματικά, αξίζει να αναφερθεί πως στην καθημαγμένη από την κρίση χώρα μας, ο μέσος πολίτης φορολογείται και πληρώνει έως και σχεδόν 5 φορές υψηλότερο φόρο από ένα βουλευτή. Αυτό συμβαίνει λόγω του υψηλού ποσοστού αφορολόγητου του συνολικού ετήσιου καθαρού εισοδήματος των βουλευτών το οποίο μπορεί να φτάσει έως και 77%! Την εν λόγω διάταξη την έχει προφανώς ψηφίσει και πάλι η ίδια η βουλή.
Για να αρθούν οι όποιες αμφιβολίες, όλα αυτά τα πολιτικά έκτροπα γίνονται και νομιμοποιούνται βάση συντάγματος το οποίο ρητά προβλέπει πως «οι βουλευτές, για την άσκηση του λειτουργήματός τους, δικαιούνται από το Δημόσιο αποζημίωση και δαπάνες ενώ το ύψος τους καθορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής» (άρθρο63§1).
Μπορεί η λέξη “αποζημίωση” να ακούγεται ίσως καλύτερα (και εδώ ας μας απαντήσει κάποιος τι είδους “ζημία” υφίστανται αλήθεια οι βουλευτές κατά την άσκηση του λειτουργήματος ώστε να χρήζουν “αποζημίωσης”), αλλά επί της ουσίας σημαίνει “μισθός” (και μάλιστα παχυλός). Το ύψος του μισθού λοιπόν των βουλευτών στην Ελλάδα αποφασίζεται από τους ίδιους, όσο εξωφρενικό και αν ακούγεται. . Υπάρχει, δηλαδή, θεσμική ταύτιση αυτών που παράγουν το νόμο και αυτών που καρπώνονται τα οφέλη του νόμου. Το κατά πόσο θα φορολογούνται και σε ποιο βαθμό, επαφίεται επίσης στη «διακριτική τους ευχέρεια». Οι εκάστοτε 300 «εκπρόσωποι» μας, αποφασίζουν, διατάζουν και εκδίδουν τη σχετική απόφαση για το πόσα χρήματα απαιτούν από εμάς για να μας κυβερνήσουν. Μας χρεώνουν δηλαδή το ποσό που οι ίδιοι κοστολογούν την εργασία τους χωρίς εμείς να έχουμε το δικαίωμα της διαπραγμάτευσης. Ακόμη χειρότερα, το γεγονός πως οι υπηρεσίες τους εν τέλει αποδεικνύονται καταστροφικές και εθνοφθόρες, αποτελεί το κερασάκι στην πικρή αυτή τούρτα.
Στα ίδια πλαίσια κινείται και το τελευταίο νομοθετικό αριστούργημα που επιλέγει να διασώσει την ευαίσθητη κοινωνική ομάδα των πολιτικών και να τους φοροελαφρύνει! Με την ίδια αξιοκρατική διαδικασία η συγκυβέρνηση έκρινε άριστη την προσφορά της στη χώρα και δώρισε απλόχερα στα μέλη του κοινοβουλίου την επιβεβλημένη αύξηση!
Πέρα από τα ιλαροτραγικά που αναφέρθησαν, σε κανένα ευνομούμενο κράτος δεν αποφασίζει κάποιος μόνος του και αυθαίρετα για το ύψος του μισθού του. Ίσως αυτό γίνεται σε κάποια αυταρχικά καθεστώτα όπου οι άρχοντες – πολέμαρχοι νέμονται τον εθνικό πλούτο χωρίς να λογοδοτούν σε κανέναν. Σίγουρα γινόταν στη Γηραιά ήπειρο την περίοδο των Σκοτεινών Αιώνων όταν οι μεσαιωνικοί βασιλείς έβαζαν ελεύθερα χέρι στο χρυσάφι του βασιλείου. Ξεκάθαρα όμως μια τέτοια πρακτική δεν έχει θέση σε ένα κράτος δικαίου, ισότητας και ισονομίας, πόσο μάλλον στη γενέτειρα της Δημοκρατίας.
Σε μια δημοκρατική πολιτεία η πολιτική αποτελεί λειτούργημα. Αντί να αλληλοϋποστηρίζονται και να αλληλοκαλύπτονται, οι βουλευτές θα πρέπει να δέχονται ένα επίδομα δημοσίου λειτουργού (μιας και αυτό είναι) θεσμοθετημένο και σταθερό έτσι ώστε να μην μπαίνει κανείς στον πειρασμό της διαφθοράς. Στην καλύτερη, ο μισθός τους μπορεί να συνδεθεί με τον μισθό ενός διευθυντή κάποιου δημόσιου οργανισμού ενώ εναλλακτικά, όσοι από αυτούς δύνανται, μπορούν να δέχονται τον ισχύοντα βασικό μισθό στη χώρα και ταυτόχρονα να διατηρούν το προσωπικό τους επάγγελμα για την κάλυψη των βιοποριστικών τους αναγκών. Πρέπει να καταστεί σαφές πως η πολιτική αποτελεί εθελοντική προσφορά στο κοινωνικό σύνολο και όχι καριέρα. Έτσι θα έρθει και το τέλος του επαγγελματία πολιτικού.
Όπως είναι κατανοητό, κανένα πολιτικό κόμμα δεν μπορεί να θίξει το εν λόγω ζήτημα για προφανείς λόγους επιβίωσης. Τα μεν κόμματα που βρίσκονται ήδη στη βουλή συναινούν (είτε δια της ψήφου είτε δια της ένοχης σιωπής) καθώς τα μέλη τους δέχονται τις μισθολογικές αυξήσεις, ενώ τα δε εξωκοινοβουλευτικά σιωπούν καθότι επιθυμούν και τα ίδια όσο το δυνατόν καλύτερες απολαβές σε περίπτωση επιτυχημένης εισόδου τους στη βουλή. Μόνο ένα καθαρό και υπερκομματικό πολιτικό κίνημα όπως το δέλτα είναι ελεύθερο να μιλάει για αυτά τα ζητήματα, να παραθέτει τα προβλήματα αλλά και να αντιπροτείνει δημοκρατικές εναλλακτικές. Το τέλος στον καθορισμό του μισθού των βουλευτών από τους ίδιους είναι μάλιστα μία από τις 10 προτάσεις κοινής λογικής του δέλτα.
Το ισχύον πολιτικό σύστημα έχει τελειώσει.
Και πρέπει εμείς οι πολίτες να το ξαναχτίσουμε από την αρχή.
Εμείς, όχι κάποιοι άλλοι για μας.
Είμαστε αυτοί που περιμέναμε.